Ιουνίου 29, 2006
Ιουνίου 24, 2006
Ο Πάολο μύριζε μπακαλιάρο ολόγυρά του. Βρισκόταν στην παλιά περιοχή της Λισσαβόνας, όπου τον παλιό καλό καιρό, όταν το κράτος του ήτανε παγκόσμια αυτοκρατορία και όχι ένα χανζαπλάστ ανάμεσα στην Ιβηρική και τον Ατλαντικό, όταν η θάλασσα έδειχνε προς τόπους υπό κατοχή άλλων, πιο φτωχών και πιο αδύνατων λαών, και όχι πιο πλούσιων και πιο δυνατών, τότε με λίγα λόγια (η ιστορία κάθε έθνους μυθοποιεί αυτή τη λέξη αρκετές χιλιάδες φορές), φτάνανε οι ναυτικοί και εκθέτανε ό,τι πιο πλούσιο κι εξωτικό είχαν μαζέψει από τα ταξίδια τους σ’ αυτήν την περιοχή.
Άλλοι λαοί θα κάνανε ό,τι μπορούσανε για να ξεχάσουν τέτοιες δόξες. Θα κάνανε την περιοχή μουσείο, σίγουροι πως δεν θα περνούσανε από εκεί σε γενεές δεκατέσσερις. Αλλά οι Πορτογάλοι, θαλασσινός λαός με 75 σύμφωνα στο αλφάβητό τους και άλλα τόσα φωνήεντα, τη μοιραία στιγμή της πτώσης τους τηγάνιζαν. Ναι, τηγάνιζαν μπακαλιάρο. Κάποιος από το τσούρμο άρχισε τότε ένα αυτοσχέδιο τραγουδάκι. Μην έχοντας όμως χρυσάφια να μετρήσει και διαμάντια να υπολογίσει, άρχισε να πολλαπλασιάζει τραγουδιστά τα φωνήεντα της γλώσσας του με τα σύμφωνα και να κάνει προσθαφαιρέσεις με τους 58 διφθόγγους. Κάποιος άλλος τότε (πάλι τότε) παράτησε το ρεφρέν αυτού του αυτοσχέδιου τραγουδιού (οκτακόσια! οκτακόσια!) και άρχισε να φωνάζει ότι το αποτέλεσμα ήταν όσες και οι συνταγές για μπακαλιάρο που ήξεραν! Θεοί και Κύριοι! Μαζεύτηκαν όλοι, ξανάκαναν τους πολλαπλασιασμούς, προσθαφαίρεσαν τους διφθόγγους, βάλαν κάτω τις συνταγές, είχε δίκιο! Seize και merde, με διπλή μερίδα απ’ όλα τα γράμματα. Αυτό κι αν ήταν θαύμα, ζωντανό, σπαρταριστό, με λεμόνι και ντομάτα κατευθείαν από την Κίνα!
Μια συγκυρία γλώσσας και φαγητού, σ’ ένα μεσογειακό τσιμπούσι, τους έφερε όλους με τα χέρια στις τσέπες και μαύρο καθρεφτέ γυαλί τετ-α-τετ με το Μεγαλοδύναμο. Το τσούρμο γύρισε δυτικά και είδε σαγιονάρες και γυαλιά μυωπίας σε κοκάλινο σκελετό. “Μάο” είπε με μια φωνή (καραβίσια βρισιά από μακρινά ταξίδια) και άρχισαν να χτίζουν τα τσαρδιά τους οι ψαράδες. Οκτακόσια το σύνολο. Από τότε τα λάφυρα είναι διαφορετικά. Η περιοχή μυρίζει μπακαλιάρο.
Ιουνίου 23, 2006
Ιουνίου 21, 2006
Για κάποιο λόγο (περισσότεροι συγγενείς και φίλοι; προσφυγικό στάνταρ;) η Γερμανία είναι το όνειρο των περισσότερων προσφύγων. Εφόσον έφτασε ‘κοντά’, το κοινό όνειρο κάθε πρόσφυγα ήταν πιο πραγματικό.
Σκεφτείτε το μέγεθος του ξεριζώματος... Να κοιτάς στον παγκόσμιο χάρτη και να αναρωτιέσαι που βρίσκεσαι. Δεν το χωράει ο καθημερινός ανθρώπινος νους.
