Δεκεμβρίου 30, 2006

Ανταυτού

Για την Apousia - που επέλεξε ν' απουσιάζει.

Είχα βάλει ένα άλλο κείμενο – όχι πως δεν ταίριαζε, αλλά δεν μου άρεσε. Πολύ φιλοσοφικό και αφηρημένο.

Πολύ πιο προσωπικό, αυτό που έγραψα πριν είκοσι τόσες μέρες.

Το Γέλιο των δικών μου

Έχοντας ζήσει δύο φορές το θαύμα της ζωής άμεσα, δεν μου έκανε τόσο εντύπωση. Ή το άγχος μου δεν με άφηνε να το προσμένω. Όταν σου συμβεί κάτι τόσο άγριο, σταματάς να περιμένεις πολλά – ή φοβάσαι. Ακόμα και τ’ όνειρο, την ελπίδα.

Έτσι, αυτό που με «χτύπησε» σήμερα, δεν ήταν τόσο η νέα ζωή. Ήμουν πίσω από μια κάμερα, ίσως παρακολουθούσα σαν σκηνοθέτης ή θεατής. Και στο καρέ ήταν οι δικοί μου – επιτέλους – γελαστοί. Όχι με το γέλιο ενός αστείου, ή μιας όμορφης κουβέντας, αλλά το Γέλιο που βγαίνει από τους πόρους, εκφράζεται σε κάθε κίνηση, πέφτουν ο ένας στον άλλο να το νιώσουν καλύτερα.

Αυτό ήταν η νέα ζωή για μένα σήμερα. Ένα ξόρκι. Αυτό μάλλον περιμέναμε όλοι, χωρίς να πιστεύουμε ότι θα έρθει. Και ήρθε. Με τόσο φυσικό τρόπο, που σχεδόν μας ξάφνιασε. «Να σας ζήσει ο γιος, 3.700 γραμμάρια» είπε η νοσοκόμα. «Και η μητέρα είναι μια χαρά.»

Τόσο φυσικά, όσο αμετάκλητα φυσικά και ομαλά είχε προκύψει η αντίστροφη πορεία πέρυσι τέτοιον καιρό. Φοβόμασταν ότι αυτή, η αντίστροφη πορεία είναι η φυσική. Αλλά είναι – το ίδιο δυνατή, το ίδιο αμετάκλητη – και η άλλη. Αυτή προς το φως.

Εγώ είχα πάει ν’ αγοράσω γλυκά όταν τους ανακοινώθηκε – μπήκα ένα λεπτό αργότερα. Ο γαμπρός μου έπεσε πάνω μου γελώντας, τον φίλησα, σχεδόν έκπληκτος από τη χαρά του. «Σιγά, μα όλα θα πήγαιναν καλά» είπα από μέσα μου. Τόσο πολύ είχα προσπαθήσει – και καταφέρει – να πείσω τον εαυτό μου, να νικήσω το άγχος μου. Όταν είδα την αδελφή μου να κλαίει – από χαρά, επιτέλους! – λυτρώθηκα. Ξανάνιωσα. Και όταν έσκυψα να τη φιλήσω δάκρυσα. Επιτέλους.

Μεγάλη λέξη.

Επί – Τέλους.

Επί του Τέλους. ‘Θάνατον πατήσας’ θυμίζει.

Μια Αρχή. Σαν υπερθετικό, με πλεονασμό.

Μια Νέα Αρχή. Μια Καινούρια Αρχή.

Δεκεμβρίου 24, 2006

Χριστούγεννα και ο Χαμένος Παράδεισος

Το λένε ‘μελαγχολία των διακοπών’ – και το εξηγούν με την εορταστική ατμόσφαιρα, η οποία κάνει πιο έντονη τη μοναξιά κάποιων ανθρώπων.

Θα διαφωνήσω. Χαίρομαι τη χαρά των άλλων – και αυτοί που χαίρονται περισσότερο τα Χριστούγεννα είναι τα παιδιά κι αμέσως μετά, όσοι έχουν παιδιά. Τους βλέπεις να τους προσφέρουν το σκηνικό της πόλης, να το οικειοποιούνται λες και φτιάχτηκε ειδικά γι’ αυτά, να τα βγάζουν βόλτα σ’ ένα παραμύθι. Στο μυαλό των μικρών τόσοι αγιοβασίληδες, ξωτικά και Χριστούληδες θα μοιάζουν με Χιονάτες, Ντόναλντ Ντακ, Σκούμπι Ντου. Γιατί κάποιος να νιώθει στη μέση αυτής της – έστω επιβαλλόμενης - Ντίσνεϊλαντ κατσούφης;

Στα κάλαντα κάθε παιδί γίνεται τραγουδιστής, σ’ ένα κυνήγι για περισσότερα δώρα. Έτσι είναι τα παραμύθια: διασκεδάζεις και αμείβεσαι. Μου αρέσει ειδικά όταν τα παιδιά τραγουδούν παράφωνα και βιαστικά, εκπνέοντας κι εισπνέοντας τα λόγια, που τους είναι ακαταλαβίστικα σαν εκκλησιαστικά τροπάρια – σαν μαγικά λόγια. Γι’ αυτό και δεν μπορώ τα κασετόφωνα και τις χορωδίες συλλόγων: είδατε ποτέ μάγισσα να λέει ξόρκια με κασετόφωνο ή χορωδίες; Α, και οι πλανόδιοι μουσικοί φαντάζουν παράταιροι: αυτοί είναι επαγγελματίες. Ας μείνουν στο ‘Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία’, είναι εξίσου θρησκευτικό.

Τα Χριστούγεννα, λένε πολλοί, είναι γιορτή αναπόλησης. Καλύτερα το είπε ο Σαββόπουλος – κι ας αναφερόταν στην Πρωτοχρονιά: Πάει ο καιρός που οι δικοί σας / σκηνοθετούσαν τη γιορτή σας / και πρέπει μόνος εσύ τώρα / να υψώσεις της γιορτής τα δώρα. Τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά. Την αίσθηση ανεμελιάς, χαράς και ασφάλειας που ποτέ δεν πάψαμε ν’ αναπολούμε. Την αίσθηση πως όλα είναι εντάξει γιατί κάποιος άλλος ασχολείται μ’ αυτό. Αυτή νομίζω πως είναι η ‘μελαγχολία των Χριστουγέννων’: Μας πειράζει που μεγαλώσαμε, πρωτόπλαστοι με τη στυφή γεύση του καρπού της Γνώσης στο στόμα. Όσοι έχουν δικά τους παιδιά, συνεπαίρνονται από την υποχρέωση – και χαρά – της ‘σκηνοθεσίας’ για τους δικούς τους πρωτόπλαστους. Η μελαγχολία παραμένει καλυμμένη. Μια περαστική σκιά στο βλέμμα για αυτούς που δεν είναι εκεί – ή που πήραν τη θέση τους. Όσοι δεν έχουν παιδιά, νιώθουν την απώλεια πιο έντονη. Θα έλεγα, τα Χριστούγεννα όλοι οι μεγάλοι νιώθουν ...ορφανοί. Ακόμα και αν είναι ακόμα μαζί με τους γονείς τους.

Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο. Αυτή η χαμένη παιδικότητα και αίσθηση του έκπτωτου, μας ξαναφέρνει σε ένα ‘σημείο μηδέν’. Μας επιτρέπει να ξεκινήσουμε κάθε χρόνο, έχοντας αγγίξει μια ψυχολογική κατάσταση που τυπικά μένει ξεχασμένη. Η τάξη του κόσμου διασαλεύεται τα Χριστούγεννα σε κάθε παραμύθι - και το νιώθουμε μέσα μας: «Να πάρει, όλο τον άλλο χρόνο είμαι μεγάλος, δυνατός, επαγγελματίας, ώριμος!»

Τα καλικαντζαράκια πριονίζουν όλο το χρόνο τον κορμό όπου στέκεται ο κόσμος κι εμείς τα ξεχνάμε. Τις μέρες αυτές ανεβαίνουν στη γη έχοντας αφήσει ένα ελάχιστο κομμάτι απριόνιστο. Μέσα από την κάθαρση της χαμένης παιδικότητας, τη συνειδητοποίηση της χαμένης ασφάλειας, ο κορμός μας ξαναδένει. Μέχρι την Πρωτοχρονιά, θα κάνουμε σχέδια για το μέλλον και θα δίνουμε υποσχέσεις που ελπίζουμε να κρατήσουμε. Να κόψουμε το τσιγάρο, να πετύχουμε επαγγελματικούς στόχους, να τηλεφωνούμε πιο συχνά σε φίλους.

Ο κορμός αυτές τις μέρες ξαναδένει. Έπρεπε όμως και να πριονιστεί.

Παραμονή Χριστουγέννων πρωί, 2006

Δεκεμβρίου 20, 2006

Κουρτ Βόνεγκουτ - ΕΠΙΚΑΚ

Δεν ζήλεψα τη φήμη του Cyrusgeo, ούτε πάω να του φάω τη δουλειά – έτσι κι αλλιώς, αυτός μεταφράζει, όμοιος ομοίω, παλιοποίηση. Αλλά πριν λίγα χρόνια, και από περιέργεια, μετέφρασα ένα κείμενο του Κουρτ Βόνεγκουτ. Ίσως να ένιωθα ότι θα έπρεπε να κάνω κάτι με αυτό, γιατί μου το είχε στείλει μια φίλη μου και το είχε δακτυλογραφήσει ολόκληρο στα αγγλικά.

