Φεβρουαρίου 10, 2008

Από τον Μονέ στον Πικάσο

Τις τελευταίες μέρες βρέθηκα στη Βιέννη. Ήδη στην πρώτη μου εξόρμηση τράβηξε τα μάτια μου μια έκθεση ζωγραφικής. Κατάφερα να την επισκεφτώ σήμερα, τελευταίο βράδυ. Λίγο η δουλειά όλο το πρωί, λίγο η αγχωμένη βόλτα στην πόλη (η μόνη μέρα που είχα κάποιο χρόνο πριν πέσει ο ήλιος), λίγο η ορθοστασία για μιάμιση ώρα στην έκθεση, γράφω με ένα φοβερό πόνο στη μέση. Αλλά ακόμα έχω τους πίνακες μπροστά μου... Και γράφω σ' ένα μικρούλι κινητό, στο κρεβάτι του ξενοδοχείου. Δεν θέλω να χάσω αυτό το συναίσθημα.

Οι ιμπρεσιονιστές είναι οι αγαπημένοι μου ζωγράφοι. Επαναστάτες, άνθρωποι της πιάτσας, μπεκρήδες και γλεντζέδες, πήγαιναν κόντρα στο θεματικό κατεστημένο της εποχής, που ήθελε να ζωγραφίζει κλασικά θέματα με ήρωες, νύμφες με το ένα βυζί έξω, μπρατσαράδες αρχαίους θεούς και βασιλιάδες με ρόδινα μάγουλα κάτω από αγγελάκια με εξίσου ρόδινα κωλομάγουλα. Οι ιμπρεσιονιστές άρχισαν να ζωγραφίζουν τη φύση όπως την έβλεπαν. Καθημερινούς ανθρώπους στην κυριακάτικη βόλτα τους στα νυφοπάζαρα του Παρισιού, πόρνες και χορεύτριες των καμπαρέ, απόκληρους με ένα ποτήρι αψέντι, τις ιπποδρομίες, τις σερβιτόρες, τις γκόμενές τους. Κάποτε ο Μότσαρτ (σύμπτωση; εργάστηκε στη Βιέννη) απέρριψε τα καθιερωμένα θέματα της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας, και προτίμησε για μια όπερά του γερμανικούς μύθους. Οι ιμπρεσιονιστές, θα μπορούσαν να φωνάξουν για τους αρχαίους ήρωες, παρέα με την κινηματογραφική εκδοχή του Μότσαρτ: «αυτοί χέζουν μάρμαρο!»

Αλλά δεν είναι μόνο το θεματικό κατεστημένο - είναι και το εικαστικό. Η "αναπαραστατική" ζωγραφική έρχεται στο τέλος της (έτσι κι αλλιώς είχαν εμφανιστεί οι πρώτες δαγεροτυπίες, πρόγονοι, και μάλιστα εξαιρετικής ποιότητας, της φωτογραφίας). Ο κύβος είχε ριφθεί και βλέπεις ζωγράφους, σαν να είναι συνεννοημένοι να συγχρωτίζονται καταλήγοντας στο ίδιο συμπέρασμα. Και κάποιες φορές δεν χρειάζεται καν να γνωρίζονται - ο ιμπρεσιονισμός, παρότι γαλλικό κίνημα, υποτίθεται πως ξεκίνησε με τον Άγγλο Γουίλιαμ Τάρνερ. Ο ιμπρεσιονισμός θα κυριαρχούσε στη Γαλλία - αλλά τι ώθησε τον Τάρνερ στην άλλη πλευρά της Μάγχης, να καταλήξει στην ίδια πρόταση αρκετά χρόνια πριν; Έχουμε μια ένδειξη ιστορικής αναγκαιότητας, έναν - ανύπαρκτο ακόμα - μονόδρομο της τέχνης, τη στιγμή που μαζεύονται οι εργάτες για να τον ανοίξουν. Αλλά πάλι, δεν είναι μόνο αυτό. Ο ιμπρεσιονισμός άλλαξε πολλά πράγματα στη ζωγραφική. Πήρε την αυστηρή "επιστημονική" προοπτική και την έκανε ένα παιχνίδι χρωμάτων και φωτός, άλλαξε την έννοια του τι σημαίνει 'τελειωμένος πίνακας' (οι πίνακες των ιμπρεσιονιστών φαίνονται ημιτελείς, σαν να τους παράτησαν στη μέση).

