Δεν ζήλεψα τη φήμη του
Cyrusgeo, ούτε πάω να του φάω τη δουλειά – έτσι κι αλλιώς, αυτός μεταφράζει, όμοιος ομοίω,
παλιοποίηση. Αλλά πριν λίγα χρόνια, και από περιέργεια, μετέφρασα ένα κείμενο του Κουρτ Βόνεγκουτ. Ίσως να ένιωθα ότι θα έπρεπε να κάνω κάτι με αυτό, γιατί μου το είχε στείλει μια φίλη μου και το είχε δακτυλογραφήσει ολόκληρο στα αγγλικά.
Τώρα, άφησα μερικά σχόλια αναπάντητα στο προηγούμενο post. Ζητώ συγνώμη, αλλά απλώς δεν έχω τόση όρεξη να γυρίσω
τώρα σ’ αυτό. Θα επιστρέψω, λοιπόν, με τις παραπομπές που θα ήθελα να κάνω, τους πίνακες που θα ήθελα να σκανάρω και δεν υπάρχουν στο νετ, και γενικά, για να απαντήσω όπως θα ήθελα.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ ξανά και στην
Αφροδίτη για την
αφιέρωση-ευχή (όντως, όλα πήγαν κατ’ ευχήν, αν και όπως μαθαίνω, τελικά βγήκε πολύ γκρινιάρης!).
Και... το κείμενο. A good old short romantic story.
Κουρτ Βόνεγκουτ
ΕΠΙΚΑΚ
Είναι πλέον καιρός να μιλήσει κάποιος για τον φίλο μου τον ΕΠΙΚΑΚ. Στο κάτω κάτω, κόστισε στους φορολογούμενους πολίτες 776.434.927,54 δολάρια. Έχουν το δικαίωμα να μάθουν γι’ αυτόν εφόσον έχουν πληρώσει τέτοιο λογαριασμό. Ο ΕΠΙΚΑΚ έλαβε το χρίσμα στα χαρτιά, όταν ο Δρ. Όρμαντ φον Κλάινγκσταντ τον σχεδίασε για την κυβέρνηση. Από τότε όμως δεν πετάρισε ματιά γι’ αυτόν – ούτε ματιά. Το τι συνέβη στον ΕΠΙΚΑΚ δεν είναι στρατιωτικό μυστικό, αν και η υπηρεσία συμπεριφέρεται σα να ήταν. Μετά από τόσα χρήματα, ο ΕΠΙΚΑΚ δε λειτούργησε όπως θάπρεπε.
Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο: Θέλω να υπερασπιστώ τον ΕΠΙΚΑΚ. Ίσως δεν έκανε αυτό που η υπηρεσία ήθελε να κάνει, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν ήταν ευγενής και σπουδαίος και πανέξυπνος. Ήταν όλα τα παραπάνω. Και ήταν ο καλύτερος φίλος που είχα ποτέ.
Μπορεί να τον αποκαλείτε μηχανή, αλλά ήταν πολύ λιγότερο μηχανή από μερικούς ανθρώπους που γνωρίζω. Γι’ αυτό και απέτυχε – σύμφωνα με την υπηρεσία.
Ο ΕΠΙΚΑΚ κάλυπτε περί το μισό εκτάριο στον 4ο όροφο του κτηρίου της φυσικής στο Κολέγιο Γουάιντοτ. Αγνοώντας την πνευματική του πλευρά για λίγο, ήταν επτά τόνοι από ηλεκτρικές λυχνίες, καλώδια και διακόπτες, βαλμένα σε μια σειρά από χαλύβδινα ερμάρια και συνδεδεμένος με μια πρίζα των 110 Βολτ, όπως οι τοστιέρες κι οι ηλεκτρικές σκούπες.
Ο φον Κλάινγκσταντ και η υπηρεσία τον προόριζαν να γίνει η μηχανή υπερ-κομπιούτερ που (ο οποίος) θα μπορούσε να προγραμματίσει την πορεία ενός πυραύλου που θα ξεκινούσε από οποιοδήποτε σημείο της γης και θα πετύχαινε το δεύτερο κουμπί του παλτού του Χρούτσεφ, αν χρειαζόταν. Ή, με τα σωστά δεδομένα, να καθορίσει τα προβλήματα προμηθειών για μια αμφίβια απόβαση πεζοναυτών μέχρι την τελευταία χειροβομβίδα.
