Οκτωβρίου 21, 2006

Ο Αδάμ ποτέ δεν ήταν αμήχανος

Mια φορά, καιρό, καιρό πριν γεννηθούν πολλοί θεοί (γιατί αυτοί που δε γνωρίσαμε υπήρχαν από πάντα) ήμασταν ευτυχισμένοι. Δεν είχαμε φάει ακόμα από το Δένδρο της Γνώσης.

Το Δένδρο της Γνώσης είναι η πιο ψευδής διαφήμιση στην ιστορία του Σύμπαντος. Σαν κάποιος σπόρος να προσέλαβε τον πιο καπάτσο ατζέντη και αυτός, αφού έβαλε κάτω ψυχολογικά δεδομένα και αναλύσεις αγοράς για τους υποψήφιους καταναλωτές – τους κατοίκους της Εδέμ - κατέληξε σ’ αυτό το ανίερο και παραπλανητικό όνομα. “Δένδρο της Γνώσης”.

Αχ, και να έκανε ένα βαρύ χειμώνα στον παράδεισο και να ξέμενε ο Αδάμ έτσι γυμνός που ήταν στο κέντρο του... Και να σώριαζε κάτω το κομπλεξικό δένδρο, με τους καρπούς του και τα κουκούτσια του, και να τα έκανε όλα κάρβουνα - και να έκανε έρωτα με την Εύα στη ζεστασιά του... Τα πράγματα όμως δεν έγιναν έτσι. Από κάποια στιγμή και μετά «ξέρουμε». Ως εξής:

“Και ηνοίχθησαν οι οφθαλμοί αμφοτέρων, και εγνώρισαν ότι ήσαν γυμνοί· και ράψαντες φύλλα σύκης, έκαμον εις εαυτούς περιζώματα”. Σ’ αυτές τις γραμμές κρύβεται ένα αληθινό πανόραμα του ανθρώπου.

Οι Πρωτόπλαστοι αντιλήφθηκαν ότι ήταν γυμνοί. Αντιλήφθηκαν τους εαυτούς τους, απέκτησαν δηλαδή συνείδηση της ύπαρξης τους. Ιδού η στιγμή της πρώτης διαίρεσης: μεταξύ του ατόμου και του εαυτού του. Έκτοτε ο άνθρωπος είναι το ον που αντιλαμβάνεται την ύπαρξή του, που μπορεί να στοχάζεται πάνω στην ύπαρξή του, που είναι ικανός για εσωτερικό διάλογο. Αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου (είμαι διαιρετό ον) άρα υπάρχω. Ως άνθρωπος.

Η πρώτη διαίρεση αναγκαστικά οδηγεί στη δεύτερη. Είναι η στιγμή που αλληλοκοιτάχτηκαν, αντιλήφθηκαν ότι ήταν γυμνοί και σκεπάστηκαν. Όχι, βέβαια, από τους εαυτούς τους. Η δεύτερη διαίρεση είναι μεταξύ του Εγώ και του Εσύ.

Κάθε ιστορία έχει μια λογική. Ο Αδάμ αντιλαμβάνεται ότι η Εύα είναι γυμνή και έχει στύση. Συνειδητός πλέον, για πρώτη φορά ντρέπεται - για τον εαυτό του. Η Εύα αντιλαμβάνεται ότι αυτή προκάλεσε την στύση, όπως και τη δική της σωματική αντίδραση - και σκεπάζεται. Η συνείδηση του ‘εαυτού’ και του ‘άλλου’ είναι συνυφασμένες.

(Ήτανε ίσως η στιγμή που ο άνθρωπος, από γένους αρσενικού και θηλυκού έγινε γένους σεξουαλικού; Που εν αντιθέσει με τα άλλα ζώα κατέστη ικανός να ζευγαρώνει όλη τη διάρκεια του χρόνου; Η ιστορία αναφέρεται στη στιγμή της δημιουργίας του Ανθρώπου όπως τον ξέρουμε).

