Μαρτίου 24, 2007

Καλύτερη αστυνομία; Όχι ευχαριστώ.

Τελευταία κυκλοφορεί στα blogs μια διακήρυξη-διαμαρτυρία εναντίον της αστυνομίας και της αυθαιρεσίας της. Δυσκολεύομαι να την προσυπογράψω. Όχι γιατί δεν συμφωνώ, αλλά επειδή είναι σαν να ζητάμε μια όαση λογικής και πολιτικής συνείδησης στη χώρα μας.

Αυτό που κάνει τόσο χτυπητή την περίπτωση των αστυνομικών, είναι πως δουλειά τους είναι η επιβολή του νόμου. Επίσης, το ότι μέσα τους μαζεύονται λογής φυντάνια, καθώς η απόκτηση εξουσίας και η συντηρητική αντίληψη που κυριαρχεί στην αστυνομία (αυτά πάνε μαζί) έλκουν ανάλογους τύπους.

Αν αφαιρέσουμε το οξύμωρο του ‘καταλύω αυτό που προστατεύω’, και τον κλασικό συντηρητισμό ενός αστυνομικού, τι μένει;

Οι αστυνομικοί που καλύπτουν ένα συνάδελφό τους που παρανόμησε, δεν είναι κι αυτοί μια ομάδα εργαζομένων που βάζουν την συντεχνιακή αλληλεγγύη πάνω από κοινωνία και νόμους; Δεν λειτουργεί ολόκληρο το Δημόσιο έτσι; (για να μιλήσουμε μόνο γι’ αυτό).

Στην καθημερινότητα, δεν απαξιώνουν την κοινωνία οι αγρότες όταν κλείνουν τους δρόμους, οι κουκουλοφόροι όταν καίνε αυτοκίνητα, οι μαθητές όταν ορμώμενοι από ένα κόμμα επιβάλουν μια κατάληψη στους υπόλοιπους;

Όλες οι δημόσιες υπηρεσίες δεν είναι μπάχαλο; Στην Εφορία δεν μας εκβιάζουν, στο ΙΚΑ και στα νοσοκομεία δεν μας ξεφτιλίζουν, η κρατική Παιδεία δεν μας στέλνει στα φροντηστήρια; Γιατί ειδικά οι ταυτότητες και τα διαβατήρια έκαναν το ποτήρι να ξεχειλίσει;

Δεν μου είναι δύσκολο να φανταστώ τον αγρότη να φοράει κράνος, έναν κομματικοποιημένο φοιτητή να κρατάει ανάποδα το γκλομπ, ένα δημόσιο υπάλληλο να αυθαιρετεί βάναυσα - και ανάλογα, τον αστυνομικό να περιφρονεί νόμους και συμπολίτες, κλείνοντας τους δρόμους.

Γύρω μας υπάρχουν τύποι όπως ο Γιακουμάτος, ο Παναγιωτόπουλος, ο Κουλούρης, ο Ψωμιάδης, η Καννέλη, ο Κακαουνάκης, ο Τσαμτσίκας, ο Βερίκιος... Ξεχωρίσαμε τον Πολύδωρα; Και φυσικά, όλοι αυτοί υπάρχουν επειδή εμείς τους ψηφίζουμε ή τους παρακολουθούμε. Διορθώστε με αν κάνω λάθος, αλλά δεν είναι φτιαγμένη από κάποιους άλλους η κοινωνία μας. Δεν είναι άλλη η εκλογική βάση, το τηλεοπτικό κοινό. Και φυσικά: κάποιοι από εμάς θα γίνουν αστυνομικοί, κάποιοι δημόσιοι υπάλληλοι, κάποιοι αγρότες, κάποιοι πολιτικοί, ενώ ...κάποιοι ακόμα σπουδάζουν.

Καλύτερη αστυνομία; Όχι – έχουμε αυτήν που μας αξίζει. Εάν θέλουμε όντως καλύτερη αστυνομία, πρέπει πρώτα να θέλουμε καλύτερη κοινωνία. Αλλά τότε θα έπρεπε να γράψουμε διαμαρτυρία (και) ενάντια στον εαυτό μας.

