Ιουλίου 20, 2008

Glenn Gould και κοντραπούντο στο ραδιόφωνο

Glenn Gould: ένας από τους μεγαλύτερους πιανίστες του 20ου αιώνα, διάσημος εξίσου για την τεχνοτροπία του και την εκκεντρικότητά του. Έπαιζε πάντα στην ίδια καρέκλα, κατασκευασμένη από τον πατέρα του (στο τέλος είχε σχεδόν καταστραφεί και στις ηχογραφήσεις ακούγεται το τρίξιμο), απαιτούσε το στούντιο να είναι τόσο θερμό που ξεραίνονταν ο λαιμός των τραγουδιστών, πάντοτε ντυνόταν με βαριά ρούχα (μια φορά τον συνέλαβαν στην ηλιόλουστη Φλόριντα θεωρώντας τον ζητιάνο), μουρμούριζε τον σκοπό ενώ έπαιζε κι αυτό πέρασε, χωρίς δυνατότητα απάλειψης, σε αρκετές ηχογραφήσεις. Αγαπημένος του συνθέτης ο Μπαχ, λόγω της πολυφωνικότητάς του.

Από τη Wikipedia: Ο Gould έτρεφε μια βαθιά αντιπάθεια γι’ αυτό που ονόμαζε ‘ηδονιστική’ προσέγγιση στο ρεπερτόριο του πιάνου, στην εκτέλεση και γενικά στη μουσική. Για τον Gould ο ‘ηδονισμός’ με αυτήν την έννοια σήμαινε μια επιφανειακή θεατρικότητα, κάτι στο οποίο ένιωθε πως ο Μότσαρτ έγινε ιδιαίτερα επιρρεπής στα τελευταία χρόνια της ζωής του.

Μάλιστα, κάποτε είπε περιπαικτικά πως ο Μότσαρτ δεν πέθανε πολύ νωρίς αλλά μάλλον πολύ αργά.

Έχουμε εδώ έναν άνθρωπο με απόλυτες απόψεις – ενδιαφέρον να τις ακούς αλλά και σημάδι του πόσο καλό είναι να έχεις τελικά μια μοιρασμένη και μετριοπαθή γνώμη.

Είναι ξεκάθαρο ότι ο Gould ήταν βαθιά μοντερνιστής, η προτεραιότητά του ήταν δηλαδή στο περιεχόμενο και στο νόημα - όχι στη μορφή. Οποιαδήποτε προσπάθεια εύκολου ή ‘ρηχού’ εντυπωσιασμού τον απωθούσε. Αναζητούσε πειθαρχία στις εκτελέσεις του (τόσο, ώστε διέκοψε τις ζωντανές εμφανίσεις και έκανε μόνο ηχογραφήσεις, λόγω του απόλυτου ελέγχου που του έδινε το στούντιο). Γιατί αυτό είναι ενδιαφέρον; Διότι ο Gould έκανε, μεταξύ άλλων, και ραδιοφωνικά προγράμματα (το Καναδικό ραδιόφωνο ονομάζει τη σειρά του ‘ντοκιμαντέρ’). Επηρεασμένος από την αγάπη του για τον Μπαχ, ο Gould δημιούργησε προγράμματα «πολυφωνικής ποίησης», όπου μπλέκονταν διαφορετικές φωνές, απαγγέλλοντας η καθεμία τη δική της ανεξάρτητη ιστορία (όπως στο μπαρόκ μπλέκονται ανεξάρτητες μελωδίες). Η πρώτη και πιο γνωστή προσπάθεια ονομάζεται Η Ιδέα του Βορρά. Ο Gould ήταν Καναδός και το έργο του, περισσότερο από κάθε άλλο είδος, παραπέμπει στον εθνικό ρομαντισμό. Στην εύκολη συγκίνηση, στον επιφανειακό εντυπωσιασμό, τον αντίποδα του μοντερνισμού όπως τον καταλάβαινε και λάτρευε ο Gould. Να σημειώσουμε ότι ο Καναδάς έχει έναν ιδιόμορφο πατριωτισμό που συνδυάζει αμερικάνικα και σκανδιναβικά στοιχεία: είναι έντονος και απλοϊκός λόγω του νέου του κράτους και της ανάγκης διαφοροποίησης από τις ΗΠΑ, φυσιολατρικός λόγω των ακραίων γεωγραφικών ιδιομορφιών, ποιητικός και με αίσθηση ‘παράπονου’ λόγω της μικρής αναγνωρισιμότητας του κράτους από τον υπόλοιπο κόσμο και βαθιά συνταγματικός. Ο ίδιος ο Gould, μιλώντας σαν ραδιοφωνικός παραγωγός για το έργο του (με φωνή πολύ φιλική και ζεστή για έναν ακραία εκκεντρικό καλλιτέχνη) τραβάει την εθνική και ρομαντική ατμόσφαιρα ακόμα παραπέρα:

