Πως γεννήθηκε το φεγγάρι μας;
Πριν πολλά χρόνια, πέρασε ένα αστέρι πάνω από μια εκκλησία. Καρφώθηκε στην άλλη άκρη τ' ουρανού.
Θυμόμαστε αυτό το πέρασμα και χορεύουμε μπροστά από τις εκκλησίες. Κυκλικά, σαν τις φάσεις του φεγγαριού.
Θυμόμαστε αυτό το πέρασμα κι ανάβουμε κεριά. Το σώμα τους είναι η γραμμή που άφηνε πίσω της η ουράνια φλόγα – κι όλο το σώμα του κεριού δείχνει προς τον ουρανό.
Καίει μέχρι να χαθεί σαν το φεγγάρι στις φάσεις του. Τα διπλανά κεριά δείχνουν πως ξαναρχίζει – όχι οι φάσεις αλλά η ίδια η ιστορία. Μια ιστορία που μιλά για το φεγγάρι δεν θα μπορούσε παρά να ξαναρχίζει κι η ίδια.
Και να τελειώνει με δύο αντίθετες φάσεις. Ασπρόμαυρα. Έξω από μια εκκλησία.
Σόφια, προχτές.
Νοεμβρίου 09, 2008
Οκτωβρίου 23, 2008
Ανάμεσα σ’ Ανατολή και Δύση
Τους τελευταίους δύο μήνες δούλεψα όσο ποτέ στη ζωή μου. Όταν ο θεός των μαύρων τον καλό συγχώρεσε Γουίλ και στράφηκε σε μένα, έκλεισε απλώς τον διακόπτη. Από τη μια μέρα στην άλλη τα τηλέφωνα σώπασαν, όλα τα mail μετατράπηκαν σε spam, όσοι με τριγύριζαν στράφηκαν αλλού. Η σιωπή ήταν εκκωφαντική – αλλά θα ήταν και παροδική. Έφευγα για δύο απανωτά ταξίδια.
Το πρώτο σ’ ένα μέρος που μου είχαν εκθειάσει πολλοί αλλά δεν είχα επισκεφτεί. Θα βρισκόμουν «εις την Πόλη» (παραφρασμένο στα τουρκικά ‘Ιστανμπούλ’). Κέντρο του κόσμου και Big Apple του Μεσαίωνα. Κανένα άλλο κέντρο δεν ονομάστηκε απλώς "Η Πόλη".
Το δεύτερο μέρος, αντικριστά στον χάρτη (αλλά και στην ιστορία), το αντίπαλο δέος Πόλης κι Ιστανμπούλ, η Βενετία.
Ο ανατολίτης Γιάννης συναντά τον δυτικό, ο κοινωνικός της δουλειάς τον μοναχικό των ταξιδιών κι ο εργαζόμενος τον Γιάννη της ανάπαυλας. Όπως αποδείχτηκε, πολλοί Γιάννηδες στη συσκευασία του ενός και καλό θα ήταν μια αλλαγή στο μενού.
Έφτασα αργά και στην πρώτη μου έξοδο η νύχτα μεταμορφώθηκε σε χίλιες και μία. Οι μιναρέδες το βράδυ μου έφεραν εικόνες από τη Βαγδάτη και τον Αλί Μπαμπα.
Μια άλλη παιδική εικόνα ήταν τα παραμυθένια κάστρα - όπως αυτό στις αρχές των ταινιών Ντίσνεϊ. Εκεί βέβαια, πυργίσκοι και μπαλκονάκια υπάρχουν για να χορτάσουν το μάτι, μοιάζουν με αρχιτεκτονική τούρτα. Στην Πόλη εξογκώματα και πυργίσκοι έχουν σκοπό ύπαρξης. Δεν σχεδιάστηκαν έτσι εξ αρχής - εξελίχθηκαν. Συνδέθηκαν μεταξύ τους και συνέδεσαν περιόδους. Με λίγα λόγια, στην Πόλη το παραμύθι είναι αληθινό και λέγεται Ιστορία.
Στο πιο γνωστό σημείο της Κωνσταντινούπολης αναμετρούνται αντικριστά η Αγία Σοφία και το Μπλε Τζαμί. Ο πιστός που θα έφτιαχνε το πιο εντυπωσιακό κτίριο θ’ αποδείκνυε και την ανωτερότητα του θεού του. Τη νύχτα βασίλισσα φαίνεται η Αγιά Σοφιά. Με τις προσθήκες επί χίλια σχεδόν χρόνια (για να στηριχθεί η κεντρική δομή) σχεδόν δεν χωράει στο φακό. Το φως της ημέρας, σε συμφωνία με την πραγματικότητα, φέρνει στην πρωτοκαθεδρία το Ισλάμ. Το Τζαμί του Σουλτάνου Αχμέτ, όπως ονομάζουν το Μπλε Τζαμί οι Τούρκοι, είναι από τα ομορφότερα κτίρια που έχω δει στη ζωή μου.