Άκουγα, πριν λίγο, το τραγούδι του Μικρούτσικου ‘Ερωτικό’. Και σκέφτηκα, ότι η αρχή του θα ταίριαζε στους πρόσφυγες στα βόρεια κράτη (αυτά δέχονται τους περισσότερους πρόσφυγες, θεσμικά). Από τα στενά της Βαγδάτης και της Ισλαμαμπάντ στα γκέτο του Βερολίνου και της Στοκχόλμης, λαοί των Κρεμαστών Κήπων της Βαβυλώνας που πάντα ονειρεύονται, στη γη των Βησιγότθων. Και πόσα χαμένα δυναμικά! Άνθρωποι χαμένοι κοινωνικά (οι εκεί πλειοψηφίες τους έχουν αποκλεισμένους), αυτιστικά (εξεγείρονται, χτυπώντας κυρίως τον εαυτό τους και τους ομοίους τους) και θεσμικά: η ανθρωπιστική πολιτική σταματάει στους νόμους υποδοχής. Από εκεί και πέρα, ο απόλυτος – και αποτυχημένος – αυτοσχεδιασμός.
Με μια πιρόγα
φεύγεις και γυρίζεις
τις ώρες που αγριεύει η βροχή
στη γη των Βησιγότθων αρμενίζεις
και σε κερδίζουν κήποι κρεμαστοί
μα τα φτερά σου σιγοπριονίζεις...
...Αγάπη, που σε λέγαν Αντιγόνη.
...κι εγώ ένα πεδίο βολής φτηνό
που ασκούνται, βρίζοντας, ξένοι φαντάροι...
Ιουνίου 17, 2006
Επηρεασμένος από την aphrodite και το post που έγραψε στο νέο blog του Νίκου Δήμου είπα να γράψω μερικά πράγματα από τις καλοκαιρινές μου διακοπές. Τις δεύτερες. Για την ακρίβεια, γι’ αυτές πήγα να γράψω σαν απάντηση στο εκεί blog, αλλά κατέληξα να μιλώ για το Άγιον Όρος. Το πως και γιατί, διαβάστε το.
Λοιπόν, πρώτες διακοπές με φίλους-φίλους (όχι συμμαθητές). Το σχολείο είχε μόλις τελειώσει. (Παρένθεση: ακόμα θυμάμαι ένα βράδυ, να κάθομαι με τους συμμαθητές μου σε ένα παγκάκι στην παραλία Θεσσαλονίκης, με τον κώλο στην πλάτη του καθίσματος και τα πόδια μας εκεί που πρέπει να κάθεσαι και να λέμε: «Μαλάκα, αρχίζει η ζωή μας!» Και να στάζει μέλι στο στόμα μας. Ας είναι καλά το εκπαιδευτικό μας σύστημα. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Ξεκινήσαμε από Θεσσαλονίκη τρεις άντρες, ο Frank – ή Φώτης – ελληνοαυστραλός, που χρόνια μετά έχασα σε μια θρησκευτική οργάνωση ονόματι WAY INTERNATIONAL. (Ξανά παρένθεση: ήμουν σε ένα σινεμά και είδα δύο Αγγλίδες. Τις έκανα καμάκι και με κάλεσαν σπίτι τους – δεν πίστευα την τύχη μου! Η Claire και η Una – Ιρλανδή. Όταν λοιπόν ήμουν σπίτι τους και ετοιμαζόμουν στο μυαλό μου για τα περαιτέρω, με ρώτησαν «θέλεις να μάθεις όλες τις απαντήσεις;» Εγώ θα έλεγα ΝΑΙ και αν με ρωτούσαν αν θέλω να μυρίσω το τρίτο δάχτυλο του Bigfoot. «Λοιπόν», μου λένε, «όλες οι απαντήσεις βρίσκονται στη Βίβλο.» Και μετά, όταν έβγαλαν πια και τη Βίβλο, το έπαιξα καλό - και παγωμένο - παιδί. Από μένα λοιπόν ξεκίνησε η σχέση της παρέας με το WAY INTERNATIONAL, που κατέληξε να καταπιεί και να εξαφανίσει τον φίλο μου Frank.)
Τέλος, όπως βλέπετε, η παρένθεση. Ο δεύτερος φίλος ήταν ο Λευτέρης. Χαμένος πλέον. Μεγάλη ιστορία το πως – και καθόλου ευχάριστη.
Ξεκινήσαμε με το τραίνο, που τότε έφευγε στις 12 τα μεσάνυχτα για Αθήνα και έπαιρνες τηλέφωνο στις δώδεκα και μισή για να μάθεις πόση ώρα έχει καθυστέρηση. Σαν ειδήμονες, πιάσαμε το τελευταία βαγόνι (ανοιχτό παράθυρο, λίγος καπνός από την ατμομηχανή). Α, και μέσα σε ένα κουπέ βρίσκονταν δύο Νορβηγίδες. Κουβέντα στην κουβέντα το βράδυ, εγώ μιλούσα καλύτερα αγγλικά πλην του Frank (αν και πάντα έχω την εντύπωση πως υπάρχει μια περίεργη γλώσσα, με την οποία συνεννοούνται όλοι οι τουρίστες). Τέλος πάντων, μετά τις πλάκες και τα αστεία, η μια Νορβηγίδα λέει ότι της αρέσει να σοκάρει τον κόσμο. Και με κοιτάει και με ρωτάει με νόημα: Θέλεις να σε σοκάρω;
$&%^$%*^(&)())_*). Σφαλιάρες επιτρέπονται. «Όχι» απαντάω εγώ και με ξαναρωτάει να βεβαιωθεί. &*(^&*%$%*&^*(&()&*_*_* Της το επιβεβαιώνω.
