Μαρτίου 02, 2008

Η Σουζόν και το Μπαρ στο Φολί Μπερζέρ (Demimonde)

‘Φολί’ σημαίνει ‘φύλλα δένδρων’ και σαν συνθετικό στο όνομα ενός μπαρ, υπονοεί ότι έχει ‘τραπεζάκια έξω’. Όταν το μπαρ άνοιξε το 1869 λεγόταν Φολί Τρεβίζ (από ένα παρακείμενο δρόμο) αλλά ο Δούκας του Τρεβίζ δεν ήθελε να συνδέεται με καταγώγια και ημίγυμνες (άσχετα αν η πελατεία τέτοιων κέντρων ήταν, φυσικά, η ανώτερη κοινωνία). Έδωσε μάχη και από το 1872 το μπαρ μετονομάστηκε σε Φολί Μπερζέρ (από άλλον παρακείμενο δρόμο που σημαίνει ‘βοσκοπούλα’). Το Φολί Μπερζέρ, διάσημο από τον πίνακα του Μανέ, μοιάζει με νίκη της λυπημένης αλλά διάσημης σήμερα γκαρσόνας, πάνω στην ηθική του άτεγκτου πλην ξεχασμένου Δούκα. Ο θεός αγαπάει τον πελάτη αλλά αγαπάει και την μπαργούμαν, ψιθυρίζει ακριβοδίκαια η ιστορία.

Στο προηγούμενο ποστ είπα πως υπήρξα σχεδόν ερωτευμένος με τη Σουζόν του πίνακα ‘Στο Μπαρ στο Φολί Μπερζέρ’. Από πολλούς μελετητές η Σουζόν θεωρείται ακόμα demimonde (ευγενικός όρος που σημαίνει ‘μισός κόσμος’ και δηλώνει τη γυναίκα που συντηρείται από πλούσιους εραστές). Και στην καθομιλουμένη χρησιμοποιούμε έναν όρο οξύμωρο, που πατάει σε δύο κόσμους: πουτάνα πολυτελείας.

Το έργο του Μανέ δεν είναι συνηθισμένο, ή επιτρέψτε μου να πω, ‘κανονικός’ πίνακας. Πρόκειται για μια ιστορία, σχεδόν μεταφυσική – και αποτελεί το τελευταίο σημαντικό του έργο. Θα έλεγα ότι στη δύση της ζωής του (τον ζωγράφισε στα 1882, όταν ήταν πλέον πολύ γέρος για να σταθεί χωρίς μπαστούνι), ο Μανέ ένιωσε πιο κοντά στην αλήθεια αλλά και το επέκεινα ταυτόχρονα.

Ξεκινώντας από τις λεπτομέρειες, η ατμόσφαιρα του μπαρ φαίνεται από τα πράσινα παπούτσια στο πάνω αριστερό μέρος του καθρέφτη (μια καλλιτέχνης που κάνει το νούμερό της) ενώ σε ένα μπουκάλι μπύρας ο Μανέ υπέγραψε στην ετικέτα το όνομά του (συνεχίζοντας την παράδοση του van Eyck, αλλά και υπονοώντας, έστω αμυδρά, ότι η τέχνη αρχίζει να μετατρέπεται σε καταναλωτικό προϊόν).


Για το κεντρικό θέμα του πίνακα, έφερε στο στούντιό του την αληθινή γυναίκα που δούλευε στο μπαρ (έτσι ξέρουμε πως το όνομά της ήταν Σουζόν) ενώ τα ανιχνεύσιμα πρόσωπα δεν σταματούν εδώ: η θολή αντανάκλαση του κυρίου στα δεξιά του καθρέφτη είναι ένας άλλος ζωγράφος, ο Γκαστόν Λατούς. Και ο Μανέ δεν ζωγράφισε την αληθινή (έστω ιμπρεσιονιστικά αληθινή σκηνή) του μπαρ Φολί Μπερζέρ, παρά μια εικόνα του μυαλού. Ένα πραγματικό state of mind. Σημείο-κλειδί ο μεγάλος καθρέφτης απ’ όπου αντιλαμβανόμαστε τη γιορταστική ατμόσφαιρα του μπαρ, ή τον καλοντυμένο Γκαστόν με το πρόσωπό του σχεδόν κολλητό σ’ αυτό της Σουζόν. Η κοπέλα έχει το βλέμμα στραμμένο μέσα της - κι ο Μανέ ζωγράφισε ακριβώς αυτό που έβλεπε η ίδια: το κενό. Τίποτα απ’ όσα αντανακλώνται στον καθρέφτη δεν βρίσκονται μπροστά της.