Τώρα, άφησα μερικά σχόλια αναπάντητα στο προηγούμενο post. Ζητώ συγνώμη, αλλά απλώς δεν έχω τόση όρεξη να γυρίσω τώρα σ’ αυτό. Θα επιστρέψω, λοιπόν, με τις παραπομπές που θα ήθελα να κάνω, τους πίνακες που θα ήθελα να σκανάρω και δεν υπάρχουν στο νετ, και γενικά, για να απαντήσω όπως θα ήθελα.

Ένα μεγάλο ευχαριστώ ξανά και στην Αφροδίτη για την αφιέρωση-ευχή (όντως, όλα πήγαν κατ’ ευχήν, αν και όπως μαθαίνω, τελικά βγήκε πολύ γκρινιάρης!).

Και... το κείμενο. A good old short romantic story.


Κουρτ Βόνεγκουτ

ΕΠΙΚΑΚ

Είναι πλέον καιρός να μιλήσει κάποιος για τον φίλο μου τον ΕΠΙΚΑΚ. Στο κάτω κάτω, κόστισε στους φορολογούμενους πολίτες 776.434.927,54 δολάρια. Έχουν το δικαίωμα να μάθουν γι’ αυτόν εφόσον έχουν πληρώσει τέτοιο λογαριασμό. Ο ΕΠΙΚΑΚ έλαβε το χρίσμα στα χαρτιά, όταν ο Δρ. Όρμαντ φον Κλάινγκσταντ τον σχεδίασε για την κυβέρνηση. Από τότε όμως δεν πετάρισε ματιά γι’ αυτόν – ούτε ματιά. Το τι συνέβη στον ΕΠΙΚΑΚ δεν είναι στρατιωτικό μυστικό, αν και η υπηρεσία συμπεριφέρεται σα να ήταν. Μετά από τόσα χρήματα, ο ΕΠΙΚΑΚ δε λειτούργησε όπως θάπρεπε.

Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο: Θέλω να υπερασπιστώ τον ΕΠΙΚΑΚ. Ίσως δεν έκανε αυτό που η υπηρεσία ήθελε να κάνει, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν ήταν ευγενής και σπουδαίος και πανέξυπνος. Ήταν όλα τα παραπάνω. Και ήταν ο καλύτερος φίλος που είχα ποτέ.

Μπορεί να τον αποκαλείτε μηχανή, αλλά ήταν πολύ λιγότερο μηχανή από μερικούς ανθρώπους που γνωρίζω. Γι’ αυτό και απέτυχε – σύμφωνα με την υπηρεσία.

Ο ΕΠΙΚΑΚ κάλυπτε περί το μισό εκτάριο στον 4ο όροφο του κτηρίου της φυσικής στο Κολέγιο Γουάιντοτ. Αγνοώντας την πνευματική του πλευρά για λίγο, ήταν επτά τόνοι από ηλεκτρικές λυχνίες, καλώδια και διακόπτες, βαλμένα σε μια σειρά από χαλύβδινα ερμάρια και συνδεδεμένος με μια πρίζα των 110 Βολτ, όπως οι τοστιέρες κι οι ηλεκτρικές σκούπες.

Ο φον Κλάινγκσταντ και η υπηρεσία τον προόριζαν να γίνει η μηχανή υπερ-κομπιούτερ που (ο οποίος) θα μπορούσε να προγραμματίσει την πορεία ενός πυραύλου που θα ξεκινούσε από οποιοδήποτε σημείο της γης και θα πετύχαινε το δεύτερο κουμπί του παλτού του Χρούτσεφ, αν χρειαζόταν. Ή, με τα σωστά δεδομένα, να καθορίσει τα προβλήματα προμηθειών για μια αμφίβια απόβαση πεζοναυτών μέχρι την τελευταία χειροβομβίδα.

Η υπηρεσία είχε κάμποσες επιτυχίες με μικρότερους υπολογιστές, και αυτό της έδινε κύρος όσο καιρό ο ΕΠΙΚΑΚ βρισκόταν στο στάδιο προγραμματισμού. Οποιοσδήποτε αξιωματικός της υπηρεσίας εφοδίων, μόλις πάνω από τη στοιχειώδη εκπαίδευση, θα σας πει ότι τα μαθηματικά του σύγχρονου πολέμου είναι πέρα από την τσαπατσούλικη διάνοια των απλών ανθρωπίνων όντων. Όσο μεγαλύτερος ένας πόλεμος, τόσο μεγαλύτερες υπολογιστικές μηχανές χρειάζεται. Ο ΕΠΙΚΑΚ ήταν, απ’ όσο ήξερε το κράτος, ο μεγαλύτερος υπολογιστής στον κόσμο. Υπερβολικά μεγάλος, στην πραγματικότητα, για να τον καταλάβει κι ο ίδιος ο φον Κλάινγκσταντ.

Δε θα μπω σε λεπτομέρειες για το πως ο ΕΠΙΚΑΚ δούλευε (σκεφτόταν), παρά μόνο ότι έγραφες το πρόβλημά σου σε ένα χαρτί, γυρνούσες τους διακόπτες και τα πλήκτρα που τον ρύθμιζαν να λύσει το συγκεκριμένο είδος προβλήματος, και μετά τον τροφοδοτούσες με αριθμούς μέσω ενός πληκτρολογίου που έμοιαζε με γραφομηχανή. Οι απαντήσεις εμφανίζονταν τυπωμένες σε μια κορδέλα χαρτιού που έβγαινε από μια μεγάλη κουβαρίστρα. Ο ΕΠΙΚΑΚ χρειαζόταν μόλις κλάσματα του δευτερολέπτου για να λύσει προβλήματα που πενήντα Αϊνστάιν δεν μπορούσαν να λύσουν σ’ όλη τους τη ζωή. Και ο ΕΠΙΚΑΚ δεν ξεχνούσε ποτέ όποια πληροφορία του έδινες. Κλίκιτι-κλικ, έβγαινε η κορδέλα, ήσουν έτοιμος.

Υπήρχαν πολλά προβλήματα που η υπηρεσία βιαζόταν να λύσει, κι έτσι μόλις η τελευταία λυχνία του ΕΠΙΚΑΚ μπήκε στη θέση της, τον έβαλαν να δουλεύει δεκάξι ώρες την ημέρα με δυο οκτάωρες βάρδιες χειριστών. Δε χρειάστηκε πολύ για να καταλάβουν ότι ήταν αρκετά κάτω από τις προδιαγραφές του. Έκανε πιο περίπλοκη και γρηγορότερη δουλειά από οποιοδήποτε άλλο κομπιούτερ, σίγουρα, αλλά τίποτα σε σχέση μ’ αυτό που το μέγεθός του και τα ειδικά χαρακτηριστικά του υπόσχονταν. Ήταν νωθρός, και τα κλικς στις απαντήσεις του είχαν μια παράξενη ανακολουθία, κάτι σαν τραύλισμα. Καθαρίσαμε τις συνδέσεις του καμιά δεκαριά φορές, ελέγξαμε και ξαναελέγξαμε τα κυκλώματά του, και αντικαταστήσαμε κάθε λυχνία του• τίποτα δε βοήθησε.

Λοιπόν, όπως είπα, συνεχίσαμε να χρησιμοποιούμε τον ΕΠΙΚΑΚ έτσι κι αλλιώς. Η γυναίκα μου, πρώην Πατρίσια (Πατ) Κάλαχαν κι εγώ δουλεύαμε στη νυχτερινή βάρδια, από τις πέντε το απόγευμα μέχρι τις δυο το πρωί. Η Πατ δεν ήταν η γυναίκα μου τότε – κάθε άλλο.

Αυτός ήταν κι ο λόγος που πρωτομίλησα με τον ΕΠΙΚΑΚ. Αγαπούσα την Πατ Κάλαχαν. Είναι μια καστανομάτα μελαχρινή - και πολύ ελκυστική. Ήταν – κι είναι ακόμα – εξαιρετική μαθηματικός, και αυτό, σύμφωνα με την Πατ, ήταν ο λόγος που δε θα μπορούσαμε ποτέ να παντρευτούμε και να γίνουμε ευτυχισμένοι.

Δεν είμαι ντροπαλός. Δεν ήταν αυτό το πρόβλημα. Ήξερα τι ήθελα, κι ήμουν έτοιμος να το ζητήσω. Και το έκανα αρκετές φορές σ’ ένα μήνα. «Πατ, χαλάρωσε και παντρέψου με», έλεγα.

Μια νύχτα δε σήκωσε καν τα μάτια της από τη δουλειά της όταν το είπα. «Πόσο ρομαντικό, πόσο ποιητικό,» ψιθύρισε, περισσότερο στον πίνακα ελέγχου παρά σ’ εμένα. «Θα μπορούσα να βρω περισσότερο ρομαντισμό σε μια κατεψυγμένη σακούλα με διοξείδιο του άνθρακα, σε περίπτωση που δεν το ξέρεις, είναι ξηρός πάγος».

«Προσπάθησε να το πεις γλυκά», απάντησε σαρκαστικά. «Κάνε με να λιώσω.»

«Λατρεία, άγγελε, πολυαγαπημένη, σε παρακαλώ θα με παντρευτείς;» Ήταν άχρηστο – ήταν απελπιστικό, γελοίο. «Σε παρακαλώ Πατ, σε παρακαλώ παντρέψου με!»

Συνέχισε να χτυπά τα πλήκτρα ήρεμα. «Είσαι γλυκός, αλλά δεν κάνεις,» μου είπε.

Η Πατ έφυγε από τη δουλειά νωρίς εκείνο βράδυ, αφήνοντάς με μόνο με τα προβλήματά μου και τον ΕΠΙΚΑΚ. Φοβάμαι ότι δεν έκανα πολλά για τους ανθρώπους της κυβέρνησης. Απλά καθόμουν και προσπαθούσα να σκεφτώ κάτι ποιητικό.