Δεν κατάλαβα κύριε Πρόεδρε. Ειλικρινά, δεν πήγε το μυαλό μου εκεί.
Το κατάλαβα μετά, και ευτυχώς που οι φίλοι μου δεν θέλαν να δουν την Ακρόπολη. Θα γινόμουν πρωτοσέλιδο για την εφεύρεση bungee jumping χωρίς σκοινί..
Αλλά... χμ... την επόμενη μέρα, ο Frank που ήταν τέλειος στα πρώτα κονέ, είχε κανονίσει να βρεθούμε μαζί τους στην Πλάκα. Και έτσι έγινε. Πλάκα, you like souvlaki, oh, I love syrtaki, πρέπει να είπα όλες τις μαλακίες και περπατούσαμε χεράκι-χεράκι (Hilde νομίζω την έλεγαν) και στο τέλος φιληθήκαμε. Για αντίο. Ναι, για αντίο. Πρόλαβα και έβαλα το χέρι μου στο πουκάμισό της, ξεχάστηκα, με ξύπνησε, ... αντίο.
Αυτό ήτανε.
Τώρα που το σκέφτομαι, αυτή είναι η ιστορία του πως ξεκίνησε το ταξίδι στο Ισραήλ. Αλλά επειδή το συγκεκριμένο (για το Ισραήλ) ταξίδι είχε πολύ περισσότερη πλάκα, θα το πω άλλη φορά. Εσείς παραβλέψτε τη διόρθωση - ούτε Hilde ούτε ζημιά.
Πάρος πρώτο νησί – CAMPING ΚΟΥΛΑ και παραλία. Δύο Γερμανίδες στην παραλία και – Μεγάλε Frank που σε έφαγε η μαρμάγκα του WAY INTERNATIONAL ! – πιάνει κουβέντα μαζί τους. Εμείς από δίπλα, κάτι κλισέ για φωτιά το βράδυ, oh yes σε ό,τι κι αν έλεγαν, η πιο όμορφη ήταν η Ουλρίκε (Ουρλίκε την έλεγα, μου ερχόταν πιο εύκολα στο στόμα, ώσπου απηύδησε και μου είπε να τη λέω Ούλι – το χαϊδευτικό της). Τρεις μέρες την πιλάτευα την κοπέλα πριν τη φιλήσω... τόσο θάρρος είχα. Παρθένος 17 χρονών γαρ. Ευτυχώς δηλαδή που το νησί δεν είχε πολύ κόσμο – θα με άφηνε.
Πηδάω επεισόδια και φτάνω στο ζουμί. Κάνω για πρώτη φορά έρωτα... Και ενημέρωση μηδέν (εγώ πίστευα μέχρι τα δεκαπέντε μου ότι για να κάνει η γυναίκα παιδιά, πρέπει να κάνει έρωτα όταν έχει περίοδο. «Τι λες ρε μαλάκα!» μου είπαν οι φίλοι μου, κι εγώ όλο θράσος, είπα «υπάρχει εσωτερική κι εξωτερική περίοδος». Και σώπασαν όλοι. Για τέτοιες γνώσεις μιλάμε.) Τέλος πάντων, και πλύσιμο μηδέν. Θάλασσα και... κολλάει η πόσθη λοιπόν από την αλμύρα. Πόσθη, για όσους δεν ξέρουν είναι το πετσάκι, το πάνω μέρος που κόβουν στην περιτομή. Ε, εμένα ήταν ολόκληρο εκ φυσικού και κατεβασμένο για μέρες.... Πράγμα που δεν ήταν ΚΑΘΟΛΟΥ ΦΥΣΙΚΟ!!!!