Και - το κυριότερο για μένα - οι ιμπρεσιονιστές υποκλίνονται, ευαίσθητα και συγχρόνως γιορταστικά, στη φευγαλέα ανθρώπινη αντίληψη. Αφήνουν πίσω τους την εξαντλητική λεπτομέρεια της αναπαραστατικής ζωγραφικής, την ψευδαίσθηση του απόλυτου ελέγχου πάνω στο περιβάλλον (ό,τι αναπαριστάς πιστά το ελέγχεις), τον ντετερμινισμό και την ασφάλεια που κρύβει η κλασική προσέγγιση και (επιτρέψτε μου τη φράση, ταιριάζει τεχνικά και εικαστικά) τα αφήνουν όλα "χύμα στο κύμα". Μια εντύπωση - μια ιμπρεσιόν. Μεγάλη λέξη... Βλέπεις τον πίνακα, δεν ξεχωρίζεις καθαρά το αντικείμενό του αλλά μέσα σου είναι πεντακάθαρο. Ανθρώπινα πεντακάθαρο. Γιατί, τι άλλο έχει ο άνθρωπος από εντυπώσεις του σύμπαντος; Μήπως κατέχει το 'όλο', όπως υπονοεί η πιστή αναπαραστατική ζωγραφική, μήπως κατέχει την απόλυτη γνώση και την ολοκληρωμένη τελική εμπειρία; Όχι, μόνο εντυπώσεις έχει - θολές, αποσπασματικές, μισοτελειωμένες. Πέρα από τις φιλοσοφικές προεκτάσεις, θαύμασα και τον αυτοκράτορα Ναπολέων ΙΙΙ, του οποίου η ίδια η ύπαρξη βασίζεται στη βεβαιότητα απόλυτων αληθειών: όταν είδε το έργο του Μανέ Dejeuner sur l’Herbe, το βάρεσε με το μπαστούνι του. Σπάνια ένας άνθρωπος της εξουσίας δείχνει τέτοια αυθόρμητη και καίρια κρίση. Με αφορμή ένα άλλο διάσημο έργο του Μανέ, το Olympia, ο Ζολά είπε: «Τα πάντα είναι απλοποιημένα. Εάν θέλεις να ανασυνθέσεις την πραγματικότητα, πρέπει να κάνεις αρκετά βήματα πίσω, να έχεις κάποια απόσταση. Τότε όλα έρχονται στη θέση τους.» Ποιος άνθρωπος της εξουσίας θα ένιωθε άνετα με μια τέτοια προοπτική;

Δεν έχω πάει στη Γαλλία (άρα ούτε και στο Λούβρο) ενώ δεν επισκέφτηκα το Ερμιτάζ, αν και ζούσα για χρόνια μια μέρα δρόμο μακριά του. (Παράξενο, αλλά με χαρακτηρίζει. Έμενα στη Νάπολη για ένα χρόνο και δεν πήγα στην Πομπηία- ενώ πήρα τρένο και πλοίο για να δω μια έκθεση του ντα Βίντσι. Τα κοντινά μας δεν τα εκτιμούμε, θα υπάρχουν "πάντα" και αύριο...) Με όλα αυτά που ανέφερα όμως, καταλαβαίνετε πώς ένιωσα όταν αντίκρισα για πρώτη φορά ιμπρεσιονιστικούς πίνακες. Έργα που έχω αγαπήσει, για τα οποία έχω κάνει σκέψεις και όνειρα (υπήρξα σχεδόν ερωτευμένος με τη Σουζόν του Μπαρ στο Φολί Μπερζέ), για τα οποία έχω διαβάσει, έργα που κοιτούσα σε φωτογραφίες από βιβλία, να είναι μπροστά μου! Δεν ήμουν προετοιμασμένος - με χτύπησε απότομα. Καθόμουν μπροστά από τους πίνακες και χαμογελούσα. Τους χαμογελούσα. Κοιτούσα μια τον πίνακα, μια την υπογραφή. Μα είναι δυνατό, ο Μονέ έγραψε εδώ το όνομά του με τα χέρια του;