Πρόκειται για δύο παράλληλες πραγματικότητες, μια αληθινή (που οξύμωρα, εμφανίζεται στον καθρέφτη) και μια ψυχολογική (που εξίσου οξύμωρα, εμφανίζεται σαν πραγματικότητα). Το μυαλό βρίσκεται πάνω από την αλήθεια. Ο Μανέ χωρίζει τις πραγματικότητες βάζοντας ανάμεσά τους το πρόσωπο που τις βιώνει και θέλει να προσεγγίσουμε. Μάταια, βέβαια – είναι εντελώς απρόσιτη.

Εδώ το demimonde αποκτά άλλη διάσταση: ο πίνακας απεικονίζει, κυριολεκτικά, ‘μισούς κόσμους’. Τόσο, που αναρωτιέμαι εάν υπήρχε κάποιος συνειρμός μεταξύ του ευφημιστικού όρου demimonde, που δηλώνει ακροβασία μεταξύ δύο κόσμων και της έμπνευσης του ζωγράφου.

Δεν είναι όμως το όμορφο πρόσωπο της Σουζόν που μαγεύει, ούτε το νεαρό της ηλικίας της. Δεν είναι η μελαγχολική της διάθεση, που αντί να ξυπνάει το αίσθημα του κατακτητή διεγείρει το – πολύ πιο ισχυρό – αίσθημα να την προστατέψεις. Όσο κι αν η εικόνα της ‘ευάλωτης’ συμπεριλαμβάνεται στο ρεπερτόριο μιας γυναίκας-τροτέζας, η Σουζόν το αποκλείει. Παραμένει εντελώς απρόσιτη. Υπάρχει μια σκληράδα στην αίσθηση του πίνακα, που θα δούμε παρακάτω. Και φυσικά, δεν δείχνει παιχνιδιάρα, διαθέσιμη ή πόρνη που παίζει με τους πελάτες.

Το 'κενό' εδώ είναι μαγική λέξη: βρίσκεται αμείλικτο μεταξύ της κοπέλας και όλων των υπόλοιπων (είτε πρόκειται για θαμώνες του μπαρ είτε για θεατές του πίνακα). Φαίνεται να υπάρχει μια ‘νεκρή ζώνη’, όποιος μπαίνει μέσα της εξαϋλώνεται, χάνεται από τα μάτια της και μένει απλώς σαν αντανάκλαση στον καθρέφτη πίσω της.

Σας καλώ λοιπόν ν' αρχίσουμε να μετρούμε ...‘κενά’.

Κατ’ αρχήν είναι το εικαστικό κενό που ξενίζει: εκεί που κανονικά ο πίνακας θα έπρεπε να εστιάζεται και να καθορίζεται το κέντρο βάρους του, υπάρχει το κενό διάστημα. Η εικόνα μένει μετέωρη, καθώς αρχίζει από το δεύτερο επίπεδο προοπτικής. Στον κινηματογράφο θα περιμέναμε η κάμερα να κάνει ζουμ – στη ζωγραφική μένουμε διαρκώς σε απόσταση.