Σαντορίνη μετά δέκα μέρες και εγώ πλέον να πεθαίνω στον πόνο. Τη φιλούσα και τραβιόμουν – δεν άντεχα! Πάω, με τα πολλά στο Κέντρο Υγείας. Τι Κέντρο και ιστορίες – ένας γιατρός που βαριόταν τη ζωή του και έψαχνε να βγάλει από τη μύγα ξύγκι. Εκεί μαθαίνω ότι η κατάστασή μου είναι ΠΟΛΥ σοβαρή – ήξερα ότι ήταν σαν μελιτζάνα, αλλά τόσο σοβαρό; Μου είπε ότι μπορεί και να το χάσω – δεν κατάλαβα το τι είπε, πρέπει να ήταν κάποια αυθόρμητη αντίδραση του οργανισμού μου, και τον ευχαριστώ (τον οργανισμό μου) γι’ αυτό. Μου βάζει λοιπόν αναισθητικό (από σωληνάριο) και δοκιμάζει να ανεβάσει το πετσάκι. Εγώ να σφαδάζω. Με αφήνει με το σωληνάριο, λέει «βάλε μέχρι να μην το νιώθεις» και πάει να δει άλλον ασθενή – ίσως, κάποιο γενναιόδωρο Άγγλο με φουσκάλες στην πλάτη. Εγώ βάζω όλο το σωληνάριο και βελτίωση δεν βλέπω. Έρχεται κάποια στιγμή μέσα, μου λέει ότι θα προσπαθήσει να το σηκώσει με το ζόρι, μου λέει να κρατηθώ από τα κάγκελα. Σαν έγκυος που γεννάει. Αυτή η εικόνα μου έρχεται στο μυαλό.
Ε, κρατήθηκα, με έκοψε στα δύο ο πόνος... ανέβηκε.
Όταν συνήλθα, ήρθε η ώρα της λυπητερής. Του λογαριασμού. Μου είχε πει ήδη κάμποσες φορές για σηψαιμία και ότι θα μου το κόβανε, αλλά δεν το κατάλαβα – ούτε τότε το καταλάβαινα. «Ποιό λογαριασμό» του λέω, «εδώ είναι δημόσιο νοσοκομείο». «Και εγώ τι σου χρωστάω να ασχολούμαι με τον πούτσο σου;» με ρωτάει. Πήγα να του απαντήσω κάτι για ηθική αλλά διπλωμένος πάνω από αυτό που δεν χρωστούσε τίποτα να ασχοληθεί, ήταν δύσκολο. Μου χρωστούσε, (την πράξη επαναφοράς: σαν γιατρός) αλλά από τη μια δεν καταλάβαινα το τι παιζόταν κι από την άλλη, δεν καταλάβαινα την πραγματικότητα. Βρισκόμουν στην άγνοια των Δωρεάν Κέντρων Υγείας και της (πιο σημαντικό) σοβαρής κατάστασής μου. Δεν πλήρωσα κι ένιωσα όμορφα με αυτό – ηθικά - μέχρι που κατάλαβα τι παιζόταν... Θα του άξιζε το φακελάκι!!!!
Στο θέμα... Πως λένε ‘πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος’; Ε, κάπως έτσι θα λέγανε ‘πήγε για έρωτα και βγήκε ευνούχος’.
Η ιστορία της πρώτης μου φοράς. Και το ανεκδιήγητο, (όταν ήμουν ακόμα καλά) σε κάθε εμβολισμό να λέει το όνομά μου – κι εγώ να ρωτάω ‘τι;’. Γιάννης – τι; Γιάννης – τι; Γιάννης – τι είναι γαμώτο;
Και μετά λένε η πρώτη φορά είναι η καλύτερη... Εξαρτάται τι διακινδυνεύεις.
Εγώ διακινδύνευσα όλες τις υπόλοιπες!
Ιουνίου 09, 2006
(ας ήσουν κομματάκι στείρα….)
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ο τότε Δήμαρχος της Θεσσαλονίκης Σωτήρης Κούβελας βρήκε το δικό του τρόπο να αντιδράσει στην (πράγματι και πέραν κάθε αμφιβολίας) φασιστική τηλεόραση του Ανδρέα Παπανδρέου: άνοιξε μόνος του ένα ραδιοφωνικό σταθμό (το FM100) και ένα τηλεοπτικό κανάλι (το TV100).
Ο Δήμαρχος – ένας εκλεγμένος άρχοντας! – πήρε το νόμο στα χέρια του. Όπως είπα, η τηλεόραση τον καιρό του Ανδρέα ήταν πράγματι φασιστική – για την ακρίβεια, γκεμπελίστικη. Δεν θα μπω στη λογική ‘και η ΝΔ έκανε τα ίδια’ απλώς, γι’ αυτό υπάρχουν οι εκλογές... Οι εκλεγμένοι – από Κοινοτάρχης μέχρι Πρωθυπουργός – δίνουν το παράδειγμα όταν αναφερόμαστε στην έννοια ‘ευνομούμενη πολιτεία’. Δεν δίνουν το παράδειγμα κατάλυσής της.