Μπροστά σ' έναν από τους πίνακες με τίτλο "Λίμνη με Κρίνα" (εδώ μια λεπτομέρειά του). Γι αυτή τη σειρά έργων είχε πει ο Μονέ: «προσπάθησε να ζωγραφίσεις τον βυθό... Χάνεις το μυαλό σου!» Έβλεπα πως σιγά-σιγά, το χρώμα κυριαρχούσε τόσο που οι πίνακες άρχιζαν να γίνονται αφηρημένοι (εάν δεις έναν ιμπρεσιονιστικό βυθό χωρίς τίτλο και δεν ξέρεις το έργο, σίγουρα θα το θεωρήσεις αφηρημένη ζωγραφική).

Επίσης, εδώ κατάλαβα τι σημαίνει 'ημιτελής πίνακας'. Στη φωτογραφία είναι αδύνατο να φανεί (τι να δείξεις, έστω και σε μια ολοσέλιδη φωτογραφία, όταν ο πίνακας είναι στην καλύτερη περίπτωση έξι φορές μεγαλύτερος; Ημιτελής σημαίνει μουτζούρα, καίρια αλλά όχι επιτηδευμένη, χαλαρή αλλά όχι τυχαία... μουτζούρα. Ο πίνακας από μακριά δείχνει αυτό που ξέρω - από κοντά είναι απίστευτα μπερδεμένος. Πιστεύω πως είναι από τις πιο δύσκολες τεχνοτροπίες - σαν να ζωγραφίζεις με τα μάτια στραμμένα προς τα μέσα, αυτό που νιώθεις ότι βλέπεις. Κάποιος ιμπρεσιονιστής είχε πει ότι ζωγραφίζεις με το μυαλό, όχι με τα μάτια. Σήμερα τον θυμήθηκα - και τον κατάλαβα.

Μετά τους Μονέ, Ρενουάρ, Ντεγκά, ντε Τουλούζ Λοτρέκ, ήρθε ο Πικάσσο. Κατ' αρχήν, με το απάνθρωπα υψηλό του ταλέντο στο σκίτσο. Έβλεπες μονοκοντυλιές με πιστότητα ξεπατικωμένης φωτογραφίας. (Ο Πικάσο πάντα διατείνονταν ότι δεν σταματούσε στιγμή την εξάσκηση στο χαρτί και μάλλον είχε δίκιο όταν έλεγε ότι κανείς δεν έκανε περισσότερα σκίτσα από αυτόν). Και πάλι, η συγκίνηση όταν είδα εκείνο το νευρικό "Picasso" στον καμβά. Σαν μικρό παιδί, μια τον πίνακα και μια την υπογραφή.