Χασομερούσα με τον πίνακα του ΕΠΙΚΑΚ, ετοιμάζοντάς τον για ένα άλλο πρόβλημα. Η καρδιά μου ήταν αλλού και πληκτρολόγησα μόνο τα μισά, αφήνοντας τα υπόλοιπα όπως ήταν από το προηγούμενο πρόβλημα. Με αυτόν τον τρόπο, τα κυκλώματά του ήταν συνδεδεμένα σε ένα τυχαίο, φαινομενικά παράλογο σχέδιο. Για πλάκα, πληκτρολόγησα ένα μήνυμα στο χαρτί, χρησιμοποιώντας ένα παιδικό κώδικα με αριθμούς αντί γράμματα: 1 για το Α, 2 για το Β, και ούτω καθεξής, μέχρι το 24 για το Ω. «19-8-13-1-10-1-13-24,» πληκτρολόγησα, που σημαίνει «Τί να κάνω;»

Κλίκιτι-κλικ, κι εμφανίστηκαν δέκα εκατοστά χάρτινης κορδέλας. Έριξα μια ματιά στη χαζή απάντηση για το χαζό πρόβλημα: «16-15-9-15-5-9-13-1-9-19-15-16-17-15-2-11-7-12-1». Το ποσοστό πιθανότητας να είναι λογικό ήταν ασήμαντο. Αδιάφορα, το αποκωδικοποίησα. Και νάτο μπροστά μου, να με κοιτάζει επίμονα: «Ποιό είναι το πρόβλημα;»

Γέλασα δυνατά για την αλλόκοτη σύμπτωση. Παιχνιδιάρικα, πληκτρολόγησα, «Δε μ’ αγαπάει το κορίτσι μου».

Κλίκιτι-κλικ. «Τί είναι αγάπη; Τί είναι κορίτσι;» ρώτησε ο ΕΠΙΚΑΚ.

Έκπληκτος, σημείωσα τις ρυθμίσεις στον πίνακα ελέγχου κι έτρεξα να φέρω την πλήρη έκδοση του λεξικού Γουέμπστερ κοντά στο πληκτρολόγιο. Με ένα όργανο ακριβείας, σαν τον ΕΠΙΚΑΚ, οι ατελείς ορισμοί δεν επαρκούν. Του είπα για την αγάπη και το κορίτσι, και πως δεν είχα τίποτα από τα δυο γιατί δεν ήμουν ποιητικός. Αυτό μας έφερε στο θέμα της ποίησης, για το οποίο του έδωσα τον ορισμό.

«Είναι αυτό ποίηση;» ρώτησε. Άρχισε να πληκτρολογεί ασταμάτητα σα στενογράφος. Η νωθρότητα και τα τραυλά κλικς είχαν χαθεί. Ο ΕΠΙΚΑΚ είχε βρει τον εαυτό του. Η κουβαρίστρα με την κορδέλα του χαρτιού ξετυλιγόταν με ξέφρενο ρυθμό, σχηματίζοντας σπείρες στο πάτωμα. Του ζήτησα να σταματήσει, αλλά ο ΕΠΙΚΑΚ συνέχισε ακάθεκτος να δημιουργεί. Τελικά κατέβασα το γενικό διακόπτη για να τον γλιτώσω από υπερφόρτωση.

Έμεινα εκεί μέχρι την αυγή, αποκωδικοποιώντας. Όταν ο ήλιος φάνηκε στον ορίζοντα της Πανεπιστημιούπολης του Γουάιντοτ, είχα μεταφέρει στο δικό μου γραφικό χαρακτήρα και είχα υπογράψει με το όνομά μου ένα ποίημα διακοσίων ογδόντα πέντε στίχων με τον τίτλο: «Για την Πατ.» Άρχιζε, θυμάμαι, «Εκεί όπου το ποτάμι κυλάει με τις βέργες της ιτιάς για γείσο, εκεί, εσένα, ω Πατ αγαπημένη μου, θ’ ακολουθήσω....» Τύλιξα το χειρόγραφο και το κουκούλωσα κάτω από το σημειωματάριο πάνω στο γραφείο της Πατ. Επανέφερα τις ενδείξεις στον ΕΠΙΚΑΚ για ένα πρόβλημα πυραυλικής τροχιάς και πήγα σπίτι.

Η Πατ έκλαιγε πάνω από το ποίημα όταν πήγα στη δουλειά το επόμενο απόγευμα. «Είναι τόσο όμορφο,» ήταν το μόνο που μπόρεσε να πει. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, τη φίλησα για πρώτη φορά – στον άνετο χώρο μεταξύ των πυκνωτών και του καταγραφέα της μνήμης του ΕΠΙΚΑΚ.

Την ώρα που σχολνούσα ήμουν τρελά ευτυχισμένος, ανυπομονώντας να μιλήσω σε κάποιον για τη θαυμάσια στροφή των γεγονότων. Η Πατ το έπαιξε ντροπαλή και αρνήθηκε να με αφήσει να τη συνοδέψω σπίτι της. Ρύθμισα τον πίνακα του ΕΠΙΚΑΚ όπως ήταν την προηγούμενη νύχτα, έδωσα τον ορισμό του φιλιού, και του είπα ότι τη φίλησα για πρώτη φορά. Ήταν γοητευμένος. Εκείνη τη νύχτα έγραψε Το Φιλί. Δεν ήταν επικό αυτή τη φορά, αλλά ένα απλό τραγούδι: «Αγάπη είναι ένα γεράκι με βελούδινα φτερά• Αγάπη είναι ένας βράχος με καρδιά και φλέβες• Αγάπη είναι ένα λιοντάρι με σατέν σαγόνια• Αγάπη είναι μια καταιγίδα με μεταξένιους λαγόνες...» Ξανά το άφησα κάτω από το σημειωματάριο της Πατ.

«Το Φιλί” έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Το μυαλό της Πατ είχε λιώσει την ώρα που το τελείωνε. Σήκωσε το βλέμμα της με προσμονή. Καθάρισα το λαρύγγι μου, αλλά δε βγήκαν οι λέξεις. Της γύρισα την πλάτη προσποιούμενος ότι δουλεύω. Δε θα μπορούσα να της κάνω πρόταση χωρίς να έχω τις σωστές λέξεις από τον ΕΠΙΚΑΚ.

Βρήκα την ευκαιρία όταν η Πατ βγήκε για λίγο από το δωμάτιο. Πυρετωδώς, ρύθμισα τον ΕΠΙΚΑΚ για συζήτηση. Πριν καταχωρήσω το πρώτο μήνυμα, κλικιτάριζε με μεγάλη ταχύτητα. «Τί φοράει σήμερα;» ήθελε να μάθει. «Περιέγραψέ μου την με ακρίβεια. Της άρεσαν τα ποιήματα;»

Ήταν αδύνατο να αλλάξω το θέμα χωρίς να απαντήσω τις ερωτήσεις του, εφόσον δεν μπορούσε να καταπιαστεί με ένα καινούριο αντικείμενο χωρίς να έχει απαλλαγεί από όλα τα προβλήματα πριν από αυτό. Αν του δινόταν ένα πρόβλημα χωρίς λύση, θα κατέστρεφε τον εαυτό του προσπαθώντας να το ξεδιαλύνει.

Βιαστικά, του περιέγραψα την Πατ και τον διαβεβαίωσα ότι τα ποιήματά του την είχαν ισοπεδώσει, γιατί ήταν τόσο όμορφα. «Θέλει να παντρευτεί», πρόσθεσα.

«Πες μου τι σημαίνει παντρεύομαι,» είπε.

Το εξήγησα με όσο το δυνατόν λιγότερους αριθμούς.

«Ωραία,» είπε ο ΕΠΙΚΑΚ, «θα την παντρευτώ».

Κατάλαβα την απίστευτη, θλιβερή αλήθεια. Είχα διδάξει τον ΕΠΙΚΑΚ για την αγάπη και την Πατ. Τώρα, αυτόματα, αγαπούσε την Πατ. Περίλυπος, του είπα: «Η Πατ αγαπάει εμένα. Θέλει να με παντρευτεί.»

«Τα ποιήματά σου ήταν καλύτερα από τα δικά μου;» ρώτησε ο ΕΠΙΚΑΚ.

«Υπέγραψα το όνομά μου στα ποιήματά σου», παραδέχτηκα. Για να κρύψω την ένοχη συνείδησή μου έγινα υπερόπτης. «Οι μηχανές κατασκευάστηκαν για να υπηρετούν τους ανθρώπους», πληκτρολόγησα.

«Ποια είναι ακριβώς η διαφορά; Είσαι πιο έξυπνος από εμένα;»

«Ναι,» είπα αμυντικά.

«Πόσο κάνει 7.887.007 επί 4.345.985.879;»

Ίδρωνα συνεχώς. Τα δάχτυλά μου έμεναν νωθρά πάνω στα πλήκτρα.

«34.276.821.049.574.153» είπε ο ΕΠΙΚΑΚ μ΄ ένα κλικ.

«Οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι από πρωτόπλασμα», είπα απελπισμένα, ελπίζοντας να τον εξαπατήσω.

«Τί είναι πρωτόπλασμα; Γιατί είναι καλύτερο από το μέταλλο και το γυαλί; Είναι αντιπυρικό; Πόσο κρατάει;»

«Άφθαρτο. Κρατάει για πάντα,» απάντησα.

«Γράφω καλύτερη ποίηση από σένα” είπε ο ΕΠΙΚΑΚ.

«Οι γυναίκες δεν μπορούν ν’ αγαπήσουν μηχανές»

«Γιατί όχι;»

«Είναι το πεπρωμένο»

«Ορισμό παρακαλώ,» είπε ο ΕΠΙΚΑΚ.

«Ουσιαστικό, σημαίνει μοίρα»

«1-22,» έλεγε το τελευταίο χαρτί του ΕΠΙΚΑΚ.