Μαρτίου 22, 2007

Χατζιδάκις και το Βαλς των Χαμένων Ονείρων (2η εκδοχή)

Είχα κι άλλα να πω... και κάλιο αργά παρά ποτέ.


Κάποιοι τον αποκαλούνε ‘Μάνο’ – εγώ δεν μπορώ. Χρειάζομαι τη απόσταση του επιθέτου για να τον προσεγγίσω. Δεν είναι ‘δικός μου άνθρωπος’ κι ας μιλά στην καρδιά μου. Είναι κάποιος που ανέβηκε σε άλλο επίπεδο για να με συμπεριλάβει. Ε, αυτός ο τύπος δεν λέγεται ‘Μάνος’. Λέγεται ‘Χατζιδάκις’. Καλύτερα, ‘κύριος Χατζιδάκις’. Όσο κρατάμε τις αποστάσεις με τους εκφραστές της καρδιάς μας και τις μεγαλοφυίες της τέχνης, τόσο έχουμε γνώση και του δικού μας μέτρου. Και δεν ισοπεδώνουμε οτιδήποτε εύκολα.

Και αρχίζω να μιλώ για το τραγούδι, που με έχει εντυπωσιάσει εδώ και χρόνια, εκφράζοντας την πιο παλιά απορία: Γιατί «Βαλς των Χαμένων Ονείρων;» Ένα καρουζέλ είναι... Εξαιρετικό βέβαια – τρυφερό σε σημείο να πονάει, αφοπλιστικά όμορφο. Μια μουσική φράση ατελείωτη – και όταν λέω ‘ατελείωτη’, εννοώ χωρίς τέλος, χωρίς κατάληξη. Παραμένει ανοιχτή. Και γι αυτό επαναλαμβάνεται, ξανά και ξανά, σαν να θέλει να συμπληρωθεί. Κι έτσι γίνεται ‘ατελείωτη’ με την άλλη σημασία. Της ατέρμονης.

Η ίδια φράση ξανά και ξανά; Μα θα ήταν βαρετή! Κι εδώ έρχεται η δεύτερη (όχι αξιολογικά) τέχνη του μουσουργού: η ενορχήστρωση. Η μελωδία ανεβαίνει, φουντώνει, εκτινάσσεται, μέχρι που πέφτει ξανά στα μαλακά των μοναχικών πλήκτρων του πιάνου. (Είναι εκπληκτικό: αν ακούσετε με προσοχή, ενώ παίζει όλη ο ορχήστρα allegro, θα ακούσετε τις συγχορδίες της κιθάρας που πριν συνόδευαν το πιάνο). Στα παραμύθια (τέτοια είναι τα καρουζέλ) δεν υπάρχει χώρος για ακριβολογία και για λογική. Εφόσον ο ‘μάγος’ θέλει να ακούγεται η ασθενική κιθάρα δίπλα σε μια βαρβάτη ορχήστρα, κανείς δεν θα του το απαγορεύσει – και κανένας δεν θα παραξενευτεί.

Αλλά και το πιάνο (αυτά τα μαγικά δάχτυλα) ακούγονται στην αρχή, όπως και όταν το κομμάτι ξαναπροσγειώνεται στα εξ ων συνετέθη, σαν έγχορδο.

Και τι έγχορδο; Μια λατέρνα!

Ο Χατζιδάκις μάς ξεκινάει μιλώντας για «χαμένα όνειρα» από ένα δικό μας, προσωπικό σύμβολο του 'χαμένου': μια λατέρνα. (Υπάρχει και μια επανεκτέλεση αυτού του κομματιού, αγνώστων λοιπών στοιχείων, με τίτλο ‘Λατέρνα στο Στενό’, όπου το μακρινό όργανο σε πλησιάζει, παίζει δίπλα σου και σταματάει. Σαν να σου ζητάει κέρμα ο πλανόδιος οργανοπαίχτης.) Έχει κάποια πρόσθετα στοιχεία, αλλά κυριαρχεί η ίδια μονότονη και ανοιχτή μελωδία. Μια μελωδία που ποτέ δεν ‘τελειώνει’ - πάντα κάτι χρωστάς. Ή σου χρωστάει.