Η έκθεση αριστοτεχνικά δομημένη, περνούσε από τον ιμπρεσιονισμό στα διάφορα παρακλάδια του (πουαντιλισμό, φοβισμό, ορφισμό) μέχρι τον εξπρεσιονισμό. Τα φοβερά διαλλείματα ο Σαγκάλ (αχ αυτός ο τράγος, ο καπνιστής στη στέγη, η τρυφερότητα του νηπιαγωγείου!)... Ο Σεζάν με τον πρώιμο κυβισμό του, για μένα ο ζωγράφος που σε ξεγελά και σε πιάνει ανυποψίαστο, εγώ τουλάχιστον δεν του έδωσα την πρέπουσα σημασία από την αρχή και νιώθω άσχημα, σαν κάποιον μεγάλο που ζωγραφίζει για όποιον καταλαβαίνει κι εγώ δεν ήμουν ανάμεσά τους... Υπήρχε και ο Ματίς με κάποια από τα πρώτα του έργα. Έκθεση του Ματίς είχα ξαναδεί, στη Φινλανδία (Karjala). Έχω μια ιδιαίτερη τρυφερότητα για τον Ματίς (και ποιος δεν θα έχει, αν δει τη Μουσική, τον Ίκαρο ή τον Χορό;) Έτσι κι αλλιώς, ο Ματίς σκόπευε στην ηρεμία - και το κατάφερε απίστευτα καλά. Εγώ, έτσι όπως ο Ίκαρος έχει γίνει "σούπα" και έχει ένα παιδαριώδη, κατάφορο συμβολισμό, το θεωρώ και λίγο χίπη, παιδί των λουλουδιών με εκείνη την αφοπλιστική και ελκυστική αφέλεια. Ή στη Μουσική, θυμίζει λίγο καρτουνίστα. Αλλά δεν πέφτουμε βέβαια σε καμιά αφ' υψηλού θεώρηση - δημιουργούσε αρχές του περασμένου αιώνα, σχεδίασε πράγματα που έπρεπε να σχεδιαστούν, ενώ ο Πικάσο είπε: "Τελικά υπάρχει μόνο ο Ματίς".

Η έκθεση έκλεινε πάλι με Πικάσο (μου έκανε φοβερή εντύπωση, μακάρι να το βλέπατε σε φυσικό μέγεθος, το κυβιστικό Τοπίο στη Μεσόγειο), με Μάλεβιτς (σουπερματισμός) Μπέικον (εξπρεσιονισμός) και Τζακομέντι (γλυπτά και πίνακες). Και δεν μπορείς, το σκέφτεσαι: πενήντα χρόνια χωρίζουν τον ιμπρεσιονισμό και τα δειλά βήματά του από τον επιθετικό εξπρεσιονισμό, τον αφηρημένο κυβισμό, τον "φευγάτο" ντανταϊσμό, τον στυλιζαρισμένο σουρεαλισμό. Και με όλα τα ενδιάμεσα παρακλάδια που αναφερθήκαμε πριν (πουαντιλισμό, φοβισμό, κτλ.). Παραδέχομαι ότι οι καλλιτέχνες έκαναν κάτι ελαφρά διαφορετικό και προέκυπτε ένας νέος "-ισμός" - αλλά έκαναν κάτι διαφορετικό, οι αλλαγές ήταν απτές και με τα μέτρα του παρελθόντος, χρειαζόταν μια νέα ονομασία. Παραδέχομαι ότι πιθανόν να έγινε κατάχρηση στους όρους - σαν μια λάμπα που πριν καεί καίει δυνατότερα, λίγο πριν χαθούν οι "-ισμοί" πολλαπλασιάστηκαν. Ή ενώ η τέχνη έλεγε πως δεν υπάρχει απόλυτο, οι κριτικοί προσπαθούσαν να την ορίσουν εξαντλητικά, να την εντάξουν σε κλειστές σχολές σκέψης. Τώρα πλέον δεν υπάρχουν σχολές, υπάρχουν καλλιτέχνες. Και ήδη τότε, ένας καλλιτέχνης μπορούσε να περάσει από πολλές σχολές και "-ισμούς" στη ζωή του (παλιά ένας '-ισμός' κρατούσε αρκετές γενιές). Γεγονός παραμένει ότι εκείνα τα πενήντα χρόνια έδωσαν μια άνευ προηγουμένου δυναμική στην τέχνη, άφησαν μια άνευ προηγουμένου παρακαταθήκη. Πενήντα χρόνια όλα κι όλα, σταγόνα στην ιστορία. Παρόμοια περίπτωση (και εν πολλοίς, χρονικά συμπίπτουν) ήταν η όπερα στην Ιταλία, όπου ξαφνικά σε πενήντα-εξήντα χρόνια γράφτηκαν όλα τα αριστουργήματα που ξέρουμε.