Υπάρχει όμως και δεύτερο επίπεδο: ο Κούβελας παραβίασε ορθάνοιχτες πόρτες! Μέχρι τότε, το να φτιάξει κάποιος μη πειρατικό ραδιοφωνικό και - ιδίως - τηλεοπτικό σταθμό, ήταν οικονομικά απαγορευτικό. Τα κονδύλια που χρειάζονταν ήταν τεράστια. Τότε λοιπόν η τεχνολογία έκανε το αποφασιστικό βήμα δίνοντας τη δυνατότητα σε όποιους ήθελαν, να ανοίξουν με ένα λογικό ποσό, σταθμό με αξιώσεις. Το ότι ξαφνικά ξεπήδησαν σταθμοί όπως Άνω Παναγιά TV ή ότι σήμερα έχουν εκπομπές ποδοσφαιρικές ομάδες, είναι αποτέλεσμα τεχνολογίας, όχι πολιτικής βούλησης. Όταν η τεχνολογία επιτρέπει κάτι, η πολιτική αναγκάζεται να προσαρμοστεί.
Ο Κούβελας λοιπόν, πήρε εκ του ασφαλούς και με υστεροβουλία που ξεπερνάει τα στενά προσωπικά οφέλη, το νόμο στα χέρια του. Κάτι που θα γινόταν πραγματικότητα σε λίγο καιρό σε όλη την Ευρώπη, το επέβαλε με το ζόρι στο κράτος μας. Και φάνηκε σαν να έφερε αυτός την ιδιωτική τηλεόραση στην Ελλάδα.
Με βάση αυτά θα πείτε πως είναι απαράδεκτος... Ο άνθρωπος όμως πήγε παραπέρα! Ανακοίνωσε ότι θα κάνει μόνος του μετρό στη Θεσσαλονίκη, και θα το χρηματοδοτήσει από τις διαφημίσεις των σταθμών του. Για απόδειξη, άνοιξε και τρεις τεράστιες τρύπες σε κεντρικούς δρόμους της πόλης, με τεράστιες πινακίδες από πάνω τους όπου φιγουράριζε το όνομά του. Φυσικά, ένα μετρό δεν χρηματοδοτείται με διαφημίσεις σταθμών τοπικής εμβέλειας – η τεχνολογία σε αυτόν τον τομέα δεν αναπτύχθηκε τόσο. Ιδίως, όταν οι σταθμοί αυτοί έχουν ανταγωνιστές με ονόματα ΑΝΤ1, Flash, κτλ. (όπως είπαμε, ήταν θέμα χρόνου να επιτραπεί η λειτουργία σταθμών σε ιδιώτες).
Καθώς η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη ενός εκατομμυρίου κατοίκων με τρεις όλους κι όλους δρόμους, οι τρύπες, όσο και αν θύμιζαν τις χρυσές μέρες του Δημάρχου, έκλεισαν άδοξα μετά από λίγα χρόνια – όταν πια είχαν καταντήσει γελοιότητα και για τον πιο φανατικό ‘κουβελικό’.
Στο μεταξύ, ο Δήμαρχος είχε μετακομίσει στην Αθήνα. Τον καιρό του αντάρτικου έκανε τραμπουκισμούς σε κάθε αρχή του τόπου, ο υπεύθυνος της αστυνομικής διεύθυνσης στη Θεσσαλονίκη αρνήθηκε να κατεβάσει τους πομπούς, ανέβηκε ο Αρκουδέας από την Αθήνα με διμοιρίες ΜΑΤ… κυλιόταν στο χώμα ο περήφανος Δήμαρχος σε απευθείας μετάδοση από τον τηλεοπτικό σταθμό του ενώ ο ραδιοφωνικός έπαιζε εμβατήρια..
Όλα αυτά εξαργυρώθηκαν με τη θέση – αν είναι δυνατόν! - του Υπουργού Πολιτισμού. Και καθώς δεν ο Μανωλιός δεν αλλάζει αλλάζοντας εσώρουχο, έγινε και ο μόνος Υπουργός Πολιτισμού που αποκάλεσε τους ποιητές… «λαπάδες».
Τον καιρό εκείνο ο Κούβελας την είχε δει μέχρι και πιθανός πρωθυπουργός. Τελικά αποδείχτηκε ανίκανος στη διαχείριση της επιτυχίας – ή η λαϊκίστικη αμετροέπειά του φόβισε πολλούς – κι άρχισε να σβήνει. Τις προηγούμενες εκλογές μπήκε στη Βουλή με εκλογοδικείο. Τώρα ιδιωτεύει, ή καλύτερα, αντιγράφει στοργικούς πατέρες όπως τους Βαρβιτσιώτη, Κεφαλογιάννη, Μητσοτάκη & ΣΙΑ: κατεβάζει στην πολιτική τον Κούβελα τζούνιορ.
