
Ξέρετε, όταν ακούω μουσική, «φεύγω». Μπορώ να φαντάζομαι διάφορα πράγματα, να ζω τα λόγια, να κάνω δικά μου όνειρα. Ακόμα θυμάμαι (φοιτητής στη Νάπολη) που είχα ανακαλύψει τη χαρά των ακουστικών. Με φοιτητικό συνάλλαγμα και τις λιρέτες ακόμα, είχα πάρει στα χέρια μου το επίδομα δύο μηνών – αρκετά εκατομμύρια λιρέτες. Εκατομμυριούχος δεν έκανα ποτέ, εκτός από τότε. Με τόσα λεφτά στα χέρια έχασα το λογαριασμό, αγόρασα στερεοφωνικό, έτρωγα κάθε μέρα σαν βασιλιάς, έπαιξα και παππά (και φυσικά έχασα) μέχρι που προσγειώθηκα στην πραγματικότητα του ιταλικού νομίσματος που είχε κάποια ανθυποδιαίρεση κλάσματος της δραχμής σαν μονάδα, και πέρασα ενάμισι μήνα τρώγοντας μακαρόνια. Αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία. Το θέμα είναι πως αγόρασα το πρώτο ‘δικό μου’ στερεοφωνικό – και ανακάλυψα τη χαρά των ακουστικών. (Όσοι δεν με καταλαβαίνουν, ας φανταστούν τον εαυτό τους χωρίς αυτήν την αυτονόητη γι’ αυτούς απομόνωση.)
Και άκουγα Σαββόπουλο. Τα Τραπεζάκια Έξω (μόλις είχαν κυκλοφορήσει). Και Λένα Πλάτωνος, το Σαμποτάζ. Και ενώ είχα χαθεί, καθισμένος σε μια καρέκλα στην κουζίνα με τα ακουστικά (από πάνω μου φύτρωναν βρύα, αλλά κι αυτό είναι άλλη ιστορία) το κορίτσι μου, με χτυπάει στον ώμο. Κάτι ήθελε να μου πει. Δεν ξέρω αν πήδηξα από τρόμο περισσότερο άλλη φορά στη ζωή μου – ούτε αν θύμωσα ποτέ με κάποια τόσο πολύ. Ήταν σαν με ξύπνησαν με σπρωξίματα από τον πιο βαθύ ύπνο, ενώ έβλεπα το καλύτερο όνειρο, για να με ρωτήσουν αν κοιμάμαι. Το τι άκουσε η καημένη δεν λέγεται. Κάθε τραγούδι είναι μια εικόνα, μια ιστορία, είναι – κι εδώ θέλω να καταλήξω – μια ζωή. Μια ιστορία ζωής. Και γι αυτό με ενοχλεί πολύ η μπάρα στους ψηφιακούς player. (Στ’ αλήθεια, από εδώ ξεκίνησα να γράφω σήμερα – από αυτήν την αναθεματισμένη μπάρα.) Που δείχνει σε πιο σημείο του τραγουδιού βρίσκεσαι. Πόσο κοντά είναι το τέλος. Μπορεί το τραγούδι να τα δίνει όλα, να κάνει κρεσέντο, να βρίσκεται στο αποκορύφωμά του ή στο πιο τρυφερό του σημείο – αν ανοίξεις τα μάτια, θα δεις ότι πλησιάζει στο τέλος του ή ότι απομένουν τόσα δευτερόλεπτα μέχρι τη σιωπή. Είναι σαν να σου αποκαλύπτεται η μοίρα. Γιατί, αν το τραγούδι λέει μια ιστορία (και τι άλλο είναι μια ιστορία από μια αφήγηση συναισθήματος, μιας εμπειρίας, από μια μικρογραφία ζωής;) …η μπάρα σου λέει ότι υπάρχει τέλος. Και ότι είναι αμετάκλητο. Και το χειρότερο: σου αποκαλύπτει και το πότε. Όταν έψαξα να βρω μέσα μου γιατί με ενοχλεί τόσο πάνω στο γλέντι και στο βάθος του τραγουδιού να ανακαλύπτω την μπάρα (ιδίως κοντά στο τέλος) μου ήρθε στο μυαλό μια ταφόπλακα. Όνομα τάδε, 1956-2007. Κι εσύ ζεις στο 2006 και βλέπεις το σημείο του τέλους πριν την ώρα του. Ενώ βλέπεις, με τα μάτια της φαντασίας γλέντι, γέλιο, χορό, αστεία, συναίσθημα, πόνο, οτιδήποτε παραπέμπει σε οργασμό ζωής (γι αυτό έγινε τραγούδι) , ξαφνικά ανοίγεις τα μάτια και σου αποκαλύπτεται από κάποιο μυστικό παράθυρο το ακριβές σημείο μηδενισμού. Μια αντίστροφη μέτρηση για την σιωπή.