Από καιρό μου διέγειρε την περιέργεια αυτό το απίστευτο μωσαϊκό τούνδρας και βορείου δάσους που αποτελεί το αρκτικό και υπο-αρκτικό μέρος του κράτους μας. Έχω διαβάσει γι αυτό, έγραψα γι αυτό κι ακόμα, κάποτε άρπαξα το τζάκετ μου και πήγα μέχρι εκεί. Κι όμως, όπως οι περισσότεροι Καναδοί δεν έχω πραγματική εμπειρία του Βορρά. Παρέμεινα, εξ ανάγκης, ξένος. Αλλά ο Βορράς παρέμεινε μέσα μου, σαν ένα μέρος πρόσφορο να τ’ ονειρεύομαι, να γνέθω απίθανα παραμύθια γι αυτό, και στο τέλος, να τ’ αποφεύγω. Αυτό το ραδιοφωνικό πρόγραμμα συγκεντρώνει κάποιους σημαντικούς ανθρώπους που αντιπαρατέθηκαν απευθείας με το βόρειο ένα τρίτο του Καναδά, που έζησαν και δούλεψαν εκεί και οι ζωές τους στο Βορρά διαδραμάτισαν έναν πολύ σημαντικό ρόλο.

Εκεί όπου ο εθνικός λυρισμός και η αυστηρή πειθαρχεία του μπαρόκ συναντιούνται.

Απόσπασμα από το ραδιοφωνικό πρόγραμμα (‘πολυφωνική ποίηση’ όπως το αποκάλεσα) Η Ιδέα του Βορρά, με ολόκληρη την παραπάνω ομιλία του Gould, εδώ.
Πίνακες εμπνευσμένοι από το ραδιοφωνικό πρόγραμμα Η Ιδέα του Βορρά εδώ
Και μια προσωπική και λίγο παράδοξη αναφορά: το ‘κοντραπούντο’ των φωνών του Gould, μου θύμισε ένα τραγούδι της νιότης μου, το Born to Touch your Feelings των Scorpions. Για την ακρίβεια, μόνο το τέλος – ακούστε το εδώ:

Ιουλίου 15, 2008

Ανθρώπινος ρατσισμός απέναντι στα ζώα

Διαβάζω έκπληκτος: «Την Τετάρτη το Ισπανικό Κοινοβούλιο αναγνωρίζοντας τα δικαιώματα της ζωής, ελευθερίας και προστασίας από τη βία και το βασανισμό στα πρωτογενή θηλαστικά ψήφισε να επεκτείνει τα δικαιώματα αυτά στην κατηγορία των μεγάλων πιθήκων. Αυτή είναι η πρώτη φορά που εθνικό κοινοβούλιο αναγνωρίζει και ψηφίζει για δικαιώματα σε μη ανθρώπινα όντα.».

Δεν είναι μόνο το ότι οι Ισπανοί θεσμοθετούν νομικά δικαιώματα για ζώα ενώ συνεχίζουν τις ταυρομαχίες – αυτό είναι το λιγότερο. Μέχρι τώρα ήξερα ότι ο βασικός διαχωρισμός είναι μεταξύ του ανθρώπου και του ζωικού βασιλείου. Η αντιλόπη, π.χ., δεν είναι ‘πιο ζώο’ από τη χελώνα ή το λιοντάρι από τον σκίουρο. Με το ψήφισμα αυτό οι Ισπανοί αναπαράγουν έναν επαχθή ανθρώπινο διαχωρισμό: όπως οι λευκοί κάποτε αναγνώριζαν δικαιώματα μόνο στους λευκούς, οι Άρειοι μόνο στους Άρειους, πολλές εθνικότητες μόνο στα μέλη τους, σήμερα θεσμοθετούνται τα πιο βασικά δικαιώματα (ζωής, ελευθερίας, προστασίας από τη βία και το βασανισμό) μόνο στα πρωτεύοντα θηλαστικά και από αυτά, μόνο σ’ αυτά που έχουν 99% ίδιο γενετικό υλικό με μας.