Έπεται συνέχεια, με τα νεότερα φυντάνια που κυβερνάνε αυτήν την έρημη πόλη: Ψωμιάδη και Παπαγεωργόπουλο.
Ιουνίου 06, 2006
Έμενε μαζί με μια Γερμανίδα, η οποία ήταν κοκέτα μέχρι κεραίας. Το δωμάτιό της είχε κούκλες, λουλουδάκια, ήταν τέλεια ταχτοποιημένο. Δίπλα, το δωμάτιο της Ισπανίδας έμοιαζε με προσφυγικό καταυλισμό. Η Γερμανίδα ήταν ακραία φεμινίστρια... Και η ίδια η διπλωματική της, για τις πολιτικές επιστήμες, είχε σαν θέμα τη δουλειά κάποιων γκουρού από φεμινιστική ματιά. Έπαιζε στον τίτλο με τη φράση revis(it)ed. Η Γερμανίδα φλέρταρε με όλους μας και κυκλοφορούσε στο δωμάτιό της (ιδίως αφότου κατάλαβε ότι έμενε απέναντί μας) με το σουτιέν και το κυλοτάκι, ‘εντελώς’ αδιάφορη.
Η Ισπανίδα είχε ένα απαλό φλερτ μαζί μου, κι αυτό άρχισε επειδή κάποτε, όταν με το γνωστό της τακτ την είπε σε κάποιον από το Μπανγκλαντές που μέχρι τότε θεωρούσε ότι η πιο αναιδής γυναίκα λέει ένα ΄ίσως΄ κεκαλυμμένο (γιος του αρχηγού αστυνομίας της Ντάκα, ήθελε να γίνει ο επόμενος αρχηγός)... της απάντησε – απίστευτη υπέρβαση γι’ αυτόν, το πιστεύω - ότι είναι αγοροκόριτσο. Εγώ, δίπλα στη συζήτηση, σχολίασα ότι είναι μια χαρά γυναίκα. Από τότε, με έβλεπε σαν μια χαρά άντρα. (Όχι ότι δεν είμαι, αλλά... εάν δεν έχω αντίστοιχα συναισθήματα αισθάνομαι απαίσια!)
Τα πράγματα πήγαιναν ομαλά μέχρι που από τύχη, κάποια στιγμή συναντηθήκαμε στο Λουξεμβούργο. Μπαρ, δεύτερο μπαρ, τρίτο μπαρ, σπίτι της.
Δεν συγχωρώ τον εαυτό μου. Χώρισε από το αγόρι της (τα είχε, με νύχια και με δόντια, λόγω διαφορετικών κρατών) για πέντε-έξι χρόνια. Η βραδιά μας ήταν η τέλεια αποτυχία (δεν συνεννοηθήκαμε στο ελάχιστο) ... Μεθυσμένος γαρ, έδειξα αλήτης. Και δεν ξαναμιλήσαμε από τότε. Ούτε που ξέρω τι έγινε ή τι γίνεται μ’ αυτήν.
Με αποχαιρέτησε σαν κυρία που δεν δείχνει ότι έχασε ένα όνειρο και δεν ξέρει τι της ξημερώνει. Την αποχαιρέτησα σαν βρεγμένος γάτος. Τα ‘θα ξαναβρεθούμε’ και ‘να γράφεις’, ακούγονταν ηλίθια.
Ένα χρόνο μετά, έμαθα ότι ένας κολλητός μου – Γιαπωνέζος – είχε τον προηγούμενο χρόνο ένα φλερτ μαζί της. Δεν πήγαν πέρα από το χεράκι σε διάστημα δύο-τριών εβδομάδων. Εγώ, ο βλάκας, σε ένα διάστημα λίγων ωρών, πήγα στο κρεβάτι της – για να το μετανιώνω έκτοτε. Και ο φίλος μου ο Γιαπωνέζος, με κοίταξε φοβερά αποδοκιμαστικά όταν του το εκμυστηρεύτηκα.
Γι’ αυτόν, θα μπορούσα να γράψω σελίδες. Αλλά δεν θα το κάνω. Αν λένε κάτι τα ορθολογικά τεστ, ο φίλος μου γύρισε στην πατρίδα του και συμμετείχε σε τεστ εταιριών για να τον προσλάβουν. Πέντε χιλιάδες άτομα αρχίζουν τα τεστ και οι εταιρίες παίρνουν στο τέλος εφτά ή οκτώ. Στις δύο μεγαλύτερες εταιρίες, έφτασε στο τοπ-πέντε. Και αναγκάστηκε – απίθανο! – να αρνηθεί μια. Τον κάλεσαν να βγει με τον πρόεδρο και τα άλλα μέλη της διοίκησης της εταιρίας, για να τον μεταπείσουν – όχι ότι θα του έδιναν καλύτερη θέση, από τη βάση θα ξεκινούσε κι εκεί, αλλά για να δει ο ίδιος αν έκανε τη σωστή επιλογή.