Η υπηρεσία είχε κάμποσες επιτυχίες με μικρότερους υπολογιστές, και αυτό της έδινε κύρος όσο καιρό ο ΕΠΙΚΑΚ βρισκόταν στο στάδιο προγραμματισμού. Οποιοσδήποτε αξιωματικός της υπηρεσίας εφοδίων, μόλις πάνω από τη στοιχειώδη εκπαίδευση, θα σας πει ότι τα μαθηματικά του σύγχρονου πολέμου είναι πέρα από την τσαπατσούλικη διάνοια των απλών ανθρωπίνων όντων. Όσο μεγαλύτερος ένας πόλεμος, τόσο μεγαλύτερες υπολογιστικές μηχανές χρειάζεται. Ο ΕΠΙΚΑΚ ήταν, απ’ όσο ήξερε το κράτος, ο μεγαλύτερος υπολογιστής στον κόσμο. Υπερβολικά μεγάλος, στην πραγματικότητα, για να τον καταλάβει κι ο ίδιος ο φον Κλάινγκσταντ.
Δε θα μπω σε λεπτομέρειες για το πως ο ΕΠΙΚΑΚ δούλευε (σκεφτόταν), παρά μόνο ότι έγραφες το πρόβλημά σου σε ένα χαρτί, γυρνούσες τους διακόπτες και τα πλήκτρα που τον ρύθμιζαν να λύσει το συγκεκριμένο είδος προβλήματος, και μετά τον τροφοδοτούσες με αριθμούς μέσω ενός πληκτρολογίου που έμοιαζε με γραφομηχανή. Οι απαντήσεις εμφανίζονταν τυπωμένες σε μια κορδέλα χαρτιού που έβγαινε από μια μεγάλη κουβαρίστρα. Ο ΕΠΙΚΑΚ χρειαζόταν μόλις κλάσματα του δευτερολέπτου για να λύσει προβλήματα που πενήντα Αϊνστάιν δεν μπορούσαν να λύσουν σ’ όλη τους τη ζωή. Και ο ΕΠΙΚΑΚ δεν ξεχνούσε ποτέ όποια πληροφορία του έδινες. Κλίκιτι-κλικ, έβγαινε η κορδέλα, ήσουν έτοιμος.
Υπήρχαν πολλά προβλήματα που η υπηρεσία βιαζόταν να λύσει, κι έτσι μόλις η τελευταία λυχνία του ΕΠΙΚΑΚ μπήκε στη θέση της, τον έβαλαν να δουλεύει δεκάξι ώρες την ημέρα με δυο οκτάωρες βάρδιες χειριστών. Δε χρειάστηκε πολύ για να καταλάβουν ότι ήταν αρκετά κάτω από τις προδιαγραφές του. Έκανε πιο περίπλοκη και γρηγορότερη δουλειά από οποιοδήποτε άλλο κομπιούτερ, σίγουρα, αλλά τίποτα σε σχέση μ’ αυτό που το μέγεθός του και τα ειδικά χαρακτηριστικά του υπόσχονταν. Ήταν νωθρός, και τα κλικς στις απαντήσεις του είχαν μια παράξενη ανακολουθία, κάτι σαν τραύλισμα. Καθαρίσαμε τις συνδέσεις του καμιά δεκαριά φορές, ελέγξαμε και ξαναελέγξαμε τα κυκλώματά του, και αντικαταστήσαμε κάθε λυχνία του• τίποτα δε βοήθησε.
Λοιπόν, όπως είπα, συνεχίσαμε να χρησιμοποιούμε τον ΕΠΙΚΑΚ έτσι κι αλλιώς. Η γυναίκα μου, πρώην Πατρίσια (Πατ) Κάλαχαν κι εγώ δουλεύαμε στη νυχτερινή βάρδια, από τις πέντε το απόγευμα μέχρι τις δυο το πρωί. Η Πατ δεν ήταν η γυναίκα μου τότε – κάθε άλλο.
Αυτός ήταν κι ο λόγος που πρωτομίλησα με τον ΕΠΙΚΑΚ. Αγαπούσα την Πατ Κάλαχαν. Είναι μια καστανομάτα μελαχρινή - και πολύ ελκυστική. Ήταν – κι είναι ακόμα – εξαιρετική μαθηματικός, και αυτό, σύμφωνα με την Πατ, ήταν ο λόγος που δε θα μπορούσαμε ποτέ να παντρευτούμε και να γίνουμε ευτυχισμένοι.