Πουθενά δεν υπονοείται ότι οι μεγάλοι πίθηκοι (γορίλες, χιμπατζήδες και ουρακοτάγκοι) νιώθουν βαθύτερα τη σκλαβιά ή τον πόνο λόγω υψηλού IQ. Η γονιδιακή εγγύτητά τους αποτελεί αξιωματική απόδειξη για αυξημένα δικαιώματα.

Μου σφίχτηκε το στομάχι. Κάποια ζώα (π.χ. μπαμπουίνοι) θα έμειναν έξω για ελάχιστα DNA διαφορά. Για ολόκληρο το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο ούτε λόγος. Έχει ελλιπές γενετικό υλικό. Αν δεν είναι αυτός προβολή καθαρού ρατσισμού πάνω στα ζώα - τι είναι;

Είναι αλήθεια ότι με αυτόν τον τρόπο τα σύνορα μεταξύ ανθρώπων και πιθήκων μειώνονται (αυτό δηλώνει κι ο επικεφαλής του σχεδίου Pedro Pozas) αλλά όσον αφορά τον άνθρωπο και τα υπόλοιπα ζώα, τα σύνορα βαθαίνουν. Η διττή συμπεριφορά των Ισπανών προς ταύρους και πιθήκους είναι εύγλωττη. Μου φαίνεται σαν να γράφει ο άνθρωπος-θεός τη δική του Γένεση και έφτασε στο χωρίο ‘κατ’ εικόνα και ομοίωση’.

Φυσικά, οι συμπεριφορές μας απέναντι στο ζωικό βασίλειο διαφέρουν. Όλοι έχουμε σκοτώσει κατσαρίδες όλοι σιχαινόμαστε τους ποντικούς – αλλά όχι τις γάτες ή τα άλογα (και ιδίως τα πόνι). Η νυχτερίδα είναι πολύ άσχημο ζώο – τα παραδείσια πουλιά όχι. Τίθεται λοιπόν θέμα υγιεινής (είναι φυσικό να προστατευόμαστε από ζώα που είναι φορείς μόλυνσης, αυτό είναι βιολογία) αλλά και θέμα αισθητικής.

Το τελευταίο είναι καθαρά κουλτούρα. Ο παραλληλισμός στην ανθρώπινη ιστορία είναι οι μαύροι, που με τις πλακουτσωτές μύτες και τα χοντρά χείλη θεωρούνταν κακάσχημοι και εξελικτικά ατελείς. Για ανθρώπινα δικαιώματα ούτε λόγος, μέχρι που ήρθε το πολιτισμικό και πολιτικό πλήρωμα του χρόνου. Τα ζώα δεν μπορούν να έχουν απελευθερωτικό κίνημα, ούτε να ιδρύσουν ρεύμα σαν το ‘Black is Beautiful’.

Θεωρώ πασιφανές το ότι όποιος σέβεται τη ζωή δεν αποφαίνεται για ζητήματα ζωής και βίας με βάση την αισθητική του ή το γενετικό υλικό ενός ζώου – αυτό είναι ναζισμός εφαρμοσμένος στη φύση!

Χάρη στο συγκεκριμένο ψήφισμα, αντιλήφθηκα πόσο εύκολα μπορεί να προβληθεί ένας λανθάνων ρατσισμός στα ζώα, που είναι ‘καθ’ εικόνα και ομοίωση’ ανθρώπινος.

Παίρνω σαν σημείο αναφοράς τον Νίκο Δήμου, γνωστό ζωόφιλο και πολυαγαπημένο μου συγγραφέα, ακριβώς σαν τον τελευταίο άνθρωπο που θα μπορούσε να έχει ίχνη τέτοιων σκέψεων. Σε ένα – πραγματικά εκπληκτικό – δοκίμιό του για το αν τα ζώα λειτουργούν σαν υποκατάστατο αγάπης στους ανθρώπους, είχε υποστηρίξει ότι τελικά λειτουργούν σαν αναντικατάστατο:

Το ζώο ΕΙΝΑΙ. Απόλυτα, αυθόρμητα, τέλεια. Μια ύπαρξη πλήρης. Ο άνθρωπος, από τότε που γεύτηκε το δέντρο της Γνώσης, δεν είναι πλήρης. Διότι ξέρει πως θα πεθάνει.