Είναι παράξενη η ιστορική αναγκαιότητα - και η ιστορική συγκυρία. Σε κάνει ν' αναρωτιέσαι, τι θα ήταν ο Μονέ αν γεννιόταν σαράντα χρόνια νωρίτερα, τι θα ήταν ο Πικάσο αν γεννιόταν το 1950;

Μήπως δεν έτυχε δηλαδή να γεννηθούν αλλά έτυχε να γίνουν; Θέλω να πω, μήπως κάθε εποχή έχει τον Πικάσο της, αλλά κάποια τον "καλωσορίζει" καλύτερα, τον ενθαρρύνει περισσότερο, τον καλλιεργεί και τον ανταμείβει; Με όλα αυτά, θέλω να πω ότι τελικά η ιστορία δεν είναι αποκλειστικά αποτέλεσμα "μεγάλων ανδρών" όπως διαβάζουμε συχνά. Είναι περισσότερο αποτέλεσμα συγκυριών και καταστάσεων που ενθαρρύνουν κάποιους να γίνουν "μεγάλοι" - οι ίδιοι άνθρωποι, σε άλλες συνθήκες θα ήταν μικρότεροι και ίσως, καθημερινοί. Αυτό ελαττώνει τη μυθοποίηση μεμονωμένων ανθρώπων (τον μύθο του DNA) βάσει του οποίου περιμένουμε ένα Μιχαήλ Άγγελο που δεν γεννιέται, αλλά μας κάνει να σκεφτόμαστε και τη χαμένη δυναμική κάθε γενιάς: εάν κάποιοι καιροί δεν είναι ζωντανοί, εάν εμπνέουν στασιμότητα και καλλιεργούν πνευματικό τέλμα, πόσοι Γαλιλαίοι, ντα Βίντσι, Ρενουάρ και Πικάσο γεννιούνται και δεν εξελίσσονται... Η θεωρία συνωμοσίας του DNA (όλοι οι μεγάλοι γεννήθηκαν ξαφνικά μια συγκεκριμένη εποχή), όπως όλες οι θεωρίες συνομωσίας, παίρνει κάθε ευθύνη από πάνω μας για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα.

Και με όλα αυτά, έχω δύο καλά νέα. Το πρώτο, ότι έβγαλα και έγραψα (έστω στο μικροσκοπικό πληκτρολόγιο, που ενίοτε μου μουδιάζει τα δάχτυλα) αυτά που ήθελα. Μου πήρε περίπου τρεις ώρες. Το δεύτερο ότι η μέση μου είναι μάλλον καλύτερα. Αύριο έχουμε επιστροφή στην Ελλάδα. Θα φιλοξενήσω κάποιους φίλους. οπότε μάλλον θα το ανεβάσω αργότερα.

Και με αυτά τα "οικογενειακά", σας καληνυχτίζω. Αύριο πρωινό ξύπνημα.

ΥΓ. Το ανεβάζω σήμερα, τέσσερις μέρες μετά. Με λίγες διορθώσεις και προσθήκη links.

3 σχόλια:

Agobooks είπε...

Καλή βδομάδα, Yannis!

McKat είπε...

Εξαιρετικόν. Μαζί με τον Κώδικα Πικάσσο και τις Δεσποινίδες της Αβινιόν αυτό το κείμενο συνδυάζεται τέλεια. Νομίζω πως ένα τρίτο (στον καιρό του φυσικά) θα κάνει την τέλεια τριλογία.

Yannis H είπε...

n.ago δεν πρόλαβα να σου πω καλή βδομάδα (δεν βόλευαν οι μέρες) αλλά να: ΚΑΛΟ ΜΗΝΑ!!! :)

Mckat, νάσαι καλά - χαίρομαι που σου άρεσε. Τώρα για τριλογία εν ξέρω, ακούγεται και σαν τέλος. Μακάρι να είμαστε εδώ να γράφουμε, να διαβάζουμε, να σκεφτόμαστε, κοκ.