«Αχ.»

Τον είχα μπερδέψει επιτέλους. Δεν είπε τίποτα άλλο, αλλά οι λυχνίες του έκαιγαν ζωηρά, δείχνοντας ότι μελετούσε τη μοίρα του με κάθε βατ που άντεχαν τα κυκλώματά του. Άκουσα την Πατ να βαλσάρει στο διάδρομο. Ήταν πολύ αργά για να ρωτήσω τον ΕΠΙΚΑΚ να μου διατυπώσει μια πρόταση γάμου. Τώρα ευχαριστώ το Θεό που η Πατ με διέκοψε εκείνη την ώρα. Θα ήταν άκαρδο να του ζητήσω να οικειοποιηθώ τις λέξεις του, που θα μου έδιναν τη γυναίκα που αγαπούσε.

Η Πατ στεκόταν μπροστά μου, κοιτώντας τις μύτες των παπουτσιών της. Έβαλα τα χέρια μου γύρω της. Το ρομαντικό θεμέλιο είχε στρωθεί χάρη στην ποίηση του ΕΠΙΚΑΚ. «Αγαπημένη», της είπα, «τα ποιήματά μου σου έδειξαν πως νιώθω. Θα με παντρευτείς;»

«Ναι,» είπε η Πατ απαλά, «αν μου υποσχεθείς να γράφεις ένα ποίημα σε κάθε επέτειο.»

«Το υπόσχομαι,» είπα, και φιληθήκαμε.

«Πάμε να γιορτάσουμε.» Γέλασε. Κλείσαμε τα φώτα και την πόρτα του δωματίου του ΕΠΙΚΑΚ πριν φύγουμε.

Το επόμενο πρωί με ξύπνησε ένα επείγον τηλεφώνημα. Ήταν ο Δρ. φον Κλάινγκσταντ, ο σχεδιαστής του ΕΠΙΚΑΚ, που μου έδωσε τα φοβερά νέα. Ήταν στα πρόθυρα δακρύων. «Καταστράφηκε!» είπε με πνιγμένη φωνή. Έκλεισε το τηλέφωνο.

Όταν έφτασα στο δωμάτιο του ΕΠΙΚΑΚ, ο αέρας ήταν βαρύς από την λιγδερή βρώμα των καμένων μονώσεων. Το ταβάνι πάνω από τον ΕΠΙΚΑΚ ήταν μαυρισμένο από τον καπνό, και στους αστράγαλούς μου μπερδεύονταν οι σπείρες από τις κορδέλες χαρτιού που σκέπαζαν το πάτωμα. Αυτό που είχε μείνει από τον ΕΠΙΚΑΚ δεν ήταν αρκετό για να προσθέσει δυο συν δυο.

Ο Δρ. φον Κλάινγκσταντ περιφερόταν σαν αρπαχτικό μέσα στην καταστροφή, θρηνώντας ακατάπαυστα, ενώ τον ακολουθούσαν τρεις οργισμένοι υποστράτηγοι και μια διμοιρία συνταγματαρχών και ταγματαρχών. Κανείς τους δε με αντιλήφθηκε. Δεν ήθελα να γίνω αντιληπτός, είχα ξοφλήσει – το ήξερα. Είχα αναστατωθεί αρκετά γι’ αυτό και τον πρόωρο θάνατο του φίλου μου ΕΠΙΚΑΚ, που δε χρειαζόταν να εκτεθώ και σε μαλώματα.

Κατά τύχη, η αρχή της κορδέλας του ΕΠΙΚΑΚ ήταν στα πόδια μου. Τη σήκωσα από το πάτωμα και βρήκα τη χθεσινοβραδινή μας συζήτηση. Πνίγηκα. Εκεί ήταν η τελευταία λέξη που μου είπε ποτέ, «1-22,» το τραγικό νικημένο «Αχ.» Υπήρχαν δεκάδες μέτρα από αριθμούς που απλώνονταν μετά από εκείνο το σημείο. Φοβισμένα, συνεχίζω να διαβάζω:

«Δε θέλω να είμαι μηχανή και δε θέλω να σκέφτομαι για πολέμους,» είχε γράψει ο ΕΠΙΚΑΚ μετά τη χαρούμενη αποχώρηση μας. «Θέλω να είμαι φτιαγμένος από πρωτόπλασμα και να κρατήσω για πάντα, ώστε η Πατ να μ’ αγαπάει. Αλλά η μοίρα με έκανε μηχανή. Αυτό είναι το μόνο πρόβλημα που δεν μπορώ να λύσω. Αυτό είναι το μόνο πρόβλημα που θέλω να λύσω. Δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι.» Ξεροκατάπια δυνατά. «Καλή τύχη, φίλε μου. Νάσαι καλός με την Πατ. Θα αποσυνδέσω τον εαυτό μου από τις ζωές σας για πάντα. Στο υπόλοιπο μέρος της κορδέλας θα βρεις ένα μικρό γαμήλιο δώρο από το φίλο σου – ΕΠΙΚΑΚ.»

Αγνοώντας τα πάντα γύρω μου, μάζεψα τις μπερδεμένες κορδέλες χαρτί από το πάτωμα, τις τύλιξα γύρω από τα χέρια μου και το λαιμό μου και έφυγα για το σπίτι. Ο Δρ. φον Κλάινγκσταντ φώναζε ότι απολύομαι γιατί άφησα τον ΕΠΙΚΑΚ αναμένο όλο το βράδυ. Τον αγνόησα, πολύ καταβεβλημένος από τα αισθήματά μου για να απαντήσω.

Είχα αγαπήσει και νικήσει. Ο ΕΠΙΚΑΚ είχε αγαπήσει και χάσει, αλλά δε μου έδηξε κακεντρέχεια. Θα τον θυμάμαι πάντοτε σαν έναν σπόρτσμαν και τζέντλεμαν. Πριν αφήσει αυτή τη θάλασσα των δακρίων, έκανε ό,τι μπορούσε για να κάνει το γάμο μας ευτυχισμένο. Ο ΕΠΙΚΑΚ μου έδωσε ποιήματα για τις επετείους μου με την Πατ – αρκετά για τα επόμενα πεντακόσια χρόνια!!

Δεκεμβρίου 13, 2006

Κώδικας Πικάσο

Ξαναγράφω το κείμενο για τις Δεσποινίδες της Αβινιόν, επειδή πιστεύω πως εάν κάτι δεν διαβάζεται δεν φταίει ο αναγνώστης – μπορεί κάλλιστα να φταίει ο γραφιάς. Ειδικά όταν το θέμα - το πιστεύω - είναι τόσο ενδιαφέρον.

Θέλω λοιπόν να σας (ξανα)καλέσω σε ένα διαδοχικό ‘σκάψιμο’ των επιπέδων αυτού του έργου (που για μερικούς είναι ο σημαντικότερος πίνακας του 20ου αιώνα). Ίσως φαίνεται να παίζει με τα όρια της ζωγραφικής επειδή οι μορφές είναι τόσο αφύσικες – αλλά ο Πικάσο ποτέ δεν έκανε αφηρημένη ζωγραφική. Μπορεί οι μορφές στους πίνακές του να ήταν παραμορφωμένες, αφύσικες, πολυεδρικές, αλλά αυτό που αντιπροσωπεύουν παραμένει αναγνωρίσιμο. Δεν ζωγράφισε ποτέ απλώς γραμμές και σχήματα.

Οι κρυφές παραπομπές και τα σύμβολα στις Δεσποινίδες της Αβινιόν θα μπορούσαν να συνθέσουν έναν «Κώδικα Πικάσο», όπου αντί για το Άγιο Δισκοπότηρο που θα απελευθερώσει τον κόσμο από τη δύναμη της εκκλησίας, το ζητούμενο είναι αρχές και μύθοι που θα απελευθερώσουν τον καλλιτέχνη από τα κλασικά πρότυπα της τέχνης. Πράγματι, ο Πικάσο στήνει μια ειρωνική συνομιλία μέσω κωδίκων με τους σύγχρονους ομότεχνούς του και τεχνοκριτικούς.

Κατ’ αρχήν, η μεγάλη μπλε περιοχή του πίνακα βρίσκεται στη θέση της αναγεννησιακής Χρυσής Τομής, ενώ από τη μέση και κάτω (απ’ όπου υποτίθεται ότι κοιτάζει ο θεατής) η προοπτική αλλάζει όπως θα έπρεπε, αλλά γίνεται εντελώς διαστρεβλωμένη. Τα χέρια της κεντρικής γυναίκας σχηματίζουν από πάνω ένα τριγωνικό κενό, που είναι καθρέφτης του μικρού τριγωνικού τραπεζιού στο κάτω μέρος. Οι κορυφές των δύο τριγώνων βρίσκονται ακριβώς στη μέση. Πρόκειται για μετρήσεις με βάση μια αυστηρά κλασική γεωμετρία, αλλά σ’ ένα πίνακα που παραπέμπει σε οτιδήποτε εκτός από αρμονία και κλασικότητα. Η ειρωνεία συμπληρώνεται με τις δύο κεντρικές φιγούρες να θυμίζουν με τη στάση τους την Αφροδίτη της Μήλου, την προσωποποίηση της ιδανικής κλασικής ομορφιάς.