Η γνώση του θανάτου και της φθοράς, υπονομεύει το ανθρώπινο ον. Το κάνει αβέβαιο, παροδικό, αμφίβολο.

Το ζώο ανήκει στο παν. Είναι η γέφυρα που μας συνδέει με την ζωή πριν από τη γνώση. Ίσως και με τη ζωή μετά τη γνώση...

Αξίζει να διαβάσετε ολόκληρο το κείμενο – είναι μια εξαιρετικά εμβριθής σειρά σκέψεων για τα αγαπημένα μας τετράποδα. Το παράξενο είναι πως ακόμα κι ένας τόσο βαθιά ζωόφιλος, μπορεί να εκφέρει προκαταλήψεις. Στο ίδιο κείμενο και για τα ζώα συντροφιάς αναφέρει: «δεν αρκεί να εξημερώσεις ένα ζώο για να αποκτήσεις και σχέση μαζί του. Όσο και να προσπαθήσετε θα είναι δύσκολο να αποκτήσετε προσωπική επαφή με μια χελώνα.»

Μια φίλη μου, επίσης εξαιρετικά ζωόφιλη, βρήκε σ’ ένα αθηναϊκό δρόμο μια χελώνα. Κοντά υπήρχε μια μονοκατοικία και άφησε τη χελώνα στην είσοδο κλεισμένη, φυσικά, στο καβούκι της. Μια κυρία από το σπίτι την αντιλήφθηκε και βγήκε φωνάζοντας «Νταίζυ!» Την αναζητούσε μέρες. Η χελώνα, με το που την άκουσε έτρεξε προς το μέρος της με το πιο …χελωνίσιο κατοστάρι που μπορείτε να φανταστείτε! Ναι λοιπόν, ίσως ασυνήθιστο, σίγουρα λιγότερο εκδηλωτική, αλλά είναι δυνατή η επαφή και με μια χελώνα.

Η άλλη φορά ήταν στο μπλογκ του – κι εκείνη τη φορά ο αγαπημένος μου συγγραφέας με πλήγωσε πολύ. Αναφέρθηκα στη μεγάλη αγάπη των περισσότερων φιλοξενούμενών του, στις γάτες, λέγοντας πως είχα γάτα σιάμ. Ο λόγος ήταν πως δεν άντεχα να της κάνω στείρωση, ένιωθα ότι θα την άφηνα σχεδόν ανάπηρη. Φυσικά, μια και ζω σε διαμέρισμα δεν μπορώ να έχω 20-24 γατάκια να αλωνίζουν – οπότε παίρνοντας γάτα σιάμ (που τις βρίσκω και εξαιρετικά όμορφες) πάντα έβρισκα ανθρώπους να δώσω τα γατάκια. Ποτέ δεν πούλησα γατάκι (το θεωρώ ανόσιο) και με αυτόν τον τρόπο, και η γάτα ήταν πιο ευτυχισμένη και η δική μου ζωή πιο εύκολη. Σ’ αυτό ο Νίκος Δήμου απάντησε: «Στους ανθρώπους δεν είμαι ρατσιστής - αλλά στις γάτες είμαι. Απεχθάνομαι τις γάτες (και τους σκύλους) ράτσας. Είναι κουτά ζώα, νευρωτικά, υστερικά, φαντασμένα. Δώστε μου any day τον απλό πανέξυπνο κεραμιδόγατο, τον τρυφερό και τον πιστό - κι ας αφήσουμε τα νεύρα και τις υστερίες των σούπερ star για τα γελοία τους καλλιστεία...»