Και όταν στη λατέρνα προστίθενται όργανα και παίζουν όλα μαζί έντονα, η ατμόσφαιρα θυμίζει οτιδήποτε εκτός από συμφωνική ορχήστρα. Θυμίζει πανηγύρι, μπάντα του δρόμου, παρέλαση. Άλλοι συνειρμοί του ‘χαμένου’: σημαιάκια, κομφετί, φανταχτερές στολές στους δρόμους, αστραφτερά όργανα: ό,τι εντυπωσιάζει ένα παιδί.

Να είναι λοιπόν αυτό; Από τη μια η λατέρνα και η μπάντα του δρόμου και από την άλλη η ανοιχτή κι ‘ατελείωτη’ μελωδία που γεννούν το αίσθημα των ‘Χαμένων Ονείρων’; Από το ανικανοποίητο που σιγοκαίει μέσα μας βασανιστικά, σαν τ’ απαλά πλήκτρα του πιάνου ή της λατέρνας, στον επιβλητικό, σχεδόν επικό σπαραγμό και όλα πάλι από την αρχή;

Το ‘καρουζέλ’ ταιριάζει πολύ μ’ αυτό το είδος - όχι μουσικής αλλά υπόκρουσης. Όλα τα καρουζέλ και οι μηχανικές μπαλαρίνες που γυρνάνε σε ένα τοπίο-μινιατούρα έχουν μια μικρή, επαναλαμβανόμενη μουσική.

Και κυριολεκτικά, το ταξίδι ενός καρουζέλ είναι ένα αδιέξοδο, αποτελείται από κύκλους που δεν σε πάνε πουθενά: είτε κάθεσαι σε ένα αλογάκι, είτε κοιτάς τη μηχανική μπαλαρίνα. Ποτέ δεν ‘φτάνεις’ – απλώς κάποια στιγμή χάνεται η μουσική. (Ναι, δεν ‘τελειώνει’, δεν ‘κλείνει’ – χάνεται.) Και σταματάει η κίνηση.

Ποιο παιδί θα πει ότι ένας κύκλος στο καρουζέλ ήταν τέλειος, είχε κατάληξη, έφτασε εκεί που επιθυμούσε; Ποιο παιδί θα έλεγε ότι δεν θέλει άλλο ένα γύρο; Η κύρια διαφορά μεταξύ της μουσικής του καρουζέλ και του Χατζιδάκι, είναι πως η πρώτη δεν είναι αυξανόμενη – είναι μονότονη. Υπάρχει λόγος γι’ αυτό – και ίσως, ο πιο σημαντικός.

Σαν πράξη, τα καρουζέλ και οι μηχανικές μπαλαρίνες μοιάζουν με τελετές ‘παιδικής μαγείας'. Μας υπνωτίζουν, καθώς γυρνάμε οι ίδιοι ή κοιτάμε το αντικείμενο που περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, ακούγοντας την ίδια επαναλαμβανόμενη μουσική. Αυτό φέρνει κάτι από τις πιο ‘σοβαρές’ κι ‘ενήλικες’ τελετές δημιουργίας έκστασης με τεχνητά μέσα: από τις ταραντέλες που οδηγούν τους πιστούς σε έκσταση, μέχρι τα νταούλια των αναστενάρηδων πριν περπατήσουν στα κάρβουνα. Τα καρουζέλ μας βάζουν σε μια παραμυθένια κατάσταση, υπνωτίζοντάς μας με τα δικά τους, άδολα μέσα. Κλείνουν - όπως και οι μουσικοί των τελετών - τα παράθυρα προς τον έξω κόσμο και μας εμπνέουν να επικοινωνούμε με έναν κόσμο εσωτερικό, που οδηγεί σε μια παραμυθένια πραγματικότητα. Από αυτήν την άποψη, τα καρουζέλ και τα παλιά κουτιά μουσικής, μοιάζουν με ανύποπτες τελετές παιδικής μαγείας, με σύντομους εξορκισμούς της καθημερινής, ‘αληθινής’ πραγματικότητας.