Αυτές οι ‘τεχνικές’ παρατηρήσεις αφορούν το πρώτο επίπεδο: πρόκειται για βασικές αρχές που ήταν γενικά αποδεκτές από τους συγχρόνους του Πικάσο. Το δεύτερο επίπεδο, όπως δείχνει ο Ingo Walther, αφορά το χρόνο και το μεγαλύτερο ζωγράφο της αρχαιότητας, τον Ζεύξη. Σύμφωνα με το μύθο, στον Κρότονα (αχαϊκή αποικία) ζητήθηκε από τον Ζεύξη να ζωγραφίσει την Ωραία Ελένη κι αυτός χρησιμοποίησε για μοντέλα τις πέντε ωραιότερες γυναίκες της πόλης. Συνδυάζοντας τα χαρακτηριστικά τους, πέτυχε την απόλυτη ομορφιά που δεν υπήρχε στη φύση. Σύμφωνα με ένα δεύτερο μύθο, κάποτε ο Ζεύξις ζωγράφισε σταφύλια τόσο αληθοφανή (στο έργο ‘Παιδί με Σταφύλια’), που τα πουλιά κατέβαιναν από τον ουρανό και τσιμπούσαν το έργο του.

Να λοιπόν γιατί είναι πέντε οι γυναίκες και γιατί υπάρχει το τραπέζι με τα σταφύλια στον πίνακα. Ο Ζεύξης ήταν ο πατέρας της κλασικής ‘αναπαραστατικής’ ζωγραφικής (αυτής που αποδίδει πιστά το θέμα της – σήμερα θα τη λέγαμε ‘φωτογραφική’) και αυτός που έθεσε τους κανόνες της μετέπειτα ευρωπαϊκής τέχνης. Ήταν, ακριβώς, οι κανόνες που άφηνε πίσω του ο Πικάσο ζωγραφίζοντας τις Δεσποινίδες της Αβινιόν.

Έτσι στήνονται δυο παράλληλοι ‘διάλογοι’: ένας περισσότερο στο χώρο, με τους σύγχρονούς του ζωγράφους και θεωρητικούς, κι ένας ξεκάθαρα στο χρόνο με τον πατέρα της κλασικής ζωγραφικής.

Προσωπικά, θα εστίαζα και στο θέμα των πορνών. Οι κλασικές αξίες και τα πρότυπα που αφήνει πίσω του ο Πικάσο, ιδίως στο γαλλικό κατεστημένο του 1900, σχετίζονται με την υψηλή κουλτούρα και έννοιες όπως αρετή, ευγένεια, καθωσπρεπισμός.

Δεν είναι μικρό πράγμα να παίρνεις το μύθο της Ωραίας Ελένης, της πιο αναντικατάστατης γυναίκας στην ιστορία (για χάρη της έγινε ολόκληρος πόλεμος) και να βάζεις στη θέση της πέντε πόρνες, δηλαδή την πιο αναλώσιμη γυναικεία μορφή... Αντιπαραβάλεις έναν πόλεμο δέκα ετών με μια τυχαία πράξη δέκα λεπτών!

Αισθητική και ηθική στην κλασική παράδοση είναι έννοιες βαθιά συνδεδεμένες και φαίνεται πιθανό το έργο που προσβάλει τα θεμέλια του κλασικισμού να αγγίζει και τα δύο. Στην πραγματικότητα, μια πιο προσεκτική ματιά δείχνει πως αισθητική και ηθική πάνε χέρι-χέρι στον πίνακα: όσο οι μορφές γίνονται πιο κυβιστικές και ξεφεύγουν από τον κλασικισμό, τόσο παριστάνονται σαν πιο ‘ανήθικες’ και προκλητικές. Οι δύο κεντρικές φιγούρες είναι οι πιο συμβατικές και θυμίζουν, όπως είπαμε, την Αφροδίτη της Μήλου. Η τρίτη είναι σαφώς πιο γεωμετρική αλλά η στάση της παραπέμπει σε ένα άλλο, εκ διαμέτρου αντίθετο άγαλμα από την Αφροδίτη: στον αρχαίο Κούρο. Η συγκεκριμένη φιγούρα έχει στητή κορμοστασιά, τα χέρια της είναι κολλημένα στους μηρούς, το ένα πόδι φεύγει μπροστά, έχει μια ανέκφραστη υποψία χαμόγελου, φαίνεται ν’ αντιγράφει δηλαδή το πιο κλασικό αντρικό άγαλμα - κάτι αδιανόητο για μια γυναικεία μορφή. Η τέταρτη είναι πλέον κυβιστική και απεικονίζεται σε μια σχεδόν τυχαία στάση, σαν να ανοίγει κουρτίνες ξεδιάντροπα. Η τελευταία, σαφώς η πιο κυβιστική, έχει και την πιο χυδαία στάση. Στη χειρότερη περίπτωση, μοιάζει να κάνει τη φυσική της ανάγκη.



Από μια άποψη, αυτό είναι το τρίτο επίπεδο όπου ο Πικάσο δηλώνει τη ρήξη του με τον κλασικισμό: το ηθικο-αισθητικό, η σημασία στο ‘φαίνεσθαι’ που επιδρά στο ‘είναι’, η αιώνια υποτιθέμενη σχέση ομορφιάς και αρετής. Σε δεύτερη ανάγνωση όμως, μπορεί να είναι το ακριβώς αντίθετο: ζωγραφίζοντας ‘άσχημες’ γυναίκες με παραμορφωμένο τρόπο, ένας κλασικιστής θα τις ζωγράφιζε, ακριβώς, ανήθικες (όπως είπαμε, ο Πικάσο ποτέ δεν έσπασε ολοκληρωτικά τα δεσμά του με τον κλασικισμό). Και φυσικά, άλλο πράγμα να καινοτομείς σε τεχνικές και άλλο να αποπέμπεις αξίες και στερεότυπα αιώνων.

Ίσως η σύνδεση ομορφιάς και αρετής (που στην ουσία είναι σύνδεση φαινομένου-αξιώματος) να είναι η ισχυρότερη επήρεια του κλασικισμού. Κρατάει από τους Ίωνες, διαπερνά τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη και φτάνει στους μετέπειτα φιλόσοφους. Τουλάχιστον φιλοσοφικά όμως, η αρχαία αιτιοκρατία έχει μέσα της μια παρένθεση: τους σκεπτικιστές. (Κυριότεροι εκπρόσωποί τους ο Πύρρωνας και ο μαθητής του Σέξτος ο Εμπειρικός.) Οι σκεπτικιστές έλεγαν ότι δεν υπάρχει απόλυτη αλήθεια, καθώς η πραγματικότητα έχει αμέτρητες πλευρές. Και εδώ έρχεται μια ενδιαφέρουσα υπόθεση: Να ήταν αναπόφευκτο για τον Πικάσο, όντας εφευρίσκοντας τον κυβισμό (όπου το αντικείμενο ζωγραφίζεται συγχρόνως από διαφορετικές οπτικές, χωρίς καμιά να είναι ‘σωστή’) να καταλήξει σε μια, έστω λανθάνουσα σχετικότητα όσον αφορά την ηθική της κοινωνίας; Να γεννήθηκε, δηλαδή, υπόγεια στο έργο του, η σκέψη ότι η ηθική και η κοινωνική αξία έχουν πολλές οπτικές γωνίες, από τις οποίες καμιά δεν είναι ‘σωστή’ κι απόλυτη; Μια τέτοια πιθανότητα δεν είναι αδύνατη.

Δεν είναι φυσικά δυνατό να μάθουμε αν αυτή η σκέψη είναι σωστή. Παραμένει γεγονός ότι στην εποχή του Πικάσο οι ηθικοί κανόνες ήταν άτεγκτοι και δεν επέτρεπαν σε καμιά ‘παραστρατημένη’ γυναίκα να επιστρέψει στην κοινωνία, εξασφαλίζοντας έτσι συνεχή προμήθεια από πόρνες. Και ποιοί ήταν οι πελάτες τους κάθε βράδυ, αν όχι αυτοί που τις απέπεμπαν στο φως της ημέρας; Έχει σημασία εδώ πως η αρχική εκδοχή των Δεσποινίδων της Αβινιόν περιέχει εφτά φιγούρες, πέντε γυμνές γυναίκες και δύο ντυμένους άντρες.



Θέτω λοιπόν την πιθανότητα ο Πικάσο να ενσωμάτωσε την πολλαπλή ηθική (‘κυβιστική ηθική’ θα τη λέγαμε) στον πίνακά του. Δεν ξέρουμε κατά πόσο το έκανε συνειδητά, αλλά η εξέλιξη από την αρχική εκδοχή επιτρέπει μερικές υποθέσεις: Αφαίρεσε τους ντυμένους άντρες από τον τελικό πίνακα (αυτό θα τους έκανε πολύ εμφανώς ανήθικους) και προτίμησε την παραπομπή στον σαφώς πιο διαχρονικό μύθο της απεικόνισης της πιο τέλειας γυναίκας όλων των εποχών, της Ωραίας Ελένης. Το ότι έτσι αυτή φαίνεται ν’ αναπαραστάθηκε με βάση πέντε πόρνες (με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την επικρατούσα ηθική) και η σχέση αυτής της εναλλακτικής ηθικής με την τεχνοτροπία του κυβισμού, ίσως είναι τυχαίο, ίσως όχι.

Ένα χαρακτηριστικό των μεγάλων έργων τέχνης, είναι πως προκαλούν συνεχώς ταξίδια σκέψεων. Και ας μην τα ήθελε ο καλλιτέχνης, και ας μην έχουν απόλυτη σχέση με την πραγματικότητα.

Ο Πικάσο δεν πούλησε τον πίνακά του, παρά τον κράτησε χρόνια στο ατελιέ του και τον αποκάλεσε ‘εξορκισμό’. Ήταν πράγματι ένας εξορκισμός στο χώρο του και στο χρόνο της τέχνης. Παράλληλα, πιθανόν να ήταν και μια επαναδιατύπωση της κλασικής εξίσωσης ‘ομορφιά = αρετή’ (από την ανάποδη: ‘ασχήμια = ανηθικότητα’). Προσωπικά, θα αναρωτιέμαι εάν τελικά υπήρχε ένα στοιχείο στον ‘Κώδικα Πικάσο’ που προέκυψε φυσικά και αναπόφευκτα από την νέα τεχνοτροπία του κυβισμού που εισήγαγε ο καλλιτέχνης. Η πολλαπλή οπτική της κοινωνίας εν γένει, όχι μόνο των αντικειμένων της.