Κατά δεύτερο λόγο, είναι η κατανόηση ότι δεν βλέπουμε την πραγματικότητα αλλά αυτό που βλέπει η Σουζόν. Το κενό γεμίζει κάποιο νόημα και ισορροπεί (τουλάχιστον εγκεφαλικά) τον πίνακα, πυροδοτώντας τη συζήτηση για την πρωτοτυπία του. Όπως είπαμε, κάθε άλλο παρά πρόκειται για ‘κανονικό’ πίνακα – δεν απεικονίζει την πραγματικότητα αλλά μια εσωτερική ματιά. Λέει μια ιστορία με ψυχολογική, ταξική και γυναικεία διάσταση. Και φυσικά, η απόδοση είναι τόσο εσωτερική που καταλήγει σχεδόν μεταφυσική – δεν θα με παραξένευε να ακούσω πως εδώ ο Μανέ έθεσε κάποιο λίθο για το σουρεαλισμό (το βασίλειο του μεταφυσικού) που θα γεννιόταν μετά από μερικές δεκαετίες χάρη στις θεωρίες του Φρόιντ. Εάν οι σουρεαλιστές ζωγράφιζαν πραγματικά όνειρα, ο Μανέ ζωγράφισε ένα όνειρο με ανοιχτά μάτια, ένα day dream. Και που μάλιστα, ήταν ένα κενό. (Πως ζωγραφίζει κανείς το κενό; Απάντηση του Μανέ: ζωγραφίζοντας την αντανάκλαση της πραγματικότητας στο βάθος, αφήνοντας εντελώς κενό το προσκήνιο.) Κάθε βράδυ η ίδια γιορταστική ατμόσφαιρα, κάποιος να της πιάνει κουβέντα και αυτή χάνεται μέσα της.

Δεν είναι ούτε κοινός γλεντζές, ούτε άνθρωπος της πιάτσας, ούτε απλός ηδονιστής ο δημιουργός αυτού του πίνακα. Είναι όλα τα παραπάνω – αλλά κι ένας φιλοσοφημένος ζωγράφος, ένας άνθρωπος με ευαίσθητη ματιά (θυμηθείτε: μιλάμε για τον 19ο αιώνα και μια μπαργούμαν!) και φυσικά, ένας πραγματικός πρωτοπόρος της τέχνης. Για την ιστορία, ο Μανέ δεν δεχόταν να εκθέσει τους πίνακές του με τους υπόλοιπους ιμπρεσιονιστές, ούτε δέχτηκε τον όρο που χαρακτηρίζει την ομάδα μέχρι σήμερα. Είχε μια ψυχολογική οξυδέρκεια που δεν μοιραζόταν με τους υπόλοιπους ομότεχνούς του (εκτός, ίσως, του Ντεγκά).

Και φτάνουμε στο αποκορύφωμα του ‘κενού’. Εδώ πάντα θυμάμαι, με έναν παράξενο τρόπο, τον Sting. Σε μια συνέντευξή του (για την ιδιότητα του χαρίσματος) είχε πει ότι ‘χάρισμα’ στην ουσία είναι η δημιουργία απόστασης. «Είναι ένα κόλπο», είπε. «Δημιουργείς μια ψυχολογική απόσταση με τους γύρω σου και αυτοί ενστικτωδώς προσπαθούν να τη γεμίσουν. Αυτό το έλλειμμα, το αντιλαμβάνονται σαν δικό σου χάρισμα.» Ο Ντένις Τόμας λέει πως στο συγκεκριμένο πίνακα, ο θεατής «προσπαθεί να γεμίσει το κενό διάστημα με δικές του σκέψεις». Εάν η θεωρία του Sting ισχύει, μήπως η μαγεία που δημιουργεί ο πίνακας οφείλεται στη δημιουργία ελλείμματος; Να πρόκειται δηλαδή για έναν πίνακα …χαρισματικό; Τι παράξενος χαρακτηρισμός! Αλλά και πόσο ταιριαστός – θεωρητικά και πραγματιστικά. Γιατί το κενό του πίνακα είναι πράγματι το ελλειμματικό κενό, το ανεκπλήρωτο. Που προσπαθούμε να γεμίσουμε. Γιατί μας ενοχλεί και κάτι μας αφήνει.

Λέει σε άλλο σημείο ο Τόμας: «Εμείς, θεατές της σκηνής, τόσο ζωντανά φανταζόμαστε τους εαυτούς μας παρόντες που θα έπρεπε να αντανακλόμαστε σ’ αυτόν τον μυστήριο κόσμο από πίσω της.» Εδώ το ανεκπλήρωτο για μένα γίνεται διπλό: από τη μια η ‘νεκρή ζώνη’ που με ρουφάει σαν θεατή και με κάνει αόρατο μπροστά της (και πραγματικό στον καθρέφτη) κι από την άλλη, η αντίδραση. Ομολογώ ότι πέρασα καιρό σκεφτόμενος τι θα έλεγα στην κοπέλα για να είμαι εγώ ορατός, για να μην είμαι ένας από το πλήθος.