Ο Χατζιδάκις ακολουθεί ακριβώς τη συνταγή των μουσικών που αποβλέπουν στην έκσταση: μελωδία και ρυθμός παραμένουν ίδιοι κι επαναλαμβανόμενοι, ξεκινάνε αργά, αυξάνουν διαρκώς την ένταση, ώσπου ξεσπάνε και προσγειώνονται ξανά στο αρχικό μοτίβο.

Και φτάνουμε στο τελικό περίβλημα, που είναι και ο γενικός τίτλος. Εδώ μπαίνει ένας πιο νέος χορός που κουβαλάει πάνω του την πατίνα του παλιού σαν τη λατέρνα, και που χορευτικά αποδίδεται με κύκλους σαν το καρουζέλ: είναι το βαλς. Είμαστε βλέπετε μεγάλοι, έχουμε γευτεί το μήλο, έχουμε φύγει από τον Παράδεισο... Μπορεί να είμαστε μαγεμένοι από τους επαναλαμβανόμενους ήχους, να νιώθουμε σαν ξαναμμένα παιδιά – αλλά ο δικός μας κυκλικός χορός σχηματίζεται από ενήλικα πέντε όγδοα.

Και έτσι, να 'το πράγματι: Το Βαλς των Χαμένων Ονείρων. Για κάποιους μικρούς-μεγάλους.

Ποιο παιδί θα έλεγε ότι δεν θέλει άλλο ένα γύρο; Ποιός ενήλικος δεν θα ήθελε ακόμα μια στροφή σ’ ένα μαγικό βαλς;

Με τέτοιο πλούτο συνδυασμών σ’ αυτό το μικρό αριστούργημα (το παλιό, το μαγικό, το ‘χαμένο’, η έκσταση, το παραμύθι), δεν είναι παράξενο που στο τέλος δεν ξέρουμε: να κλάψουμε ή να χαρούμε; Δεν ξέρουμε αν είναι - και έχει σημασία - λυρισμός ή τραγωδία; Ενθυμούμενοι χαμένα όνειρα γευόμαστε ξανά τον ξεχασμένο παιδικό παράδεισο, ή την κόλαση των μεγάλων; Κυριαρχεί το όνειρο ή το χάσιμό του; Ο εξαγνισμός ή η ανάγκη γι’ αυτόν; Η απάντηση δεν είναι εύκολη - ίσως και να μην υπάρχει.

Παραφράζοντας τον Ελύτη: «Από το 'τι είναι' στο 'τι μπορεί να είναι', περνάς μια γέφυρα που σε φέρνει από τον Παράδεισο στην Κόλαση και πάλι πίσω. Και το πιο παράξενο: έναν Παράδεισο και μια Κόλαση που είναι φτιαγμένοι με τα ίδια ακριβώς υλικά. Απλώς η αντίληψη για τη διάταξή τους διαφέρει».

(Υπάρχει ένα παρόμοιο έργο του Χατζιδάκι, που παραπέμπει επίσης στην εσωστρέφεια του καρουζέλ: ο "Χορός Με τη Σκιά μου", το τελευταίο έργο από το Χαμόγελο της Τζοκόντα. Εκεί η γιορτή ανεβαίνει με παρόμοιους ρυθμούς, και που αν τους προσέξεις, θυμίζουν αρκετά Μεξικό. Αλλά το κομμάτι της Τζοκόντα είναι πιο έντεχνο, πιο συμφωνικό – χάνει σε αμεσότητα. Το Βαλς των Χαμένων Ονείρων είναι ένα τραγούδι γειτονιάς. Θα το διασκεύαζε – όπως και έκανε – ο μεταπολεμικός τεχνίτης της λατέρνας Αρμάο, για να ακούγεται στα στενά της Πλάκας. Καθώς ο κόσμος τελειώνει μια βραδιά και το φεγγάρι από πάνω τον κάνει να εύχεται κρυφά: ‘μακάρι να είχα κι άλλο’...)