Είπα... αν έχουν νόημα τα ορθολογικά τεστ. Δίνει, πάντως, μια εικόνα της ορθολογικής αξίας του. Την οποία, μακάρι να είχα κι εγώ.
Σήμερα, ο κολλητός μου δουλεύει στο Ιαπωνικό Πρακτορείο Ειδήσεων. Ο έτερος κρίκος της παρέας, Πορτογάλος, στήνει τη δικιά του εταιρία επικοινωνίας. Ο τρίτος (Γάλλος) επιτέλους ερωτεύτηκε με ανταπόκριση. Μας έκλασε όλους απ’ ότι καταλαβαίνουμε, αλλά στάχτη και μπούρμπερη, μια ζωή ήταν ή μόνος ή ανέλπιδα ερωτευμένος. Εγώ... μια άλλη ιστορία.
Πριν χρόνια, είχαμε κανονίσει μια συνάντηση στην Πορτογαλία, η πρώτη μετά την αποφοίτησή μας. Φτάσαμε όλοι στη Λισσαβόνα με διαφορά τεσσάρων-πέντε ωρών. Ξεκίνησα να δουλεύω το πρωί και το βράδυ βρισκόμουν σε ένα πορτογαλικό κουτούκι, εντελώς παράνομο (δηλ. ήταν σπίτι που δεν είχε άδεια κέντρου)... με ένα «μάτι» στην κουζίνα, που σημαίνει ότι αν παράγγελνες κάτι ερχόταν σε λαδόκολλα μόνο αφότου τελείωνε το προηγούμενο... δύο τραπέζια σε ένα υπόγειο, και... fado από γείτονες. Εδώ πρέπει να αποτίσω φόρο τιμής στον Μανουέλ, κάποιον που με τα καθημερινά δεδομένα θα θεωρούσαμε ‘λαλημένο’. Μιλούσε σε όλους μας στα Πορτογαλικά, ακόμα και στο Γιαπωνέζο φίλο μας. Τα τατουάζ στα χέρια του (μας είπε ο Πορτογάλος φίλος μας) έδειχναν ότι συμμετείχε στον πόλεμο της Γουινέας.
...Και ενώ έμοιαζε ‘χαζός’ στη συνομιλία, όταν ξεκινούσε η μουσική από τους γείτονες, τεντωνόταν λες και τον διαπερνούσε ηλεκτρικό ρεύμα. Έβγαζε κραυγές που μας άφηναν άφωνους. Έστεκε, εκεί, τρέμοντας, φωνάζοντας... και μετά, ενώ εμείς είχαμε δει την αποκάλυψη στο πρόσωπό του, καθόταν όλο φυσικότητα δίπλα μας και μας έδινε καρτελάκια κομμένα από φωτοτυπία, όπου υπήρχε μια καρικατούρα τραγουδιστή, το όνομά του και από κάτω: FADISTA.
Το έχω ακόμα...
Ήμασταν τέσσερις φίλοι που βρισκόμαστε διασκορπισμένοι αλλά... είναι και άνθρωποι που λατρεύω. Αυτοί και μερικοί άλλοι – ελάχιστοι – μαζί τους. Τώρα, να τα βάλω σε μια σειρά. Ξεκίνησα από την Ισπανίδα, χαμένη και πληγή στην καρδιά μου – αλλά όχι κολλητή.
Φίλοι που δεν σας ξέρω... ξέρετε τι θα πει Φίλος; Να έρχεται ο Πορτογάλος στην Ελλάδα δύο-τρεις φορές απανωτές πριν πάω εγώ εκεί. Ενώ είμαι φαντάρος να περιμένει στην Αθήνα μέρες για να με δει – και να έρχεται Θεσσαλονίκη για να με δει για μερικές ώρες, με το κορίτσι του. Να έχουμε επικοινωνία μετά από τόσα χρόνια, σαν αδελφοί. Μιλάμε στο τηλέφωνο κάθε δύο βδομάδες. Και να ξέρω ότι δεν υπάρχει κάτι που να μην καταλαβαίνει.
Δίχως ονόματα – προς τους φίλους μου: τους αγαπώ!