Το κυριότερο χαρακτηριστικό του ανθρώπου μέσα από αυτή την ιστορία, είναι η απόκτηση αυτοσυνείδησης. Από μια ευχάριστη σύμπτωση (;) στα αγγλικά η λέξη self-conscious σημαίνει και αμήχανος ή αδέξιος. (Έχετε διακρίνει ποτέ στα ζώα, που δεν διώχθηκαν από τον παράδεισο, αμηχανία ή αδεξιότητα;) Αντίθετα εμείς, στις στιγμές αμηχανίας αντιλαμβανόμαστε ακόμα και την αναπνοή μας, το πως κρέμονται τα χέρια μας στα πλευρά. Είναι η ύψιστη – και πλέον δυσάρεστη - αίσθηση αυτοσυνείδησης. Τότε ειδικά, θα θέλαμε να φτύσουμε τον αναθεματισμένο καρπό και να ξαναγυρίσουμε στην χαμένη μας μακαριότητα. Να είναι τυχαίο που, στην πιο κλασσική αντίδραση αμηχανίας - το ξεροκατάπημα – ονομάζουμε αυτό που ανεβοκατεβαίνει στο λαιμό μας... “μήλο του Αδάμ”;

Οκτωβρίου 14, 2006


ΕΚΛΟΓΕΣ & ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Πώς ψηφίζει μια πόλη χωρίς πρόσωπο;


Η Αρτάνις μού έκανε την τιμή να μου αφιερώσει το post της για τις δημοτικές εκλογές και τους ακραίους τσαμπουκάδες υποψήφιους. Εδώ, μαζί με τους υπόλοιπους Θεσσαλονικείς, κρατώ τα θλιβερά πρωτεία. Ονομάζει τους υποψηφίους 'Τα φαινόμενα του Βορρά (Κ.Π.Ψ.) (Κ.Π.Ψ.= Καρατζαφέρης, Παπαθεμελής, Ψωμιάδης).

Είναι καλό να μη γίνεται διασπορά της συζήτησης – οπότε, πηγαίνετε στο blog της για σχόλια. Εδώ, βάζω μια φωτογραφία που αναφέρεται στο σχόλιό μου και δεν μπορούσα να αναρτήσω εκεί. Είναι από την Αχειροποίητο, η σκαλισμένη επιγραφή στ’ αραβικά ‘‘Ο Σουλτάνος Μουράντ Καν πήρε τη Θεσσαλονίκη στα 833’ (1430 με το χριστιανικό ημερολόγιο).

Θα τα πούμε εκεί!

Οκτωβρίου 05, 2006

Καθημερινά αξιοθέατα

Επίσκεψη σε εκκλησίες και τον καθεδρικό. Τυπική διαδρομή σε ξένο μέρος. Καθόμουνα πάντα στις πίσω θέσεις. Από εκεί βλέπεις πανοραμικά το θόλο και το ιερό, αλλά και περνάς απαρατήρητος από τους πιστούς. Αυτοί ήρθαν εκεί για να προσευχηθούν, εσύ τραβάς φωτογραφίες. Είσαι σε ‘αξιοθέατο’.

Στις εκκλησίες όμως, ξεγυμνώνεται η ανθρώπινη αδυναμία. Ανάμεσα σε ανθρώπους μαθαίνουμε να κρύβουμε τον πόνο μας, να διατηρούμε ένα πρόσωπο αξιοπρέπειας. Στην εκκλησία ο άνθρωπος βρίσκεται πρώτα ενώπιον του θεού. Και αφήνεται. Πώς μπορείς να αγνοήσεις δίπλα σου αυτήν την πραγματικότητα;

Στις ορθόδοξες εκκλησίες οι παρακλήσεις γίνονται κυρίως μπροστά σε εικόνες. Δύσκολα θα σκεφτόμουν να αποτυπώσω (ανώνυμα, απρόσωπα, γενικά) τέτοιες στιγμές. Ίσως στο γονατιστό περπάτημα της Τήνου, που είναι μαζί προσευχή κι δρώμενο. Επίσης, οι μετάνοιες, το σκύψιμο, ο πνιγηρός διάλογος με τις εικόνες, προσδίδουν κάποιο στοιχείο εκτόνωσης κι εξωτερίκευσης. Στις καθολικές εκκλησίες κάθεσαι στα στασίδια και προσεύχεσαι – δεν σε βιάζει κανένας που περιμένει πίσω, βρίσκεσαι μόνος ενώπιον του θεού σε μια ακινησία.