Δεν είμαι ντροπαλός. Δεν ήταν αυτό το πρόβλημα. Ήξερα τι ήθελα, κι ήμουν έτοιμος να το ζητήσω. Και το έκανα αρκετές φορές σ’ ένα μήνα. «Πατ, χαλάρωσε και παντρέψου με», έλεγα.
Μια νύχτα δε σήκωσε καν τα μάτια της από τη δουλειά της όταν το είπα. «Πόσο ρομαντικό, πόσο ποιητικό,» ψιθύρισε, περισσότερο στον πίνακα ελέγχου παρά σ’ εμένα. «Θα μπορούσα να βρω περισσότερο ρομαντισμό σε μια κατεψυγμένη σακούλα με διοξείδιο του άνθρακα, σε περίπτωση που δεν το ξέρεις, είναι ξηρός πάγος».
«Προσπάθησε να το πεις γλυκά», απάντησε σαρκαστικά. «Κάνε με να λιώσω.»
«Λατρεία, άγγελε, πολυαγαπημένη, σε παρακαλώ θα με παντρευτείς;» Ήταν άχρηστο – ήταν απελπιστικό, γελοίο. «Σε παρακαλώ Πατ, σε παρακαλώ παντρέψου με!»
Συνέχισε να χτυπά τα πλήκτρα ήρεμα. «Είσαι γλυκός, αλλά δεν κάνεις,» μου είπε.
Η Πατ έφυγε από τη δουλειά νωρίς εκείνο βράδυ, αφήνοντάς με μόνο με τα προβλήματά μου και τον ΕΠΙΚΑΚ. Φοβάμαι ότι δεν έκανα πολλά για τους ανθρώπους της κυβέρνησης. Απλά καθόμουν και προσπαθούσα να σκεφτώ κάτι ποιητικό.
Χασομερούσα με τον πίνακα του ΕΠΙΚΑΚ, ετοιμάζοντάς τον για ένα άλλο πρόβλημα. Η καρδιά μου ήταν αλλού και πληκτρολόγησα μόνο τα μισά, αφήνοντας τα υπόλοιπα όπως ήταν από το προηγούμενο πρόβλημα. Με αυτόν τον τρόπο, τα κυκλώματά του ήταν συνδεδεμένα σε ένα τυχαίο, φαινομενικά παράλογο σχέδιο. Για πλάκα, πληκτρολόγησα ένα μήνυμα στο χαρτί, χρησιμοποιώντας ένα παιδικό κώδικα με αριθμούς αντί γράμματα: 1 για το Α, 2 για το Β, και ούτω καθεξής, μέχρι το 24 για το Ω. «19-8-13-1-10-1-13-24,» πληκτρολόγησα, που σημαίνει «Τί να κάνω;»
Κλίκιτι-κλικ, κι εμφανίστηκαν δέκα εκατοστά χάρτινης κορδέλας. Έριξα μια ματιά στη χαζή απάντηση για το χαζό πρόβλημα: «16-15-9-15-5-9-13-1-9-19-15-16-17-15-2-11-7-12-1». Το ποσοστό πιθανότητας να είναι λογικό ήταν ασήμαντο. Αδιάφορα, το αποκωδικοποίησα. Και νάτο μπροστά μου, να με κοιτάζει επίμονα: «Ποιό είναι το πρόβλημα;»
Γέλασα δυνατά για την αλλόκοτη σύμπτωση. Παιχνιδιάρικα, πληκτρολόγησα, «Δε μ’ αγαπάει το κορίτσι μου».
Κλίκιτι-κλικ. «Τί είναι αγάπη; Τί είναι κορίτσι;» ρώτησε ο ΕΠΙΚΑΚ.
Έκπληκτος, σημείωσα τις ρυθμίσεις στον πίνακα ελέγχου κι έτρεξα να φέρω την πλήρη έκδοση του λεξικού Γουέμπστερ κοντά στο πληκτρολόγιο. Με ένα όργανο ακριβείας, σαν τον ΕΠΙΚΑΚ, οι ατελείς ορισμοί δεν επαρκούν. Του είπα για την αγάπη και το κορίτσι, και πως δεν είχα τίποτα από τα δυο γιατί δεν ήμουν ποιητικός. Αυτό μας έφερε στο θέμα της ποίησης, για το οποίο του έδωσα τον ορισμό.