Στην Ισπανίδα... shit happens! Λυπάμαι που ήμουν εγώ αυτός που τα έφερε.
Ελπίζω να έχει φίλους όπως εγώ – για όλους το ελπίζω.
Ό,τι και να πω γι’ αυτούς... είναι λίγο.
Ίσως επανέλθω, σε αυτούς, σε μετέπειτα post.
Ιουνίου 05, 2006
Και τότε – το θυμάμαι σαν τώρα – αποκαλύφθηκαν πολλά. Δεν ήταν ο πιο δυνατός, όπως νόμιζα. Δεν είχε τη φήμη του σκληρού χάρη στη δύναμη. Την είχε, γιατί ήταν αυτός που δεν φοβόταν να χτυπήσει κάποιον άλλο.
Εγώ φοβόμουν να χτυπήσω το άλλο παιδί – μαλώναμε, αλλά μετά το μάλωμα, δεν ήθελα να του αφήσω και κανένα κουσούρι. Αυτός αδιαφορούσε γι’ αυτό (δεν ξέρω, ακόμα, και αν το ζητούσε).
«Όποιος δεν φοβάται να χτυπήσει κάποιον, είναι μάγκας.» Αυτή είναι η συνειδητοποίηση που είχα από μικρός.
Και η αμέσως επόμενη συνειδητοποίηση, ότι εγώ δεν θα μπορούσα ποτέ να είμαι ‘μάγκας’.
Ο εν λόγω ‘μάγκας’ σκοτώθηκε πριν δέκα-τόσα χρόνια καθώς οδηγούσε χαπακωμένος μηχανάκι. Όπως και οι περισσότεροι του σχολείου, νομίζω είχαμε τέσσερις νεκρούς από μια τάξη σαράντα ατόμων.
Αυτό λέει κάτι και για τους γονείς. Τα παιδιά χρειάζονται όρια. Ακόμα – ιδίως – για τη συμπεριφορά τους προς τα άλλα παιδιά. Χρειάζονται προσοχή, να μην νιώθουν ότι μπορούν να χτυπήσουν τον άλλο, να του κάνουν κάτι που είναι πιο μόνιμο από έναν καυγά και να νιώθουν εντάξει με αυτό.
Σαράντα χρονών και το παίζω ευαίσθητο παιδί;
Μπα, μάλλον, λέω πως είμαι αυτό που ήμουν πάντα: ο εαυτός μου που δεν μπορώ να του πάω κόντρα. Που ντρεπόμουν που δεν άντεχα να δείρω και δεν έδερνα - αλλά με δέρνανε.
Και... όσο και αν φαίνεται παράξενο... δίπλα στην κρυφή ντροπή, υπάρχει και μια κρυφή περηφάνια γι’ αυτό.
Ιουνίου 02, 2006
ΟΚ, μπορεί να μην τα περίμεναν (τα posts) ορδές θαυμαστών, αλλά ό,τι είπα, λέει κάτι για τις μέρες που πέρασα. Ήταν 20 τόσες μέρες χωρίς ούτε μία μέρα ελεύθερη: εκεί που όλοι ξεκουράζονται το Σαββατοκύριακο για να αρχίσει η εβδομάδα, εγώ δούλευα το Σαββατοκύριακο με υπερωρίες – και μετά ξεκινούσε η πιο χαλαρή εβδομάδα. Αν και η τελευταία, κάθε άλλο παρά χαλαρή ήταν.
Post γκρίνιας – επιτρέψτε το μου.
Συν τοις άλλοις... μπορεί (δεν λέω σίγουρα) να χαράξω μια γραμμή κόκκινη μεταξύ εμού και όλων των συναδέλφων μου, με μια ανακοίνωση προς όλους. Συγνώμη για τους γρίφους (καταλαβαίνετε) αλλά... ε, μια ιδέα για τα τεκταινόμενα.
Κι εκεί που χθες, καθόμουν στο κρεβάτι και έβραζα στο ζουμί μου... από το MP3 player, ξαφνικά, ακούω το πιο πάρτι τραγούδι. Το πιο αναίμακτο τραγούδι που μου έδωσε, πολύ σοβαρά, μα πολύ σοβαρά, την ιδέα πως τελικά, το αληθινό αίμα, αυτό που τελικά έχει σημασία, το ρίχνουμε όταν γιορτάζουμε. Όχι στα μπουζούκια με λέλουδα – αλλά σε Γιορτές με Γ κεφαλαίο. Εκεί όπου καίγεται το Είναι μας. Και γι’ αυτό δεν χρειάζεται απόδειξη – μόνο η αίσθηση της γιορτής.
Θα τα ξαναπούμε... Ελπίζω, σύντομα. Και με λιγότερο γκρινιάρικο post.