_____________________

Καθώς έγραφα το δεύτερο κείμενο, έβαλα να γυρίζει το δικό μου καρουζέλ – και το φωτογράφισα. Σε κάποιο σημείο, η επαναλαμβανόμενη μουσική του θυμίζει το ‘What did I do, to be so black and blue’. Ένα τραγούδι απελπισμένου μαύρου σε ένα παιδικό παιχνίδι.

Μαζεύτηκαν πολλές αμφισημίες: το Βαλς των Χαμένων Ονείρων, το καρουζέλ σαν τελετή εξαγνισμού, η γέφυρα κόλασης και παράδεισου, το τραγούδι του απελπισμένου μαύρου σε παιδικό παιχνίδι, θα ταίριαζε ακόμα κι ένας Παλιάτσος που Κλαίει. Μια σειρά παράδοξα που παραπέμπουν στην ‘σκοτεινή’ πλευρά της ομορφιάς. Αυτή υπάρχει πάντα. Για να επιβεβαιώνει, και να κάνει δυνατή την άλλη, λαμπερή πλευρά της ομορφιάς. Είναι η ουσία της τραγωδίας. Η οποία, για κάποιο λόγο που αχνοφαίνεται, προέρχεται από τη λυρική ποίηση. Και να γιατί δεν ξέρουμε, να γελάσουμε ή να κλάψουμε: ο Χατζιδάκις είναι γεμάτος λυρισμό – τόσο, που φλερτάρει αναπόφευκτα με τα όρια της τραγωδίας.



______________________

'Κατεβάστε' τα κομμάτια σαν mp3 (δεξί κλικ και αποθήκευση):

Λατέρνα στο στενό

Το Βαλς των Χαμένων Ονείρων


Χορός με τη σκιά μου

...ή ακούστε τα online:

Λατέρνα στο στενό


Το Βαλς των Χαμένων Ονείρων


Χορός με τη σκιά μου

Μαρτίου 20, 2007

Χατζιδάκις και το Βαλς των Χαμένων Ονείρων

Κάποιοι τον αποκαλούνε ‘Μάνο’ – εγώ δεν μπορώ. Χρειάζομαι τη απόσταση του επιθέτου για να τον προσεγγίσω. Δεν είναι ‘δικός μου άνθρωπος’ κι ας μιλά στην καρδιά μου. Είναι κάποιος που ανέβηκε σε άλλο επίπεδο για να με συμπεριλάβει. Ε, αυτός ο τύπος δεν λέγεται ‘Μάνος’. Λέγεται ‘Χατζιδάκις’. Καλύτερα, κύριος Χατζιδάκις. Όσο κρατάμε τις αποστάσεις με τους εκφραστές της καρδιάς μας και τις μεγαλοφυίες της τέχνης, τόσο έχουμε γνώση και του δικού μας μέτρου. Και δεν ισοπεδώνουμε οτιδήποτε εύκολα.

Και αρχίζω να μιλώ για το τραγούδι, που με έχει εντυπωσιάσει εδώ και χρόνια, εκφράζοντας την πιο παλιά απορία: Γιατί «Βαλς των Χαμένων Ονείρων;» Ένα καρουζέλ είναι... Εξαιρετικό βέβαια – τρυφερό σε σημείο να πονάει, αφοπλιστικά όμορφο. Μια μουσική φράση ατελείωτη – και όταν λέω ‘ατελείωτη’, εννοώ χωρίς τέλος, χωρίς κατάληξη. Παραμένει ανοιχτή. Και γι αυτό επαναλαμβάνεται, ξανά και ξανά, σαν να θέλει να συμπληρωθεί και γίνεται ‘ατελείωτη’ με την άλλη σημασία. Της ατέρμονης.