Δεν μπόρεσα να αντισταθώ. Φωτογράφιζα, όσο πιο διακριτικά μπορούσα, τα σκυμμένα πρόσωπα. Λιγοστά. Όποτε κοιτάζω αυτές τις φωτογραφίες, μου πιάνεται η ψυχή. Γιατί η κοπέλα πιάνει το πρόσωπό της, το κεφάλι της, σταυρώνει τα χέρια κοιτάζοντας επιτακτικά στο ιερό;

Κι εκείνα τα τεράστια αγάλματα από πάνω, θα δείξουν συμπόνια στο μικρό σκυμμένο κεφαλάκι του έφηβου; Το κοριτσάκι (σε προηγούμενο θέμα) καθόταν τόσο στητά που μου φάνηκε μαθήτρια θρησκευτικού σχολείου. Σαν να διεκπεραίωνε υποχρέωση.




Α, τι ωραίος που είναι ο καθεδρικός! Μαρμάρινος, με χρυσές λεπτομέρειες, αλφαδιασμένα ξύλινα στασίδια! Μια γεωμετρία απάλυνσης του ανθρώπινου πόνου. Ο κόσμος τετραγωνίζεται, αποκτά τρούλο, δείχνει πιο ασφαλής από όσο είναι έξω και μέσα μας. Και καμπαναριά υψώνονται βοηθώντας τη φωνή να φτάσει πιο ψηλά.

Αγάλματα και εικόνες εκατέρωθεν – «εδώ σε ακούμε» φαίνονται να λένε. «Ησύχασε». Από παντού.

Στις πανοραμικές φωτογραφίες, τα σκυμμένα κεφάλια δεν ξεχωρίζουν – αλλά είναι εκεί. Μέρος του σκηνικού. Σκύβουν στην ανθρώπινη έκφραση της ουράνιας τάξης, ζητώντας λίγη και στη ζωή τους.

Δεν ξέρω αν είναι μαζοχιστικό χαρακτηριστικό μου ή σύμπτωση, αλλά την πρώτη μέρα που έφτασα, είδα ένα παλιό νεκροταφείο από το παράθυρο του ξενοδοχείου και ήταν το πρώτο μέρος που επισκέφτηκα. Και είναι οι άλλες φωτογραφίες, που μου πιάνουν την ψυχή.


Ένα από τα πρώτα πράγματα που είδα, φάνηκε σαν βάρκα που χρησιμοποιήθηκε για αλλού. Το ζωντανό λουλούδι μέσα της μου θύμισε μια άλλη φωτογραφία, από τη Δοϊράνη.

Ξάφνου, άκουσα μέσα μου τους γνωστούς στίχους που δεν ήταν για μια ιδέα, ούτε για τη ζωή. Ήταν για την απουσία. Η μνήμη: ένα αδειανό πουκάμισο, μια Ελένη.

Φωτογράφιζα τα λόγια της θλίψης, σκεφτόμενος πως είναι ίδια σε όλες της γλώσσες – και ας μην τις μιλάς. Το άγαλμα τώρα θυμίζει τα σκυμμένα πρόσωπα του ναού - και οι επιτύμβιοι τις λέξεις τους. Όλα μαρμαρωμένα.


Πρώην κομμουνιστικό κράτος: η ζωή σε τετράγωνα. Η ύβρις της λογικής, του οργανωμένου, του τάχα μου ασφαλούς, δεν δείχνει πουθενά τόσο κενή όσο απέναντι στη μόνη αμετακλητότητα της ζωής. Δεν προσπάθησαν καν να θίξουν το θέμα.


Η φθορά κι αυτού του θανάτου. Και πίσω, θολά, πάντα η χαρά της ζωής.


Τα φθινοπωρινά φύλλα – με σκιές πάνω τους. Ο πιο βουβός συμβολισμός.


Ως και οι γάτοι των νεκροταφείων ήταν εκεί (Κι εγώ ανάμεσα στους συγγενείς των πεθαμένων / κυκλοφορώ / ο συγγενής των γάτων / που είναι άγριοι και μόνοι / και ποτέ δεν μ’ άφησαν / να τους χαϊδέψω). Μάλιστα, ο συγκεκριμένος (τον έβλεπα από το παράθυρο) τριγυρνούσε πάντα στο ίδιο μέρος. Ήταν τάφος τέως πρωθυπουργού και αν δεν είχε πεθάνει πριν 50 τόσα χρόνια, θα ορκιζόμουν πως είναι δικός του. Γιατί μπορεί «Ο Πρόεδρος! / Ακίνητη. Στο κέντρο.» Μπορεί «Χειροκροτήματα. / Α κ ί ν η τ η.»