Τρόπος δεν υπάρχει – η Σουζόν (πάλι με τα λόγια του Τόμας) «είναι μόνη με μια σκέψη που βρίσκεται πολύ βαθιά για να τη μαντέψουμε. Δεν είναι πράγματι μαζί μας, ή στο μέρος που βρίσκεται.» Και όπως δεν είχα τη δυνατότητα να την φτάσω, ξόρκισα την απόσταση αντιγράφοντάς την από την αντίθετη άποψη. Από την πλευρά του ζωγράφου Γκαστόν Λατούς, του κυρίου με το ημίψηλο καπέλο που κολλάει το πρόσωπό του πάνω της. Σε ένα (πλασματικό) πορνοπεριοδικό με τίτλο το όνομα του μπαρ, έκανα την Σουζόν γυμνό μοντέλο και τον Γκαστόν φωτογράφο. Το αποτέλεσμα, να βλέπουμε από τη Σουζόν μόνο μάτια, στόμα, αιδοία, θηλες - όσα ενδιέφεραν τον Γκαστόν - ενώ ο άνθρωπος που είχε ζωγραφίσει ο Μανέ γίνεται αόρατος.

Και σκέφτομαι πως στην ουσία, ο πίνακας του Μανέ εμπεριέχει την ιδέα μιας απόλυτης αποξένωσης. Η Σουζόν και ο Γκαστόν βλέπουν (ή καλύτερα, αγνοούν) εντελώς ο ένας τον άλλο. Νιώθουμε ότι ο Γκαστόν ‘χάνει’ αγνοώντας τη Σουζόν-άνθρωπο, ενώ και η Σουζόν εξαφανίζει τον Γκαστόν, με ό,τι καλό κι αν αυτός κουβαλάει μέσα του. Δύο άνθρωποι συνομιλούν, εντελώς απόντες ο ένας για τον άλλο. Η σκηνή αρχίζει να θυμίζει Κάφκα. Είναι η τελική σκληράδα του πίνακα που ανέφερα παραπάνω.

Τι να απέγινε τελικά η Σουζόν; Την σπίτωσε κάποιος (ή κάποιοι), έγινε κανονική πόρνη, όπως θα υποστήριζαν όσοι τη θεωρούσαν demimonde; Ξέρουμε ότι αργότερα πόζαρε ξανά για τον Μανέ, ενώ στη βιογραφία του ζωγράφου από τον Tabarant, αναφέρεται πως σ’ όλες τις επισκέψεις της στο ατελιέ, επέμενε να παραβρίσκεται το αγόρι της (κάτι μάλλον απίθανο για μια demimonde). Στον πίνακα φαίνεται γύρω στα είκοσι - ισως τελικά παντρεύτηκε το αγόρι της, ίσως έκανε παιδιά, μπορεί να πέθανε νέα ή σε βαθιά γεράματα. Θα ήτανε γύρω στα εξήντα στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και στα ογδόντα στον Δεύτερο. Όπως λέει και το όνομα του μπαρ που δούλευε… Folies. Πεσμένα , φθινοπωρινά φύλλα. Και αμελητέα, ανώνυμα.

Δεν μπορώ όμως να μην αναφέρω ότι το αμελητέο ‘φύλλο’ Σουζόν άφησε πολύ πιο ισχυρό ίχνος από το αριστοκρατικό δένδρο Τρεβίζ, που όσο ζούσε ενδιαφερόταν ενεργά για το όνομά του.

____________________________
Ο έρωτας έχει σαφή δόση υπερβολής – πόσο μάλλον όταν πρόκειται για μια ‘χαρισματική’ εικόνα κοπέλας. Παραδέχομαι πως ένιωσα πολλά γι αυτόν τον πίνακα, ίσως περισσότερα απ' όσα κάποιοι θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν και να μοιραστούν. Αλλά το είπα στην αρχή: υπήρξα σχεδόν ερωτευμένος με τη Σουζόν του Μπαρ στο Φολί Μπερζέρ.

Καθώς θα αναρτούσα το κείμενο, έπεσα σε μια συλλογή κειμένων και ποιημάτων από μαθητές ενός σχολείου του Λίβερπουλ, για το κορίτσι του Μπαρ στο Φολί Μπερζέρ. Συγκεντρωμένα, σε ένα αρχείο powerpoint – εδώ.