Το πόσο πληγώθηκα τότε δεν λέγεται! Να μου πει τη γάτα μου κουτή, νευρωτική, υστερική, φαντασμένη; Σαν να μου έβρισε δικό μου άνθρωπο! Από τη μια εάν άφηνα τον εαυτό μου ελεύθερο θα μιλούσα πολύ άσχημα, από την άλλη, οικτίρω τον εαυτό μου διότι μίλησα πολύ χαμηλότονα, επιτρέποντας την πιθανότητα να κάνω λάθος. Καταλαβαίνω ότι ο Δήμου αναφερόταν στις κυρίες που έχουν ζώα ράτσας σαν αξεσουάρ και Φιλιππινέζες για να τα βγάζουν βόλτα. Οι γενικεύσεις όμως παίρνουν μαζί με τα χλωρά και τα ξερά – αυτό το ξέρουμε πλέον από εμάς τους ίδιους. Άσε που ένα ζώο δεν ξέρει ότι είναι ‘γαλαζοαίματο’ για να είναι …φαντασμένο. Πιθανώς να είναι αποτέλεσμα λάθους συμπεριφοράς προς το ζώο (που δεν είναι αναγκαστικό να συμβαίνει μόνο σε ζώα ράτσας), ή της ενδογαμίας για να βγει καθαρόαιμο. Σε οποιαδήποτε περίπτωση όμως φταίνε οι άνθρωποι, όχι το ζώο. Το ίδιο μπορεί και να θεωρείται ανάπηρο – να το ρίξουμε στον Καιάδα; Και φυσικά, κι ένας στοιχειωδώς ζωόφιλος θα καταλάβαινε τον πόνο (και το θυμό!) κάποιου που του έβρισαν σκληρά το αγαπημένο του ζώο.

Το θέμα μου είναι ο ρατσισμός στα ζώα. Εν ολίγοις: Με το να θέτουμε τα όμορφα ζώα ή τα ζώα συντροφιάς σε ανώτερο επίπεδο από τα υπόλοιπα, η ευκολία να λέμε ρατσιστικά λόγια για ζώα που δεν μας αρέσουν για λόγους ‘φυλής’ ή αισθητικής, με το ισπανικό ψήφισμα να δοθούν δικαιώματα μόνο στα θηλαστικά που μας μοιάζουν γενετικά, πιστεύω δείχνουμε πόσο κοντά στον ρατσισμό μπορεί να είναι η προδιάθεσή μας προς τα ζώα. Να αναπαράγουμε, ίσως από υποσυνείδητη κεκτημένη ταχύτητα, κάποιες συμπεριφορές και στερεότυπα που δεν θα επιτρέπαμε πλέον να απευθυνθούν σε ανθρώπους.

Όπως είπε (πάλι ο Δήμου) η τάση προς τον ρατσισμό (που στην ουσία είναι η υπερβολική αγάπη του οικείου και η αποφυγή του Άλλου) μπορεί να είναι φυσική και χρειάζεται εγρήγορσή και καθημερινή άσκηση. Νομίζω ότι ο κόσμος των ζώων μπορεί να είναι το επόμενο – ή παράλληλο – πεδίο άσκησης.

Στη φωτογραφία δεν θα μπορούσε να είναι παρά η αγαπημένη μου Λάιλα.

…και ένα από τα παιδάκια της – μια και τα έδινα πάντα σύντομα, το όνομα όλων ήταν …Χαπτιχούλης.

…και επειδή σαν τον δικό μας, κι ο γατόκοσμος μπορεί είναι μικρός, το περασμένο καλοκαίρι φιλοξένησα το δισέγγονο της γάτας μου.







Σημ. Ο εξανθρωπισμός των ζώων ήταν συνηθισμένος από το Μεσαίωνα μέχρι τον 19ο αιώνα (υπάρχουν πάνω από 200 καταγεγραμμένες δίκες ζώων που δεν διέφεραν από αυτές των ανθρώπων: είχαν κατήγορους, δικηγόρους υπεράσπισης, αθωώσεις, φυλακίσεις, εξορίες, εκτελέσεις, κτλ.) Η συνήθεια αυτή εξαφανίστηκε τον 20ο αιώνα λόγω της επίδρασης του ανθρωποκεντρισμού κι επανεμφανίστηκε πρόσφατα χάρη στο οικολογικό κίνημα. Η συζήτηση για το αν πρέπει να έχουν δικαιώματα, είδη εκτός των ανθρώπων, δεν αφορά μόνο τα ζώα αλλά και τις ηλεκτρονικές συσκευές (τεχνητή νοημοσύνη). Οι υποστηρικτές των μηχανών ταυτίζουν την αυτόνομη ύπαρξη με τη δυνατότητα αυτόνομης επικοινωνίας – ενδιαφέρον, αλλά τουλάχιστον στην παρούσα χρονική στιγμή, το θεωρώ γελοιότητα.