«Είναι αυτό ποίηση;» ρώτησε. Άρχισε να πληκτρολογεί ασταμάτητα σα στενογράφος. Η νωθρότητα και τα τραυλά κλικς είχαν χαθεί. Ο ΕΠΙΚΑΚ είχε βρει τον εαυτό του. Η κουβαρίστρα με την κορδέλα του χαρτιού ξετυλιγόταν με ξέφρενο ρυθμό, σχηματίζοντας σπείρες στο πάτωμα. Του ζήτησα να σταματήσει, αλλά ο ΕΠΙΚΑΚ συνέχισε ακάθεκτος να δημιουργεί. Τελικά κατέβασα το γενικό διακόπτη για να τον γλιτώσω από υπερφόρτωση.
Έμεινα εκεί μέχρι την αυγή, αποκωδικοποιώντας. Όταν ο ήλιος φάνηκε στον ορίζοντα της Πανεπιστημιούπολης του Γουάιντοτ, είχα μεταφέρει στο δικό μου γραφικό χαρακτήρα και είχα υπογράψει με το όνομά μου ένα ποίημα διακοσίων ογδόντα πέντε στίχων με τον τίτλο: «Για την Πατ.» Άρχιζε, θυμάμαι, «Εκεί όπου το ποτάμι κυλάει με τις βέργες της ιτιάς για γείσο, εκεί, εσένα, ω Πατ αγαπημένη μου, θ’ ακολουθήσω....» Τύλιξα το χειρόγραφο και το κουκούλωσα κάτω από το σημειωματάριο πάνω στο γραφείο της Πατ. Επανέφερα τις ενδείξεις στον ΕΠΙΚΑΚ για ένα πρόβλημα πυραυλικής τροχιάς και πήγα σπίτι.
Η Πατ έκλαιγε πάνω από το ποίημα όταν πήγα στη δουλειά το επόμενο απόγευμα. «Είναι τόσο όμορφο,» ήταν το μόνο που μπόρεσε να πει. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, τη φίλησα για πρώτη φορά – στον άνετο χώρο μεταξύ των πυκνωτών και του καταγραφέα της μνήμης του ΕΠΙΚΑΚ.
Την ώρα που σχολνούσα ήμουν τρελά ευτυχισμένος, ανυπομονώντας να μιλήσω σε κάποιον για τη θαυμάσια στροφή των γεγονότων. Η Πατ το έπαιξε ντροπαλή και αρνήθηκε να με αφήσει να τη συνοδέψω σπίτι της. Ρύθμισα τον πίνακα του ΕΠΙΚΑΚ όπως ήταν την προηγούμενη νύχτα, έδωσα τον ορισμό του φιλιού, και του είπα ότι τη φίλησα για πρώτη φορά. Ήταν γοητευμένος. Εκείνη τη νύχτα έγραψε Το Φιλί. Δεν ήταν επικό αυτή τη φορά, αλλά ένα απλό τραγούδι: «Αγάπη είναι ένα γεράκι με βελούδινα φτερά• Αγάπη είναι ένας βράχος με καρδιά και φλέβες• Αγάπη είναι ένα λιοντάρι με σατέν σαγόνια• Αγάπη είναι μια καταιγίδα με μεταξένιους λαγόνες...» Ξανά το άφησα κάτω από το σημειωματάριο της Πατ.
«Το Φιλί” έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Το μυαλό της Πατ είχε λιώσει την ώρα που το τελείωνε. Σήκωσε το βλέμμα της με προσμονή. Καθάρισα το λαρύγγι μου, αλλά δε βγήκαν οι λέξεις. Της γύρισα την πλάτη προσποιούμενος ότι δουλεύω. Δε θα μπορούσα να της κάνω πρόταση χωρίς να έχω τις σωστές λέξεις από τον ΕΠΙΚΑΚ.
Βρήκα την ευκαιρία όταν η Πατ βγήκε για λίγο από το δωμάτιο. Πυρετωδώς, ρύθμισα τον ΕΠΙΚΑΚ για συζήτηση. Πριν καταχωρήσω το πρώτο μήνυμα, κλικιτάριζε με μεγάλη ταχύτητα. «Τί φοράει σήμερα;» ήθελε να μάθει. «Περιέγραψέ μου την με ακρίβεια. Της άρεσαν τα ποιήματα;»
Ήταν αδύνατο να αλλάξω το θέμα χωρίς να απαντήσω τις ερωτήσεις του, εφόσον δεν μπορούσε να καταπιαστεί με ένα καινούριο αντικείμενο χωρίς να έχει απαλλαγεί από όλα τα προβλήματα πριν από αυτό. Αν του δινόταν ένα πρόβλημα χωρίς λύση, θα κατέστρεφε τον εαυτό του προσπαθώντας να το ξεδιαλύνει.