Ο πίνακας σε υψηλή ανάλυση για να δείτε τις λεπτομέρειες, εδώ.
Το Μπαρ στο Φολί Μπερζέρ λειτουργεί ξανά από το 2007. Στο
επίσημο site του υπάρχουν δείγματα από αφίσες – ανάμεσά τους και του Τουλούζ Λωτρέκ – δείχνοντας την άλλη, ‘δημόσια’ εικόνα του μπαρ. Αλλά παράλληλα, δείχνουν και πόσο ‘παρεΐστικη’ ήταν η ομάδα των ιμπρεσιονιστών, πόσο συγκεντρωμένοι υπήρξαν τοπικά και χρονικά… Σαν ανταποκριτές του ίδιου κόσμου, σαν μέλη της ίδιας γειτονιάς, ο καθένας με τη δική του προσωπική ματιά, αλληλοκαλύπτονται – και αλληλοεπαληθεύονται!
Ένα περιστατικό από τον Μανέ να ζωγραφίζει το Μπαρ στο Φολί Μπερζέρ,
εδώ
Το αρχικό προσχέδιο (με άλλο μοντέλο) του Μπαρ στο Φολί Μπερζέρ
εδώ

17 σχόλια:

An-Lu είπε...

Πολύ καλή η ανάλυσή σου για έναν από τους αγαπημένους μου πίνακες, αλλά folies σημαίνει τρελές και όχι φύλλα. Δλδ "τρελλές βοσκοπούλες"
Καλό Μήνα!

Yannis H είπε...

An-Lu, καλημέρα κι ευχαριστώ :)

Αυτό που λες, στέκει - αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση, το ‘Folies’ παράγεται από τη λατινική λέξη foliae (φύλλο). Δες κι εδώ.

doctor είπε...

Τι μαθαίνει κανείς, ειδικά αν είναι ανίδεος με την τέχνη (όπως εγώ).

Καλημέρες

Doc

McKat είπε...

Ολοκληρώθηκε η τριλογία; Ή μήπως είναι η αρχή μιας ανθολογίας; Πάντως είναι πολλών καρατίων :)

Ανώνυμος είπε...

Γιάννη χάρηκα πάρα πολύ που διάβασα τα τελευταία κείμενά σου {συν το θέμα σου για την ελευθερία στην Τέχνη), γιατί με βοηθούνε με "ζωντανά" λόγια να κατανοήσω και να αντιληφθώ έναν κόσμο που είναι όμορφος και βαθύς. Δεν με αγγίζει η κλασσική δυτική ζωγραφική παρά μόνον σε εκφάνσεις της ναϊφ και σκληρές [μπορώ να ονομάσω τον Μπος, τον Βαν Αύκ και τον Ρεμπράντ σκληρούς; δεν ξέρω..]
-ίσως γι΄ αυτό και προτιμώ την μοντέρνα τέχνη, αν είναι να διαλέξω ανάμεσα στα είδη της. Όμως το κείμενό σου με συγκίνησε και για έναν άλλο λόγο. Είδα πόσο μπορεί να είναι διεισδυτικός και ταυτόχρονα ακτινοβόλος κάποιος όταν μιλά για κάτι που διαπερνά την ύπαρξή του.
Νά ΄σαι καλά.
Κική.

Agobooks είπε...

Καλή Σαρακοστή !

Aphrodite είπε...

Πες μου πότε κυκλοφορείς να σ'αποφεύγω!
:))))

...

...

...

Αντρα που μπορεί να παρατηρεί σε ΤΕΤΟΙΟ βάθος, είναι να τον φοβάσαι!
;)))

Πλάκα κάνω - συμφωνώ με όλο το ποστ, και στέκομαι στο σημείο που όρισε κι ο Sting. Αν το αναγάγεις στους πίνακες που μας κάνουν εντύπωση, πραγματικά είναι απορίας άξιον πώς δεν το παίρνουμε χαμπάρι τη στιγμή που συμβαίνει κι απλώς το αφήνουμε να συμβαίνει...

Οσο για την κοπέλλα, το ίδιο ύφος διέκρινα προχτές σε κάτι κορίτσια που κατέβαιναν από το λεωφορείο στην Συγγρού, κατευθυνόμενες στα κωλάδ... εεεε... στα νυχτερινά μαγαζιά για ενήλικες της λεωφόρου, και αμέσως έστρεψα το βλέμμα μου αλλού.