Αλλά δεν υπάρχει πίστη σαν της γάτας.


Σας μελαγχόλησα.

Λίγο οι φωτογραφίες, λίγο η μετασεπτεμβριανή μελαγχολία της επιστροφής στην καθημερινότητα, λίγο η φθινοπωρινή Θεσσαλονίκη – μαζεύονται πολλά.

Σε τελευταία ανάλυση... τα πραγματικά ανθρώπινα, τα βρίσκεις συνεχώς μπροστά σου όταν επισκέπτεσαι το βασίλειό τους. Πείτε μου εκκλησία και νεκροταφείο που να μη γεννούν σκέψεις που ξεπερνάνε και διακοπές και το καινούριο παρά σε πάνε πίσω στο βασικό και αιώνιο.

Λοιπόν, έτσι ήταν η παραμονή μου έξω; Γεμάτη βαριά ερωτήματα; Θα σας βγάλω ψεύτες... Και γέλασα, και ήπια, και μέθυσα και έφαγα – και γνώρισα καλό κόσμο. Και όσον αφορά τα βαριά και οριζόντια, το όρθιο αλφάδι – να πάρει – νικάει το ξαπλωτό, ακόμα (ή ιδίως) ξαπλωμένο.

Μια ακόμα για το δρόμο...


Οκτωβρίου 01, 2006


Η γραφομηχανή, η σόμπα, τα κινητά και... η μπρίζα

Όταν το ’90 έφευγα για να μείνω μόνιμα στο εξωτερικό, πήρα μαζί μου μια ελληνική γραφομηχανή. Θα χρειαζόταν στην αλληλογραφία μου με επιχειρήσεις και οργανισμούς της Ελλάδας. Σκεφτόμουν μάλιστα με περηφάνια όταν την τακτοποιούσα (δίπλα σε μια φινλανδική γραφομηχανή) ότι είμαι πολύ καλά εξοπλισμένος.

Δεν τη χρησιμοποίησα ούτε μια φορά. Το ’91 γνώρισα τους υπολογιστές - μάλιστα, στον πρώτο που έγραψα έσπασα το space, καθώς το βαρούσα... αναλογικά. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, είναι ασύλληπτο για αλλαγή γλώσσας σε ένα κείμενο να αλλάζεις μηχανή. Απλώς πατάς Alt-Shift.

Είχα και μια παλιά γραφομηχανή, αγγλική και μαύρη σαν αυτή της φωτογραφίας. Δυστυχώς, μια οικογενειακή ατυχία, μας έκανε να τη χάσουμε. Είχε ένα πράσινο πρόσθετο κουμπί πάνω της, σαν ουλή, που την έκανε να μοιάζει ακόμα πιο παλιά – και… ‘δικιά μας’.

Πολλές φορές αναρωτιέμαι αν θα έπρεπε να την αναζητήσω.

Από τα ‘παλιά’ πράγματα της οικογένειας, έχω ακόμα μια μονοκόμματη μαντεμένια σόμπα με λεπτή διακόσμηση και ασήκωτη (πρέπει να ζυγίζει τουλάχιστον 250 κιλά), ένα ρολόι τοίχου που δεν δουλεύει πια, μια και δεν βρίσκεται μάστορας να το επιδιορθώσει και μια σκαλιστή οβίδα από τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αναφέρεται η μάχη, η ημερομηνία, η τοποθεσία και το όνομα αυτού που τη σκάλισε. Πάνω της ο δικέφαλος αετός, η κορώνα, τα συναφή. (Αλήθεια, υπάρχει άλλο κράτος να σκαλίζει οβίδες και να τις μετατρέπει σε βάζα;)

Έχω όμως μερικές αγάπες για παλιά πράγματα, σαν φετίχ. Πάντα ήθελα ένα παλιό ραδιόφωνο – από εκείνα τα τεράστια, σωστά κουτιά επικοινωνίας: πάνω τους δεν είχαν απλώς μεγακύκλους και νούμερα, αλλά ονόματα πόλεων. OSLO – WARSAW, MOSCOW, PARIS, ROME. Μηχανήματα που σε καλούσαν να έρθεις σε επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο. Έχω φτάσει στο ‘παραπέντε’ να αποκτήσω ένα: πριν χρόνια, βρήκα ένα όπως ακριβώς το ήθελα. Μου είπαν πως ήταν ‘κλεισμένο’ και εάν δεν περνούσε ο πελάτης την επομένη, θα το έπαιρνα. Δυστυχώς, ο πελάτης πέρασε.