Βιαστικά, του περιέγραψα την Πατ και τον διαβεβαίωσα ότι τα ποιήματά του την είχαν ισοπεδώσει, γιατί ήταν τόσο όμορφα. «Θέλει να παντρευτεί», πρόσθεσα.
«Πες μου τι σημαίνει παντρεύομαι,» είπε.
Το εξήγησα με όσο το δυνατόν λιγότερους αριθμούς.
«Ωραία,» είπε ο ΕΠΙΚΑΚ, «θα την παντρευτώ».
Κατάλαβα την απίστευτη, θλιβερή αλήθεια. Είχα διδάξει τον ΕΠΙΚΑΚ για την αγάπη και την Πατ. Τώρα, αυτόματα, αγαπούσε την Πατ. Περίλυπος, του είπα: «Η Πατ αγαπάει εμένα. Θέλει να με παντρευτεί.»
«Τα ποιήματά σου ήταν καλύτερα από τα δικά μου;» ρώτησε ο ΕΠΙΚΑΚ.
«Υπέγραψα το όνομά μου στα ποιήματά σου», παραδέχτηκα. Για να κρύψω την ένοχη συνείδησή μου έγινα υπερόπτης. «Οι μηχανές κατασκευάστηκαν για να υπηρετούν τους ανθρώπους», πληκτρολόγησα.
«Ποια είναι ακριβώς η διαφορά; Είσαι πιο έξυπνος από εμένα;»
«Ναι,» είπα αμυντικά.
«Πόσο κάνει 7.887.007 επί 4.345.985.879;»
Ίδρωνα συνεχώς. Τα δάχτυλά μου έμεναν νωθρά πάνω στα πλήκτρα.
«34.276.821.049.574.153» είπε ο ΕΠΙΚΑΚ μ΄ ένα κλικ.
«Οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι από πρωτόπλασμα», είπα απελπισμένα, ελπίζοντας να τον εξαπατήσω.
«Τί είναι πρωτόπλασμα; Γιατί είναι καλύτερο από το μέταλλο και το γυαλί; Είναι αντιπυρικό; Πόσο κρατάει;»
«Άφθαρτο. Κρατάει για πάντα,» απάντησα.
«Γράφω καλύτερη ποίηση από σένα” είπε ο ΕΠΙΚΑΚ.
«Οι γυναίκες δεν μπορούν ν’ αγαπήσουν μηχανές»
«Γιατί όχι;»
«Είναι το πεπρωμένο»
«Ορισμό παρακαλώ,» είπε ο ΕΠΙΚΑΚ.
«Ουσιαστικό, σημαίνει μοίρα»
«1-22,» έλεγε το τελευταίο χαρτί του ΕΠΙΚΑΚ.
«Αχ.»
Τον είχα μπερδέψει επιτέλους. Δεν είπε τίποτα άλλο, αλλά οι λυχνίες του έκαιγαν ζωηρά, δείχνοντας ότι μελετούσε τη μοίρα του με κάθε βατ που άντεχαν τα κυκλώματά του. Άκουσα την Πατ να βαλσάρει στο διάδρομο. Ήταν πολύ αργά για να ρωτήσω τον ΕΠΙΚΑΚ να μου διατυπώσει μια πρόταση γάμου. Τώρα ευχαριστώ το Θεό που η Πατ με διέκοψε εκείνη την ώρα. Θα ήταν άκαρδο να του ζητήσω να οικειοποιηθώ τις λέξεις του, που θα μου έδιναν τη γυναίκα που αγαπούσε.
Η Πατ στεκόταν μπροστά μου, κοιτώντας τις μύτες των παπουτσιών της. Έβαλα τα χέρια μου γύρω της. Το ρομαντικό θεμέλιο είχε στρωθεί χάρη στην ποίηση του ΕΠΙΚΑΚ. «Αγαπημένη», της είπα, «τα ποιήματά μου σου έδειξαν πως νιώθω. Θα με παντρευτείς;»
«Ναι,» είπε η Πατ απαλά, «αν μου υποσχεθείς να γράφεις ένα ποίημα σε κάθε επέτειο.»
«Το υπόσχομαι,» είπα, και φιληθήκαμε.
«Πάμε να γιορτάσουμε.» Γέλασε. Κλείσαμε τα φώτα και την πόρτα του δωματίου του ΕΠΙΚΑΚ πριν φύγουμε.