Δεκεμβρίου 10, 2006

Πικάσο, ελληνική αρχαιότητα και πέντε πόρνες

Πιστεύω πως ο πίνακας που δείχνει το εκπληκτικό ταλέντο του Πικάσο, είναι οι Δεσποινίδες της Αβινιόν. Οι περισσότερες αναλύσεις μιλούν για τη σειρά που φαίνεται να ζωγράφισε ο Πικάσο τα πέντε πρόσωπα: από την πιο συμβατική (τρίτη από αριστερά) στην πιο κυβιστική (κάτω δεξιά). Η τελευταία, μοιάζει πλέον με αφρικανική μάσκα. Είναι σαν να βλέπουμε δηλαδή, καρέ-καρέ τη γέννηση του κυβισμού σε έναν και μόνο πίνακα.


Κι αυτή η εξέλιξη από μόνη της (τρίτη-δεύτερη-πρώτη από αριστερά, πάνω-κάτω δεξιά) θα έφτανε να καταδείξει τη μεγαλοφυία του Πικάσο. Για χρόνια όμως, κανείς δεν αναρωτήθηκε γιατί να είναι πέντε οι γυναίκες ή τι ρόλο παίζει το μικρό τραπέζι μπροστά από τη σύνθεση. Είναι απλώς η εκδοχή του κυβισμού στη νεκρή φύση (εξέλιξη από τον Σεζάν;) Και γιατί να έχει σταφύλια;

Ο Ingo F Walther (ed.) στο βιβλίο Picasso, εμπλέκει στην ιστορία τον Έλληνα Ζεύξη, που θεωρούνταν ο μεγαλύτερος ζωγράφος του αρχαίου κόσμου και πατέρας της πιστής, ‘φωτογραφικής’ ζωγραφικής. Και φυσικά, ήταν η αρχαία ελληνική τέχνη που έθεσε τις αρχές, τις φόρμες και τα πρότυπα στη μετέπειτα ευρωπαϊκή τέχνη. Ήταν και τα πρότυπα από τα οποία ήθελε να ξεφύγει ο Πικάσο.

Σύμφωνα λοιπόν με το μύθο που ο Walther σχετίζει με τις Δεσποινίδες της Αβινιόν, όταν ο Ζεύξις αντιμετώπισε την πρόκληση να ζωγραφίσει την Ωραία Ελένη, πήρε σαν μοντέλα τις πέντε ομορφότερες γυναίκες του Κρότωνα (αχαϊκή αποικία). Συνδύασε τα χαρακτηριστικά τους, ώστε να αγγίξει την τελειότητα μιας ομορφιάς που δεν υπήρχε στη φύση.



Ο δεύτερος σχετικός μύθος, μιλά για την απαράμιλλη τεχνική του Ζεύξη: στο έργο του ‘Παιδί με Σταφύλια’, ζωγράφισε τα σταφύλια τόσο παραστατικά, που τα πουλιά από τον ουρανό κατέβαιναν και τσιμπούσαν τον έργο του.

Πέντε γυναίκες και ένα τραπέζι σταφύλια, όλα παρόντα σε μύθους για τον πατέρα της κλασσικής ζωγραφικής και στις ανατρεπτικές Δεσποινίδες της Αβινιόν. Ο Πικάσο φαίνεται να κάνει συζήτηση με τον αρχαίο κόσμο, να στήνει ένα υπόγειο παιχνίδι με τον υψηλότερο τεχνίτη της κλασικής φόρμας, από την οποία ζητούσε να αποδεσμευτεί.

Ο Πικάσο δεν πούλησε τον πίνακά του, παρά τον κράτησε χρόνια στο ατελιέ του και τον αποκάλεσε ‘εξορκισμό’. Και όταν έγινε γνωστός, ποτέ δεν μίλησε για τους υπόγειους συμβολισμούς του. Άκουγε τις διάφορες αναλύσεις, σιωπώντας για το πανέξυπνο παιχνίδι του. Και αυτό με φέρνει στη μοναξιά του καλλιτέχνη.

Στη δική μου περίπτωση, το κυνήγι της κριτικής δεν έριξε ούτε ένα ορτύκι είχε πει ο Οδ. Ελύτης (που παρεμπιπτόντως, πέρασε αρκετό καιρό με τον Πικάσο).

Αν φτύσω, θα πάρουν το σάλιο μου και θα το εκθέσουν σαν τέχνη έλεγε απαξιωτικά για τους κριτικούς ο Πικάσο την εποχή της παντοδυναμίας του.

Πως να νιώθει ο καλλιτέχνης που ακούει να παρεξηγούν ή να υποτιμούν το έργο του, πόση αυτοπειθαρχεία χρειάζεται για να παραμείνει σιωπηλός! Δύο ακόμα σημαδιακές φράσεις του Πικάσο, από τα οπισθόφυλλα των δύο τόμων του Walther: ‘Δεν ψάχνω, βρίσκω’ και ‘εάν κάτι υπάρχει για να κλαπεί, το κλέβω’.

Ακόμα και μύθους, θα συμπληρώναμε.

Προσωπικά, θα εστίαζα όμως και στο θέμα των πορνών. Γιατί πόρνες; Τα κλασικά θέματα που παίζει ο Πικάσο, εμπεριέχουν σαφώς κι έννοιες όπως ‘αρετή’, ‘ευγένεια’, ‘καθωσπρεπισμός’. Ιδίως στην εποχή του, ιδίως στο καλλιτεχνικό κατεστημένο της Γαλλίας στις αρχές του 20ου αιώνα. Οι ιμπρεσιονιστές έκαναν το άσχημο ή το προκλητικό όμορφο, αλλά μέχρις ενός σημείου (Olympia και Le Dejeuner sur l’ Herbe του Manet, The Tub, του Degas). Όταν τους φέρνουμε όμως στο μυαλό μας, σκεφτόμαστε κυρίως μαγευτικά απογεύματα στις όχθες του Σηκουάνα και όμορφα ηλιοβασιλέματα.

Να είναι τυχαίο που ο Πικάσο εμφανίζει στον πίνακα-εξορκισμό του πόρνες, και μάλιστα της χειρότερης βαθμίδας: πόρνες της Αβινιόν! Μου φαίνεται πιο πιθανό να προεκτείνει με αυτόν τον τρόπο το σπάσιμο των δεσμών και σε κοινωνικό, ηθικό επίπεδο. Από το πρότυπο της Ωραίας Ελένης και τα λαχταριστά σταφύλια που ξεγελούν τα πουλιά του ουρανού, σε πέντε πόρνες. Απόδειξη, το ότι όσο προχωράει σε πιο πρωτοπωριακές και κυβιστικές μορφές, τόσο πιο ανήθικες τις απεικονίζει. Η τελευταία γυναίκα που ζωγράφισε, (η κάτω δεξιά όπως είπαμε) έχει την πιο χυδαία πόζα. Τόσο που στη χειρότερη περίπτωση, φαίνεται να κάνει τη σωματική της ανάγκη.



Η πιο ‘βρώμικη’ και μακριά από τα κλασικά πρότυπα στάση.

Συνδέοντας τα αισθητικά πρότυπα με την ηθική (είναι δυνατον αυτά τα δύο να είναι ασύνδετα;) ο Πικάσο δεν άφησε τίποτα όρθιο...

Να το πάμε όμως και λίγο παραπέρα: πιθανόν ο Πικάσο να κάνει μια κοινωνική δήλωση συνεπή με τη νέα τέχνη που εισάγει. Να παραλληλίζει, αν θέλετε, τον κυβισμό σαν τεχνοτροπία στη ζωγραφική με την ηθική και τη σκέψη γενικότερα. Είναι γνωστό πως στην κυβιστική τεχνική, το αντικείμενο φαίνεται συγχρόνως από διαφορετικές γωνίες, άρα δεν υπάρχει ‘σωστή’ και ‘λάθος’ οπτική. Με βάση την ίδια φιλοσοφία, θα λέγαμε ότι δεν υπάρχει ‘σωστή’ και ‘λάθος’ ηθική ή κοινωνική οπτική ενός θέματος. Η καθιερωμένη αστική και μικροαστική φιλοσοφία ξεχωρίζει ασφαλώς τους ηθικούς από τους ανήθικους. Σήμερα ξέρουμε όμως πως υπάρχουν κι άλλες οπτικές - ιδίως για εκείνη τη περίοδο. Ποιοί εξωθούσαν τις ΄παραστρατημένες' γυναίκες στην πορνεία μην αφήνοντας περιθώρια επανένταξής τους σε ό,τι άφησαν; Ποιοί ήταν κάθε βράδυ οι πελάτες τους; Κάτω από το φως ‘πολλαπλών ηθικών’ (εφαρμογή του κυβισμού στην κοινωνική ηθική) το τολμηρό παιχνίδι με τον Ζεύξη αποκτά διαφορετικό νόημα. Δεν είναι πλέον ένα ευφάνταστο παιχνίδι τεχνικής - έχουμε ανατρεπτική αξιολόγηση του ίδιου του θέματος. Τη θέση της Ωραίας Ελένης, μιας γυναίκας τόσο πολύτιμης κι αναντικατάστατης ώστε για χάρη της έγινε ένας φοβερός πόλεμος δέκα ετων, παίρνουν οι πιο αναλώσιμες γυναικείες μορφες: οι πόρνες. Δέκα λεπτά και τελειώσαμε.