Μια περιφερόμενη ομορφιά που δεν στεκόταν σε κανενός το βλέμμα, είχε ήδη κρεμάσει το ταμπελάκι "Άπουσιάζω"...

Η μόνη διαφορά με την εικονιζόμενη, ότι στην περίπτωσή της η γεύση που μας αφήνει είναι πολύ πιο ποιητική - άσχετα αν στις μερες της, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο!

Πολύ καλό και το άλλο το εξώφυλλο, κατάλαβα καλά, εσύ το έφτιαξες? (Μπράβο!)

ΧΧΧΧΧΧΧ

ΥΓ- κι εγώ για τρελλές βοσκοπουλες το ήξερα! 2-1, σε κερδίζουμε! :))))

NinaC είπε...

Εξαιρετικό κείμενο, φίλε! Χάρηκα που το διάβασα, έστω και με καθυστέρηση αρκετών ημερών!!!

Yannis H είπε...

doctor καλησπέρα. Ευτυχώς δεν δήλωσα …ειδικός – ερωτευμένος μόνο :) Και με αντικείμενο του έρωτα κάτι που δεν ενδείκνυται για ζήλεια.

McKat, ευχαριστώ :) Δεν πιστεύω πως είναι …«αρχή ανθολογίας». Θυμάμαι τον Ν. Δήμου (στις Κοινοτυπίες) όταν τον κατηγόρησαν ότι έγραφε με ερωτική σχεδόν διάθεση. Απάντησε ότι γράφει για έργα και δημιουργούς που αγαπά – άρα είναι φυσικό. Δεν συγκρίνω βέβαια τα δικά μου γραπτά με τα δικά του – αλλά τον καταλαβαίνω στο σχεδόν ερωτικό δέσιμο/δόσιμο με ένα έργο. Και φυσικά… τέτοια δεσίματα δεν υπάρχουν μπόλικα, ούτε βγαίνουν καθημερινά, για να ξαναπαντήσω στο περί ‘ανθολογίας’.

Yannis H είπε...

Κική, καλησπέρα – νάσαι καλά. Οι ζωγράφοι που λες είναι αρκετά ετερόκλητοι (πόσο μακριά ο βαν Άικ από τον Ρέμπραντ…) Άσε που ο βαν Άικ ζωγραφίζει και λίγο μακρόστενα, σαν τον Ελ Γκρέκο, ενώ ο Ρέμπραντ στρογγυλεύει με τις σκιές τις μορφές. ‘Σκληροί’; Δεν ξέρω. Για μένα «σκληρός» είναι ο Μπέικον, οι εξπρεσιονιστές. Τυπικά σκληροί, βέβαια.

N.Ago, καλή Σαρακοστή και σ’ εσένα! Καθαρά Δευτέρα είναι και η επέτειος εκείνου του αξέχαστου ταξιδιού στην Αλβανία – πόσο πάνε τώρα… 4-5 χρόνια… Σιγά-σιγά, έρχεται ο καιρός για μια επανάληψη :)

Yannis H είπε...

Αφροδίτη… Δεν είναι τόσο η παρατηρητικότητα όσο η ενασχόληση… Αν ήταν κοπέλα μου η Σουζόν θα ήταν ευτυχισμένη (όσο καιρό διαρκούσε η καψούρα) θα ήταν το κέντρο του κόσμου! Οπότε, μη φοβού - άσε που είμαι και εχέμυθος :))

Για το βλέμμα της τώρα, όπως λες αφήνει μια ποιητική διάθεση – ίσως γιατί δεν είναι το τέλεια (βοϊδομάτικο) απαθές της πουτάνας αλλά το απαθές του κοριτσιού που βρέθηκε εκεί που δεν ταιριάζει, έχει και μια εσωτερικότητα. Άσε που εκπέμπει και μια απαξίωση. Νες πα;

Για τους πίνακες δεν είμαι σίγουρος ότι το κατάλαβα – λες ότι πολλοί πίνακες που μας αρέσουν δημιουργούν, σκόπιμα, ένα παρόμοιο έλλειμμα; Δεν μου έρχεται κάτι στο μυαλό… αν θέλεις γίνε πιο συγκεκριμένη.