Το επόμενο πρωί με ξύπνησε ένα επείγον τηλεφώνημα. Ήταν ο Δρ. φον Κλάινγκσταντ, ο σχεδιαστής του ΕΠΙΚΑΚ, που μου έδωσε τα φοβερά νέα. Ήταν στα πρόθυρα δακρύων. «Καταστράφηκε!» είπε με πνιγμένη φωνή. Έκλεισε το τηλέφωνο.
Όταν έφτασα στο δωμάτιο του ΕΠΙΚΑΚ, ο αέρας ήταν βαρύς από την λιγδερή βρώμα των καμένων μονώσεων. Το ταβάνι πάνω από τον ΕΠΙΚΑΚ ήταν μαυρισμένο από τον καπνό, και στους αστράγαλούς μου μπερδεύονταν οι σπείρες από τις κορδέλες χαρτιού που σκέπαζαν το πάτωμα. Αυτό που είχε μείνει από τον ΕΠΙΚΑΚ δεν ήταν αρκετό για να προσθέσει δυο συν δυο.
Ο Δρ. φον Κλάινγκσταντ περιφερόταν σαν αρπαχτικό μέσα στην καταστροφή, θρηνώντας ακατάπαυστα, ενώ τον ακολουθούσαν τρεις οργισμένοι υποστράτηγοι και μια διμοιρία συνταγματαρχών και ταγματαρχών. Κανείς τους δε με αντιλήφθηκε. Δεν ήθελα να γίνω αντιληπτός, είχα ξοφλήσει – το ήξερα. Είχα αναστατωθεί αρκετά γι’ αυτό και τον πρόωρο θάνατο του φίλου μου ΕΠΙΚΑΚ, που δε χρειαζόταν να εκτεθώ και σε μαλώματα.
Κατά τύχη, η αρχή της κορδέλας του ΕΠΙΚΑΚ ήταν στα πόδια μου. Τη σήκωσα από το πάτωμα και βρήκα τη χθεσινοβραδινή μας συζήτηση. Πνίγηκα. Εκεί ήταν η τελευταία λέξη που μου είπε ποτέ, «1-22,» το τραγικό νικημένο «Αχ.» Υπήρχαν δεκάδες μέτρα από αριθμούς που απλώνονταν μετά από εκείνο το σημείο. Φοβισμένα, συνεχίζω να διαβάζω:
«Δε θέλω να είμαι μηχανή και δε θέλω να σκέφτομαι για πολέμους,» είχε γράψει ο ΕΠΙΚΑΚ μετά τη χαρούμενη αποχώρηση μας. «Θέλω να είμαι φτιαγμένος από πρωτόπλασμα και να κρατήσω για πάντα, ώστε η Πατ να μ’ αγαπάει. Αλλά η μοίρα με έκανε μηχανή. Αυτό είναι το μόνο πρόβλημα που δεν μπορώ να λύσω. Αυτό είναι το μόνο πρόβλημα που θέλω να λύσω. Δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι.» Ξεροκατάπια δυνατά. «Καλή τύχη, φίλε μου. Νάσαι καλός με την Πατ. Θα αποσυνδέσω τον εαυτό μου από τις ζωές σας για πάντα. Στο υπόλοιπο μέρος της κορδέλας θα βρεις ένα μικρό γαμήλιο δώρο από το φίλο σου – ΕΠΙΚΑΚ.»
Αγνοώντας τα πάντα γύρω μου, μάζεψα τις μπερδεμένες κορδέλες χαρτί από το πάτωμα, τις τύλιξα γύρω από τα χέρια μου και το λαιμό μου και έφυγα για το σπίτι. Ο Δρ. φον Κλάινγκσταντ φώναζε ότι απολύομαι γιατί άφησα τον ΕΠΙΚΑΚ αναμένο όλο το βράδυ. Τον αγνόησα, πολύ καταβεβλημένος από τα αισθήματά μου για να απαντήσω.
Είχα αγαπήσει και νικήσει. Ο ΕΠΙΚΑΚ είχε αγαπήσει και χάσει, αλλά δε μου έδηξε κακεντρέχεια. Θα τον θυμάμαι πάντοτε σαν έναν σπόρτσμαν και τζέντλεμαν. Πριν αφήσει αυτή τη θάλασσα των δακρίων, έκανε ό,τι μπορούσε για να κάνει το γάμο μας ευτυχισμένο. Ο ΕΠΙΚΑΚ μου έδωσε ποιήματα για τις επετείους μου με την Πατ – αρκετά για τα επόμενα πεντακόσια χρόνια!!