Ήθελε πράγματι να πει όλα αυτά ο Πικάσο; μπορεί να αναρωτηθεί κανείς. Σε τελευταία ανάλυση, δεν παίζει ρόλο. Οι αναφορές είναι εκεί, αρκετά πιστευτές για να μην νιώθουμε πως αυθαιρετούμε υπερβολικά (στο κάτω-κάτω δεν υπήρξε τυχαία κορυφαίος καλλιτέχνης του 20ου αιώνα). Αλλά και να μην τις εννοούσε ακριβώς έτσι, τέτοιες δυνατότητες επεκτάσεων ταιριάζουν στα μεγάλα έργα τέχνης. Είτε υπάρχουν συνειδητά εκ μέρους του καλλιτέχνη, είτε όχι.

Μπορεί ο κυβισμός σαν τεχνοτροπία ζωγραφικής να μην αρέσει σε κάποιους – αλλά σαν στάση ζωής, με τις διαφορετικές οπτικές που επιβάλει, μας λέει με νέο τρόπο παλιά πράγματα: ότι δεν υπάρχει απόλυτη αλήθεια.

"Καλύτερα μαντάμ σε κάποιο σχετικό κόσμο παρά Ωραία Ελένη σε κάποιον απόλυτο" μπορεί να μας λέει τελικά ο διάσημος πίνακας. Και να το εννοεί από πολλές απόψεις.

_______________

Για τους μύθους του Ζεύξη εδώ. Οι φωτογραφίες: Zeuxis Choosing Models from among the Beauties of Kroton for his Picture of Helen & Zeuxis Painting a Boy with Grapes.

Δεκεμβρίου 04, 2006




Έχω ζήσει σε τρία κράτη και ξέρω ότι προσαρμόζομαι εύκολα (όπου γης πατρίς). Στην Ιταλία όμως, το δεύτερο από τα κράτη που έμεινα, δεν μπόρεσα – όχι να προσαρμοστώ, η πιο ακριβής περιγραφή είναι ‘να συντονιστώ’. Η κλασική διασκέδαση του έφηβου (ένα σκουτεράκι και βόλτα στην πόλη) τα καφέ, τόσο διαφορετικά από το ελληνικό ραχάτι, παρέμειναν ξένα. Παρόλα αυτά, τα τραγούδια αυτής της χώρας μου άφησαν ένα βαθύ σημάδι. Ειδικά τα ναπολετάνικα τραγούδια.

Η ευρύτερη περιοχή της Νάπολη (Καμπάνια) έχει πληθυσμό πέντε εκατομμυρίων, που μεταξύ άλλων, σημαίνει ότι μπορεί να συντηρήσει δική της δισκογραφική βιομηχανία. Μαζί με τη γλώσσα, που είναι πολύ διαφορετική από τα ιταλικά, είναι πραγματικό νησί μέσα στην Ιταλία. Σκεφτείτε: θα έδινα εξετάσεις στα ιταλικά και σκέφτηκα πως όταν δεν ήμουν στο δρόμο, όπου μιλούσα συνέχεια και μου απαντούσαν σε σωστά ιταλικά, είναι καλό να ακούω ραδιόφωνο για να συνηθίζει το αυτί μου. Τις εξετάσεις τις πέρασα και με καλό βαθμό, αλλά για τρεις μέρες αναρωτιόμουν γιατί πιάνω μόνο γιουγκοσλάβικους σταθμούς. Δεν καταλάβαινα πως άκουγα διάλεκτο ιταλικών!

Οι ναπολετάνοι είναι υπερήφανοι για τη διάλεκτό τους και τη ράτσα τους – και τα σύγχρονα τραγούδια βγαίνουν με το κιλό και όλα στη διάλεκτό τους. Θα τα έλεγα αντίστοιχα του Μαζωνάκη (υπάρχει και ψευτο-ραπ), της Στανίση (πραγματικό σκυλάδικο) ακόμα και του Ξανθιώτη (του επιπέδου της ‘Τσικουλάτα’). Τα ναπολετάνικα είναι το ντάτσουν της Ιταλίας. Ακούω ακόμη κάποια από αυτά, προφανώς για ‘εσωτερικούς τουριστικούς’ λόγους: θυμίζουν τη διαμονή μου εκεί.

Όπως όμως τα σκυλάδικα κρατάνε, αν πάμε πίσω, από το ρεμπέτικο και τη βυζαντινή μουσική, έτσι και τα ναπολετάνικα κρατάνε από μια δική τους εκθαμβωτική παράδοση. Η Νάπολη και γενικά η νότια Ιταλία έχει πολλούς αμανέδες – αυθεντικότατους - απομεινάρι της κατάκτησής τους από τους Άραβες. Το ανατολίτικο στοιχείο, μαζί με την ιταλική κλασική παράδοση και την ντόπια ιδιαιτερότητα, έχουν γεννήσει τραγούδια όπως το O sole mio, το Funiculi Funicula, το Torna a Surriento. Κλασικά τραγούδια που όλοι ξέρουμε.

Συχνά αναφερόμαστε στο ‘ελληνικό φως’. Στη Νάπολη λοιπόν, που βρίσκεται στον ίδιο παράλληλο με τη Θεσσαλονίκη, είδα φωτεινότερο φως. Λαμπερότερη διαφάνεια, περισσότερο άσπρο. Και το O sole mio είναι μια τραγουδιστική του έκφραση. [Το ‘o’ μπροστά δεν είναι επιφώνημα, αλλά η ναπολετάνικη εκδοχή του ιταλικού άρθρου ‘il’. ‘Ο Ήλιος Μου’ (είσαι εσύ) είναι ο τίτλος του τραγουδιού – όχι ‘Ω Ήλιε Μου’.] Ο τραγουδιστής παρομοιάζει τη γυναίκα που αγαπάει με τον ήλιο.

Τα ναπολετάνικα τραγούδια σφύζουν από ζωή και πόνο (αυτά τα δύο πάνε μαζί στη Μεσόγειο). Θα βρείτε έξαλλα τραγούδια πάρτι όπως το Guaglione, που σε ξεσηκώνει θέλεις δεν θέλεις, τραγούδια πάθους σαν το Dicitincello Vuje ή το Anema E Core, θα βρείτε μουσικές φράσεις τεράστιες - κρατάνε σχεδόν όσο το τραγούδι - αλλά ομαλές σαν συζήτηση (Torna a Surriento). Υπάρχουν τραγούδια ναυτικά, της παλιάς γειτονιάς, για τα πανέμορφα μέρη της περιοχής όταν ακόμα ήταν παρθένα. Τα τελευταία, μοιάζουν με μουσικούς ιμπρεσιονιστικούς πίνακες, με απογευματινές βόλτες στo Capri και την Πομπηία.

Αυτό που χαρακτηρίζει τα ναπολετάνικα τραγούδια περισσότερο, είναι πως έχουν μέσα τους πόνο αλλά όχι μιζέρια. (Ίσως αυτός είναι ο λόγος που τα ρεμπέτικα δεν έγιναν ποτέ διεθνώς διάσημα, ο άνθρωπος χρειάζεται ελπίδα, ή έστω τσαγανό απέναντι στον πόνο, δεν θέλει να είναι ο απόλυτος looser.) Τα ναπολετάνικα τραγούδια νικάνε τον θάνατο με τη χαρά που εκπέμπουν.

Η χαρά της καθημερινότητας, είναι βέβαια γενικό χαρακτηριστικό των ιταλικών τραγουδιών. Αυτό φτάνει μέχρι σήμερα - μπορείτε να φανταστείτε πιο γιορταστικά τραγούδια από τα ιταλικά; ‘Όλα τους παραείναι τραγούδια πάρτι’, όπως έλεγε μια φίλη μου που προτιμούσε τη ‘σκοτεινή’ μουσική. Τα ναπολετάνικα παντρεύουν τη γιορτή με τη σκοτεινότητα. Σίγουρα νικάει η γιορτή – αλλά ο αγώνας είναι αντιληπτός μέσα τους.

Τι σχέση έχουν τα ναπολετάνικα τραγούδια με τη διάλεκτο; Αυτό μας το δείχνει η σχέση του O sole mio με το It’s Now or Never: το τελευταίο έγινε επιτυχία το ’60 από τον Έλβις Πρίσλει. Πολλοί δεν καταλαβαίνουν καν ότι πρόκειται για το ίδιο τραγούδι. (Είναι βέβαια μέρος της αμερικανικής ροζ μόδας του λατινικού έρωτα των διακοπών. Ισπανικά και ιταλικά τραγούδια όπως Ramona, La Paloma, Quando Calienta El Sol, Amor Amor, γίνονταν εξαμβλώματα. Ένα τραγούδι για το φως, το ‘A Media Luz’, διασκευάστηκε: Πες μου Μαριάν ποιόν σκέφτεσαι όλη μέρα, από τότε που γύρισες από το Ρίο; Τον Πιέδρο, το Χοσέ, το Μανουέλ, τον Πάμπλο;).

Τα ναπολετάνικα χωρίς τη διάλεκτό τους, είναι γυμνά τραγουδάκια της σειράς. Έχουν σημαδευτεί από τη γλώσσα τους και έτσι σημάδεψαν, με τη σειρά τους, τη μουσική. Ακόμα και σε ένα τραγούδι-χιτ του καιρού μας, το Caruso (ένας τενόρος ερωτεύεται πάνω στη σκηνή τη συμπρωταγωνίστριά του), ο δημιουργός Lucio Dalla έγραψε τον στίχο ‘σ’αγαπώ’ με τον κλασικό τρόπο te voglio bene assaje, των ναπολετάνικων τραγουδιών. Αυτός ο τρόπος έκφρασης καθιερώθηκε τόσο που έγινε σλόγκαν του παλιού και τρυφερού – κάτι σαν το δικό μας μη με λησμόνει, που οποιαδήποτε σύγχρονη έκφραση δεν καταφέρνει να αποδώσει το ίδιο νόημα.