Μια άλλη μου αγάπη τελευταία, είναι τα κινητά μου. Τα παρακολουθώ από παλιά (μάλιστα, ήμουν μάλλον ο πρώτος που έκανε πειράματα η NOKIA για την φωνητική αναγνώριση στα ελληνικά). Τα πρώτα κινητά τα είδα στο δρόμο όπου βλέπαμε τα πυροτεχνήματα, την πρωτοχρονιά του ’90: ήταν ένα κανονικό αναλογικό σταθερό που το κρατούσε μια γιαγιά με δυο χέρια ενώ ένας παππούς δίπλα της, ευχόταν όλο καμάρι από το ακουστικό χρόνια πολλά – μάλλον στα παιδιά τους. Σε ένα χρόνο τα κινητά έγιναν μικρότερα (στο μέγεθος μεγάλου μπουκαλιού Coca Cola) γεμάτα γωνίες και κεραίες 20 εκατοστά. Σε δύο χρόνια, χανόντουσαν στην παλάμη. Το πρώτο πραγματικά καταναλωτικό κινητό της ΝΟΚΙΑ (τώρα φαίνεται σαν παντόφλα) θα το αγοράσω – πρώτα για μένα που ‘μου μιλάει’ και ίσως γι’ αυτό, πιστεύω πως σε 5-10 χρόνια θα και για τους άλλους πραγματικά συλλεκτικό κομμάτι.

Με τους υπολογιστές ποτέ δεν είχα τέτοια προσωπική σχέση: τους αγαπάω όσο με εξυπηρετούν αλλά τους ξεχνάω εντελώς μόλις αποκτήσω το νέο. Ο ATARI ενός φίλου μου, που παίζαμε σκάκι στην τηλεόραση και έκανε μια ώρα να φορτώσει το πρόγραμμα από κασέτα, δεν με είχε εντυπωσιάσει καθόλου. Αν έπαιζε brake-out, θα το ζήλευα. Είμαι βλέπετε της ενδιάμεσης γενιάς που μεγάλωσε με ‘ηλεκτρονικά παιχνίδια’ (έτσι τα λέγαμε). Pac-man, τουβλάκια, μέλισσες, που τα παίζαμε σε ειδικά μαγαζιά (‘ηλεκτρονικών’). Ήμουν άσσος στα τουβλάκια – σε σημείο να μου βγάζουν την μπρίζα επειδή έπαιζα πολλή ώρα. (Φασιστική πράξη: αχ και να ήξερα τα δικαιώματά μου! – όταν έριχνα τα δεκάρικα ήταν καλά!)

Άντε, μου βγήκε και ο οργισμένος δεκαπεντάχρονος.

Με τον Pac-man ποτέ δεν τα πήγαινα πολύ καλά. Το βαριόμουν, κι ευτυχώς: ήταν τόσο δημοφιλής, που έπρεπε να περιμένεις ώρες μέχρι να έρθει η σειρά σου.

(Τον αλήτη τον μαγαζάτορα που μου έβγαζε την μπρίζα!!!)

Γύρω στα 88-89, βγήκαν και τα τετρίς σε φορητά παιχνίδια. Θυμάμαι τη μητέρα μου να μου λέει κατά τις δώδεκα «άντε, σταμάτα να παίζεις». Κι εγώ, «εντάξει». Μετά από είκοσι λεπτά (νόμιζα), την ακούω να σηκώνεται: έπαιζα όλη νύχτα!

Χμ… τι ήθελα να πω; Α, ναι: για τη χαμένη γραφομηχανή. Για τη σόμπα, το παλιό ραδιόφωνο, τα κινητά…

Και τον αλήτη τον μαγαζάτορα που μου έβγαζε την μπρίζα!!!


Οι φωτογραφίες είναι από εδώ κι από εκεί