Η ίδια φράση ξανά και ξανά; Μα θα ήταν βαρετή! Κι εδώ έρχεται η δεύτερη (όχι αξιολογικά) τέχνη του μουσουργού: η ενορχήστρωση. Η μελωδία ανεβαίνει, φουντώνει, εκτινάσσεται, μέχρι που πέφτει ξανά στα μαλακά των μοναχικών πλήκτρων του πιάνου. (Είναι εκπληκτικό: αν ακούσετε με προσοχή, ενώ παίζει όλη ο ορχήστρα allegro, θα ακούσετε τις συγχορδίες της κιθάρας που πριν συνόδευαν το πιάνο). Στα παραμύθια (τέτοια είναι τα καρουζέλ) δεν υπάρχει χώρος για ακριβολογία και για λογική. Εφόσον ο ‘μάγος’ θέλει να ακούγεται η ασθενική κιθάρα δίπλα σε μια βαρβάτη ορχήστρα, κανείς δεν θα του το απαγορεύσει – και κανένας δεν θα παραξενευτεί.

Αλλά και το πιάνο (αυτά τα μαγικά δάχτυλα) ακούγονται στην αρχή, και όταν το κομμάτι ξαναπροσγειώνεται στα εξ ων συνετέθη, σαν έγχορδο.

Και τι έγχορδο; Μια λατέρνα!

Ο Χατζιδάκις μάς ξεκινάει μιλώντας για «χαμένα όνειρα» από ένα δικό μας, προσωπικό σύμβολο του 'χαμένου': μια λατέρνα. (Υπάρχει και μια επανεκτέλεση αυτού του κομματιού, αγνώστων λοιπών στοιχείων, με τίτλο ‘Λατέρνα στο Στενό’, όπου το μακρινό όργανο σε πλησιάζει, παίζει δίπλα σου και σταματάει. Σαν να σου ζητάει κέρμα ο πλανόδιος οργανοπαίχτης.) Έχει κάποια πρόσθετα στοιχεία, αλλά πάντα κυριαρχεί η ίδια μονότονη και ανοιχτή μελωδία. Μια μελωδία που ποτέ δεν ‘τελειώνει’ - πάντα κάτι χρωστάς. Ή σου χρωστάει.

Να είναι αυτό; Από τη μια η λατέρνα με την πατίνα του παλιού και χαμένου και από την άλλη η ανοιχτή, επαναλαμβανόμενη κι ‘ατελείωτη’ μελωδία; Αυτά είναι που δίνουν το αίσθημα του ανικανοποίητου και των ‘Χαμένων Ονείρων;’ Το πάντρεμα ενορχήστρωσης και αισθήματος θα το δικαιολογούσε: Όταν η ορχήστρα παίζει κρεσέντο το "ανικανοποίητο" γίνεται πιο ισχυρό, πιο επιβλητικό, σχεδόν επικό – και όταν όλα ησυχάζουν μοιάζεις να μην το σκέφτεσαι, ενώ αυτό σιγοκαίει μέσα σου βασανιστικά σαν τ’ απαλά πλήκτρα του πιάνου.

Το ‘καρουζέλ’ ταιριάζει πολύ μ’ αυτό το είδος - όχι μουσικής αλλά υπόκρουσης. Όλα τα καρουζέλ και οι μηχανικές μπαλαρίνες που γυρνάνε σε ένα τοπίο-μινιατούρα έχουν μια μικρή, επαναλαμβανόμενη μουσική.

Και κυριολεκτικά, το ταξίδι ενός καρουζέλ είναι ένα αδιέξοδο, αποτελείται από κύκλους που δεν σε πάνε πουθενά: είτε κάθεσαι σε ένα αλογάκι, είτε κοιτάς τη μηχανική μπαλαρίνα. Ποτέ δεν ‘φτάνεις’ – απλώς κάποια στιγμή χάνεται η μουσική. (Ναι, δεν ‘τελειώνει’, δεν ‘κλείνει’ – χάνεται.)