Για το εξώφυλλο του ‘πορνοπεριοδικού’ – σ’ ευχαριστώ.

Α, και για το ‘Φολί’ που συμφωνείς… μου ήρθε στο μυαλό η νόσος των τρελών βοσκοπούλων. Πήρε λίγη ώρα να καταλάβω ότι η αληθινή νόσος λέγεται αλλιώς :))))

Νίνα, long time. Νάσαι καλά - και keep on shining!

Yannis H είπε...

Και μια ανακοίνωση για τους βορειοελλαδίτες: Στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών (Θεσσαλονίκη), φιλοξενείται έκθεση με χαρακτικά του Πικάσο μέχρι τις 16/4.

Ανώνυμος είπε...

νομίζω πως η σκληρότητά τους έχει να κάνει όχι με τον τρόπο, αλλά με τη ματιά τους. Είναι δύσκολο, θα προσπαθήσω. Ο Ρέμπραντ (μ΄ αρέσει το Ρεμπράντ) και οι άλλοι δύο που ανέφερα, και δεν είναι οι μόνοι αλλά είναι οι αντιπροσωπευτικότεροι ανά εποχή, είναι σκληροί απέναντι στην κυριαρχία της ομορφιάς. Στον Μπος είναι σχεδόν ωμή αυτή η σκληρότητα. Γι΄ αυτό και δεν θα ενέτασα σ΄ αυτή τη ματιά τον Μπεϊκον, θα ενέτασα όμως τον Φρόυντ, μολονότι στερείται της ποιητικότητας που αντιρροπεί στους άλλους, ιδιαιτέρως στον Ρεμπράντ. Και παρ΄ όλο που ο Βαν Αύκ έχει τις μακριές φιγούρες όμοια με τον Γκρέκο, δεν έχει αυτή την φιγουρατζίδικη δραματικότητά του, γι΄ αυτό άλλωστε και δεν με συγκινεί παρ΄ όλο που συγγενεύει με την καθ΄ υμάς οικεία και αναγνώσιμη αισθητικά βυζαντινή ζωγραφική.
Κική

Ανώνυμος είπε...

αχ αχ αχ γράφω από τη δουλειά, αλλά τα φιγουρατζίδικα δε θέλω να τ΄ αφήνω! κι έτσι μες στη δεδομένη ζάλη τα καθ΄ ημάς γίνονται καθ΄υμάς, σε λίγο θα γίνουν και κυμάς! :p :)

Ανώνυμος είπε...

Hello. This post is likeable, and your blog is very interesting, congratulations :-). I will add in my blogroll =). If possible gives a last there on my blog, it is about the Placa de Vídeo, I hope you enjoy. The address is http://placa-de-video.blogspot.com. A hug.

Agobooks είπε...

Εύχομαι από καρδιάς, η Ανάσταση του Θεανθρώπου, να φέρει υγεία για σένα και αυτούς που αγαπάς!

Yannis H είπε...

Δεν το έχω σκεφτεί. Νιώθω βέβαια πολύ άβολα στη σύγκριση Φρόιντ και ζωγράφων (μήλα και πορτοκάλια μου φαίνεται). Πάντως εν τάχει, ο Ρέμπραντ δεν μου δίνει εντύπωση ‘σκληρού’ (ούτε καν στην ‘Ανατομία’ του). Μου δίνει την εντύπωση ποιητή, όπως λες κι εσύ (του φωτός), αλλά και παιχνιδιάρη. Ποιος θα ζωγράφιζε τέτοια αυτοπροσωπογραφία, ή θα απέδιδε τον Άσωτο Υιό στην Ταβέρνα, βάζοντας το εαυτό του στη θέση του άσωτου και τη γυναίκα του σαν σερβιτόρα ή θαμώνα στα γόνατά του, τη στιγμή μάλιστα που φαίνεται έτοιμος να κατεβάσει το χέρι στον κώλο της;
Πάντως, για να υποστηρίξω τη θέση σου, ο Μπος στον Πειρασμό (ιδίως πάνω δεξιά) και ένας άλλος μεγάλος αρνητής της γυναικείας ομορφιάς, ο Νταλί, μοιάζουνε πολύ στις ονειρώξεις τους.