Θυμάμαι ακόμα μια μακάβρια εμπειρία, όταν άνοιξα το οικογενειακό μας βιβλιάριο. Ο πατέρας μου είχε πεθάνει και ήταν συμπληρωμένες οι χρονολογίες γέννησης και θανάτου του. Στη σελίδα της μητέρας μου ήταν συμπληρωμένη μόνο η γέννηση – και τρόμαξα με την ιδέα ότι κάποτε, αμετάκλητα, θα πεθάνει κι αυτή – η σελίδα την περίμενε λες κι επρόκειτο για τυπική διαδικασία. Η επόμενη σελίδα – ολόιδια - ήταν η δική μου. Το αμετάκλητο του θανάτου σε κρατικό έγγραφο. Για να μη χάνουν χαρτί, βάζουν όλες τις πληροφορίες σε ένα – κι ας είσαι ακόμα ζωντανός, alive and kinky! Και μετά μου λέτε για το θρήσκευμα; Να τι ΔΕΝ πρέπει να γράφεται σε δημόσια έγγραφα! Η ματαιότητα αυτού του κόσμου! Το τετελεσμένο αυτής της ζωής! Αυτό πρέπει να μας κρατείται απόρρητο – σαν την μπάρα των τραγουδιών, ας τα ακούμε αλλά να μην ξέρουμε ότι υπάρχει τέλος, και φυσικά, να μην ξέρουμε σε ποιο σημείο βρίσκεται η αναθεματισμένη η μπάρα. Ακόμα και να «ξέρουμε» (πες ότι το έχουμε ξανακούσει), σημασία έχει το τραγούδι – όχι το ότι σύντομα τελειώνει. Σημασία έχει το κρεσέντο, όχι η σιωπή μετά από λίγο. Σημασία έχει η γιορτή, η εμπειρία. Ποιος τη γαμάει την μπάρα! Εγώ θέλω να είμαι από πάνω της (όχι όπως φώναζε ο Ιακώβου). Να μην την βλέπω. Και όσο πάει.
ΥΓ. Αυτόν τον μήνα έκανα το πρώτο μου τσεκ απ. Το ένιωσα λίγο σαν παρέμβαση σε απόρρητα δεδομένα του εαυτού μου. Από εμένα, φυσικά. Καταλαβαίνω τη σημασία του τσεκ απ, δεν είμαι βλάκας, αλλά έτσι ένιωσα. Αν θέλετε, σαν να προσπάθησα να ρίξω κλεφτές ματιές στην μπάρα μου. Με ικανοποίησε (όλα πήγαν καλά) αλλά και μ’ ενόχλησε. Δεν είμαι …«εγώ». Εγώ δεν κάνω τέτοια πράγματα. (Και μη νομίσετε πως είμαι κανένας θαρραλέος με τις αρρώστιες, χέστης είμαι – απλώς δεν θέλω να τις σκέφτομαι. Πιθανόν (το άκουσα αρκετές φορές) τυπικός άντρας.
Στη σελίδα με τη χοληστερίνη και τα τριγλυκερίδια (στην πιο τυπική) δεν υπήρχαν παρατηρήσεις. Εγώ εκεί κοιτούσα και μόλις είδα το κενό, πήρα τηλέφωνα να πω ότι είμαι μια χαρά και μη μου πει κανείς ότι τρώω πολλά λουκάνικα και γύρους. Δεν είδα τα bold γράμματα, ότι είναι κάπως τσιμπημένα. Έχω ενδείξεις αλλά μηδέν παρατηρήσεις. Και πολύ γούσταρα την ιατρό που τα έγραψε έτσι. Σαν να με ήξερε. Κράτησε την μπάρα μου εντελώς κενή. Πολύ μου άρεσε.