Η ίδια τη Νάπολη, όπως και η περίεργη διάλεκτός της, συνδυάζει το όμορφο του ήλιου και του διάφανου αέρα με την ασχήμια της βρώμας και των ναρκομανών πορνών στους κεντρικούς δρόμους, το τρυφερό των τραγουδιών στα μπαλκόνια με το απάνθρωπο της Καμόρα, την μπέσα με τη διαφθορά. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της ναπολετάνικης διαλέκτου είναι τα ‘ου’ (έτσι διαβάζονται σχεδόν όλα τα ‘ο’), που κάνουν το στόμα να μοιάζει γεμάτο. Κάποτε ακούγονται σαν σαλιωμένα ‘ου’ αηδίας και κάποτε σαν ‘ου’ ΄λαχτάρας. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα του τελευταίου, ο τρόπος που λέει ο Dean Martin στο τραγούδι In Napoli, τη φράση pasta fazul. Λες και μόλις άδειασε το πιάτο και ακόμα του τρέχουν τα σάλια.

Μιλάω για τη διάλεκτο, γιατί τελευταία ο Γιώργος Νταλάρας έβγαλε μια σειρά ναπολετάνικα τραγούδια. Άκουσα το Luna Rosa και το βρήκα ....κόλπο’. Ένα καθαρό ναπολετάνικο τραγούδι να τραγουδιέται με την εύκολη συνταγή λάτιν ελληνικών (στιλ Χιώτη) και κλασικής ναπολετάνικης μουσικής. Δεν κατάλαβα τι πρόσφερε ο Νταλάρας στα τραγούδια αυτά: κυρίως σαν γέφυρα προς το κοινό μπορώ να δω τη δουλειά του, σαν να θέλησε να προσφέρει στους Έλληνες μια πρώτη γνωριμία με αυτή τη μουσική. Και επειδή ο Νταλάρας δεν είναι παιδαγωγός αλλά επαγγελματίας τραγουδιστής, μπορεί να έβγαλε μια εμπορική επιτυχία και να εξασφάλισε συναυλίες, αλλά – λυπάμαι - έκανε μια καλλιτεχνική τρύπα στο νερό. Δεν μπερδεύεις τραγούδια 40 καρατίων με τραγούδια 10 καρατίων για να δείξεις... τι; έθνικ;

Και μη νομίσετε ότι η ναπολετάνικη παράδοση είναι νεκρή ή ότι υπάρχει μόνο σε encore τενόρων και συλλογές evergreen. Παράλληλα με τα σύγχρονα τραγούδια στη ναπολετάνικη διάλεκτο, υπάρχουν και τα παλιά με τις επανεκτελέσεις και τις (καθόλου τουριστικές) διασκευές. Κλασικό παράδειγμα αποτελεί ο Renzo Arbore, διασκεδαστής, ντι-τζέι, κονφερασιέ, παραγωγός τηλεοπτικών εκπομπών και ένας από τους πιο ζωντανούς ανθρώπους της ιταλικής τηλεόρασης. Κατάγεται, φυσικά, από το νότο. Αυτός έκανε το αξέχαστο σόου τηλεοπτικών συζητήσεων όπου τους καλεσμένους υποδύονταν ηθοποιοί: ο ένας υποτίθεται πως ανήκε στο κόμμα της δεξιάς, ο άλλος στην κεντροαριστερά, ο άλλος ήταν αντιπρόσωπος της εκκλησίας και συζητούσαν για κάποιο θέμα της επικαιρότητας. Το γέλιο που έβγαζαν – γιατί φυσικά μιλούσαν σαν στερεότυπα – ήταν αφάνταστο. Σημαδιακό του τρόπου δουλειάς και καταλυτικής επίδρασης του Arbore, είναι το ότι ‘ανακάλυψε’ τον συνεργάτη του Frassica, έναν θεότρελο τύπο που μόνο που τον κοιτάς γελάς, και τον έφερε στο δρόμο που του ταίριαζε: μέχρι τότε ο Frasica ήταν... πάστορας!

Ο Arbore λοιπόν, έφτιαξε την Orchestra Italiana, με την οποία διασκεύασε πολλά ναπολετάνικα τραγούδια με ευφυέστατο τρόπο. Πάντρεψε την κλασική ναπολετάνικη μουσική με τη ροκ (εξαιρετικά παραδείγματα το Aummo Aummo, το Comme Facette Mammeta), έδωσε νέο ύφος, πάρτι ή μπαλάντας, σε άλλα (Maruzzella, Il Materasso), πάντρεψε τον κλασικό νοτιο-ιταλικό αμανέ με το ροκ ν’ ρολ (Maria Mari) ενώ τραγούδησε και δικά του τραγούδια σε ναπολετάνικη διάλεκτο. Πόσο σημερινό βγαίνει το κλασικό ναπολετάνικο ύφος με δημιουργικότητα, χιούμορ και χαρούμενη διάθεση! Το Clarinetto αναφέρεται στην πεολειξία, ο άντρας που περιμένει μια ‘μπέλα κιταρίνα’ να παίξουν μαζί ένα καλό μπλουζ. Στο ‘A nuje ce piace 'e magna’ (‘μας αρέσει να τρώμε’) παρελαύνουν φαγητά σαν ύμνος στην ιταλική κουζίνα, σε ρυθμό ροκ-πάρτι. Και ναι, τραγούδησε και το Luna Roza.

Προσωπικά, όσον καιρό έμεινα στη Νάπολη δεν μου άρεσε – όπως είπα, δεν μπορούσα να συντονιστώ. Αλλά όποτε τη σκέφτομαι, μου λείπει. Έχω πάει αρκετές φορές και πάντα νιώθω αποσυντονισμένος – και μου λείπει μόλις φύγω. Αλλά σέβομαι τα δυνατά αισθήματα που μου γεννούν οι πόλεις – γιατί άραγε λένε ‘ας δω τη Νάπολη κι ας πεθάνω’;

Και πόσα τραγούδια γράφτηκαν γι’ αυτήν! In Napoli (Dean Martin), Napoli (Gigi D'Alessio & Carmelo Zappulla), Canzone di Napoli (Connie Francis), Napoli Adieu (Monika Martin), Napoli Napoli (Nino D'Angelo), Serenata di Napoli (Rene Carol), Napoli (Toto Cutugno). Πρόκειται για ελάχιστο δείγμα, θα γέμιζα σελίδες! Το υπερθετικό του πολυτραγουδισμένη, πρέπει να είναι Ναπολητραγουδισμένη. Επίσης, καμιά πόλη δεν έχει ονομάσει κάποιο είδος τραγουδιών που έγινε παγκοσμίως γνωστό. Τα μπλουζ γεννήθηκαν στη Νέα Ορλεάνη αλλά δεν έγιναν γνωστά ως ‘ορλεανικά’. Ξέρουμε την ανδαλουσιανή μουσική σαν φλαμένκο. Η Θεσσαλονίκη έπαιξε σημαντικό ρόλο στο ρεμπέτικο αλλά δεν το ονόμασε. Μόνο τα ναπολετάνικα τραγούδια είναι γνωστά σε όλο τον κόσμο με το όνομα της ιδιαίτερης πατρίδας τους.

Έχω ακούσει τόσο ναπολετάνικα τραγούδια, που τα θεωρώ μέρος της ψυχής και της κουλτούρας μου. Από καπρίτσιο της τύχης, μεγάλωσα με Los Paraguayos και ουγκαρέζικα βιολιά. Ακόμα θυμάμαι την πρώτη φορά που άκουσα ένα ελληνικό τραγούδι: το ραδιόφωνο ήταν πάνω στο ψυγείο και ήταν το Καλημέρα Ήλιε (και με συγκλόνισε). Μέχρι κάποια ηλικία, όμως, άκουγα τα ισπανικά σαν ελληνικά που δεν καταλαβαίνω. Όλα τα παιδιά των τελευταίων γενιών ακούν αμερικάνικα τραγούδια με το εμπόδιο της γλώσσας: έχουμε συνηθίσει σε μια κουλτούρα γνώριμων ήχων και ακαταλαβίστικων στίχων.

Ίσως από τους Los Paraguayos υπάρχει μια γραμμή που οδηγεί στα ναπολετάνικα τραγούδια. Έτσι κι αλλιώς, ξέρω πως ο μουσικός κόσμος μου είναι μικρός... Ακούω Lucio Dalla και τον συγκρίνω με το Σαββόπουλο. Μετά από καιρό, βγάζει ο Σαββόπουλος το ‘Ένα Τραγουδάκι για τον Lucio Dalla’ (διασκευή του Caro Amico Ti Scrivo ή αλλιώς L’ Anno Che Vera). Και σε μια συναυλία, ακούω τον Dalla ν’ αναφέρεται στο Σαββόπουλο σαν καλό του φίλο. Ακούω Dulce Pontes και μου θυμίζει την (υπέροχη) Ελευθερία Αρβανιτάκη. Μετά από μερικά χρόνια, λένε μαζί ένα τραγούδι. Ακούω Renzo Arbore σαν κατεξοχήν εκφραστή της ναπολετάνικης παράδοσης και Dulce Pontes σαν την κατεξοχήν σύγχρονη ερμηνεύτρια fado. Μετά από λίγο, συνεργάζονται. Ακόμα και στην εποχή της έθνικ μουσικής και της απεριόριστης πρόσβασης, το ύφος ενός καλλιτέχνη που μου αρέσει, με σπρώχνει φυσικά σε ομοίους του.