Ένα άρθρο για το ισπανικό ψήφισμα εδώ
Περισσότερες πληροφορίες για τη γενικότερη συζήτηση στο άρθρο του Gunther Teubner.

Ιουλίου 09, 2008

Η Siemens και ο φόβος ότι θα μείνουμε χωρίς βαρβάρους

Εκατό εκατομμύρια είναι το ποσό που η Siemens ομολόγησε ότι έδωσε σαν μίζες κι εμείς εδώ και τρεις εβδομάδες συζητάμε για το μισό εκατομμύριο ευρώ του Τσουκάτου και το αν ο Λιάπης ταξίδεψε με τον Χριστοφοράκο. Είναι αυτό ανεξάρτητη δημοσιογραφία; Η Τέταρτη Εξουσία που πρέπει να λειτουργεί σαν ‘μαντρόσκυλο της δημοκρατίας’, φαίνεται να υπερασπίζεται το πολιτικό σύστημα.

Κανένα σύστημα βέβαια δεν υπάρχει ‘εκεί έξω’, πρόκειται αποκλειστικά για δικό μας δημιούργημα. Ο αποπροσανατολισμός της κοινής γνώμης στην υπόθεση Siemens και η υπεράσπιση του συστήματος από τα ΜΜΕ, γεννούν δύο ερωτήματα:

Πρώτον, μήπως δεν αντέχει ο τόπος την αλήθεια; Ο φόβος της αστάθειας είναι υπαρκτός (απαξίωση της δημοκρατίας, αδύναμες κυβερνήσεις, απανωτές εκλογές). Είναι πολύ σοβαρό θέμα. Δεύτερον, θέλουμε πράγματι, σαν πολίτες να μάθουμε την αλήθεια; Μήπως δηλαδή προτιμούμε να προστατευτεί το υπάρχων σύστημα (δηλ. το δημιούργημά μας, οι συνήθειές της καρδιάς μας) και τα ΜΜΕ μας προσφέρουν διέξοδο; Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η Siemens μας αφαιρεί ένα σοβαρό άλλοθι, η διαλεύκανση της μοιάζει με Δένδρο της Γνώσης για τη ψήφο και την πολιτική συμπεριφορά μας.

Θεωρώ ως χειρότερο παράδειγμα Έλληνα πολιτικού τον Ψωμιάδη: είναι καραγκιόζης, ηλίθιος, λαϊκιστής, φασίστας. Παρόλα αυτά, θυμώνω πλέον όταν τον κατηγορούν ή τον χλευάζουν. Ζούμε σε μια δημοκρατία, που σημαίνει ότι κι ο μεγαλύτερος καραγκιόζης μπορεί να βάλει υποψηφιότητα. Όταν όμως βγαίνει παμψηφεί; Φταίει ο ίδιος ή αυτοί που τον ψήφισαν; Ζώντας στη Θεσσαλονίκη μέμφομαι την κοινωνία που ζω – και το λέω με πόνο αλλά και παρρησία.

Ανάλογη ευθύνη ισχύει για οποιονδήποτε πολιτικό ή κόμμα ψηφίζουμε – κι εάν αποδειχτεί πως πήραν μίζες, δεν υπάρχει πλέον πρόσχημα, δικαιολογία ή άλλοθι. Ούτε καν αυτό του καραγκιόζη.

Αναρωτιέμαι λοιπόν μήπως δεν αντέχουμε να μάθουμε την αλήθεια και προτιμούμε το παραμυθάκι μας και τη συνήθεια να βρίζουμε τους πολιτικούς και τα κόμματα, χωρίς όμως τον φόβο ότι θα καταρρεύσουν. Ζητούμε να συνεχιστούν τα προσχήματα και τα ΜΜΕ μας βοηθούν (κι εμείς τα παρακολουθούμε). Χωρίς άλλοθι θ’ αναγκαστούμε να παραδεχτούμε πως πρέπει να μεγαλώσουμε, ν’ αφήσουμε πίσω συμπεριφορές που ξέρουμε και μας ξέρουν.

Πάει να πει... ίσως φοβόμαστε τι θ' απογίνουμε χωρίς βαρβάρους.