Ποιο παιδί θα πει ότι ένας κύκλος στο καρουζέλ ήταν τέλειος, είχε κατάληξη, έφτασε εκεί που επιθυμούσε; Ποιο παιδί θα έλεγε ότι δεν θέλει άλλο ένα γύρο;

Αυτή η παιδικότητα φαντασίας και ανικανοποίητου διαπερνά το έργο – μια αίσθηση ξένη στην τετράγωνη καθημερινότητα. Εδώ, κάθε κύκλος αποδίδεται ορχηστικά δηλώνοντας πως είναι χωρίς κατάληξη, πως εμπεριέχει το δικό του νόημα. Ίσως, και τη δική του φαντασίωση. Και όριο ζωής της κάθε φαντασίωσης, είναι ο κάθε της κύκλος. Και όλοι οι κύκλοι μαζί, στην πραγματικότητα, είναι απελπιστικά όμοιοι. Ένας μονότονος πόνος από ένα χαμένο όνειρο; Μια αλυσίδα χαμένων ονείρων που αφήνουν την ίδια γεύση; Διαλέγετε και παίρνετε. Θα έλεγα: ανάλογα με τη στιγμή.

Ηχητικά, ανεβαίνουμε σε ένα τέτοιο προσωπικό καρουζέλ καθώς ακούμε το κομμάτι. Γυρνάμε γύρω-γύρω και κάθε κύκλος (μουσικός; παιδικός;) είναι διαφορετικός. Και ίδιος. Όπως... τότε.
Αλλά ζούμε τους κύκλους και μέσα απ’ ένα βαλς, με τα κλασικά πέντε όγδοα: γιατί πρόκειται για ένα χορό ενηλίκων... Είμαστε πλέον μεγάλοι, έχουμε γευτεί το μήλο, έχουμε φύγει από τον Παράδεισο... Άσχετα αν είμαστε μαγεμένοι χάρη στους ήχους, αν νιώθουμε από τις αισθήσεις και αναμνήσεις σαν ξαναμμένα παιδιά. Και έτσι, να 'το πράγματι: Το Βαλς των Χαμένων Ονείρων. Για κάποιους μικρούς-μεγάλους.

Ενθυμούμενος τον παιδικό παράδεισο γεύεσαι ξανά τον αυτόν τον παράδεισο ή την κόλαση του μεγάλου; Κυριαρχεί το όνειρο ή το χάσιμό του; Η απάντηση δεν είναι εύκολη - ίσως και να μην υπάρχει.

Παραφράζοντας τον Ελύτη: «Από το τι είναι στο τι μπορεί να είναι, περνάς μια γέφυρα που σε πηγαίνει από τον Παράδεισο στην Κόλαση. Και το πιο παράξενο: έναν Παράδεισο που είναι φτιαγμένος με τα ίδια ακριβώς υλικά που είναι φτιαγμένη και η Κόλαση. Απλώς η αντίληψη για τη διάταξη των υλικών είναι που διαφέρει».

(Υπάρχει ακόμα ένα παρόμοιο έργο του Χατζιδάκι, το "Χορός Με τη Σκιά μου", τελευταίο έργο από το Χαμογελο της Τζοκόντα – όπου η γιορτή ανεβαίνει με παρόμοιους ρυθμούς και, που αν τους προσέξεις, θυμίζουν αρκετά Μεξικό. Αλλά αυτό είναι πιο έντεχνο, πιο ορχηστικό – χάνει σε αμεσότητα. Το Βαλς των Χαμένων Ονείρων είναι ένα τραγούδι γειτονιάς. Θα το διασκεύαζε – όπως και έκανε – ο μεταπολεμικός τεχνίτης της λατέρνας Αρμάο, για να ακούγεται στα στενά της Πλάκας. Καθώς ο κόσμος τελειώνει μια βραδιά και το φεγγάρι από πάνω τον κάνει να εύχεται κρυφά: ‘μακάρι να είχα κι άλλο’...)

________________________________

'Κατεβάστε' τα κομμάτια σαν mp3:

Λατέρνα στο στενό

Το Βαλς των Χαμένων Ονείρων


...ή ακούστε τα online:

Λατέρνα στο στενό


Το Βαλς των Χαμένων Ονείρων