Ανέκαθεν με συγκινούσε η προσπάθεια του ανθρώπου ν’ αποκρυπτογραφήσει το θείο – αλλά πρώτη φορά ένιωσα εδώ να μου μιλάει μια ξένη θρησκεία. Οι τρούλοι του Μπλε Τζαμιού φαίνονταν ν’ αναπαριστούν ‘γρανάζια του Σύμπαντος’.
Κοιτάζοντάς τους ξανά, άρχισαν να μοιάζουν με μηχανισμό ενός ουράνιου χρηματοκιβωτίου, για το οποίο ο άνθρωπος ψάχνει το συνδυασμό. Σαν διαρρήκτης της αιωνιότητας. Δεν υπήρχαν χρηματοκιβώτια στα 1300 και 1600, αλλά δεν θα με παραξένευε αν η σύλληψή τους έγινε σε θολωτή εκκλησία. Κλικ και παράθυρο.
Μήπως τα βιτρό μεταλλάσσουν σε πετράδια το φως της ημέρας, σχηματίζοντας ένα θεϊκό μενταγιόν;
Με τα ίδια μάτια είδα απέναντι την Αγιά Σοφιά.
Μια κλιμακωτή, πολυεδρική γεωμετρία ενώνει τους δύο ναούς – πολύ περισσότερο απ’ ότι τους χωρίζουν οι θεοί τους.
Βέβαια, τα καλοδιατηρημένα αραβουργήματα δίνουν ένα χαρμόσυνο και κοσμικό τόνο στο Μπλε Τζαμί – η Αγία Σοφία είναι μια κατεστραμμένη εκκλησία. Πένθος και ώχρα σε τεράστια κλίμακα.
Από την άλλη μεριά, παρότι ναός, το Μπλε Τζαμί δίνει την αίσθηση αξιοθέατου. Στην Αγία Σοφία η βυζαντινή υποβλητικότητα κι οι εικόνες αγίων (σε φωτογραφίες, τα ψηφιδωτά είναι κατεστραμμένα) δίνουν την αίσθηση εκκλησίας παρά μουσείου.
Αναρωτιέται κανείς πως θα ήταν στις δόξες της. Απομένουν πέντε ψηφιδωτά όλα κι όλα. Ανάμεσά τους (στο υπερώο και μπροστά στον τάφο του βενετσιάνου Δόγη Ενρίκο Νταντόλα) η "Δέηση": ένα από τα ομορφότερα που έχω δει, με μια απίστευτη φυσικότητα του Χριστού.
Απέναντι στους δύο τεράστιους ναούς της Ανατολής, ο βενετσιάνος Άγιος Μάρκος (με τ' άλογα - λάφυρα από το Ιπποδρόμιο της Κωνσταντινούπολης) θα έδειχνε πολύ μικρότερος. Αλλά κι εκφραστικότερος. Μια μεγάλη διαφορά της δυτικής θρησκείας: η ελευθερία στη φόρμα. Υπαρξιακά: η εξωτερίκευση.
Όσο κι αν τα χρυσά της Δύσης δεν χάνουν τη λάμψη τους στο γκρίζο, σκεφτείτε τα με φόντο καταγάλανο ουρανό. Από την άλλη, πόσο ταιριάζει ο μολυβένιος ουρανός στο τζαμί του Σουλτάν Αχμέτ… Η άποψη από το παράθυρο (και πίσω από τους τρούλους) του χριστιανού αρχιτεκτονικού μονομάχου του.
Εκεί που Ανατολή και Δύση συναντιούνται ακόμα, είναι στις ορδές των τουριστών. Ανάμεσά τους κι εγώ, σαν πίνακας μέσα σε πίνακα ή αντανάκλαση σ’ αντικριστούς καθρέφτες.
Κι αυτό μου φέρνει στο μυαλό δύο ‘Μαντόνες και Παιδί’, των Cosme Tura και Giovanni Bellini στην Πινακοθήκη της Βενετίας. Σαν μορφές που δραπετεύουν, στην πρώτη περίπτωση ο μανδύας της Παναγίας κρέμεται από την κορνίζα – στη δεύτερη ο μικρός Ιησούς πατάει στην κορνίζα, έτοιμος να πηδήξει στον κόσμο. Τι καλύτερος τρόπος να δηλώσεις ότι αυτό που απεικονίζεται δεν είναι αποκύημα φαντασίας;
Στη συγκεκριμένη πινακοθήκη είδα και κάτι που δεν είχα αντιληφθεί και μ’ εξέπληξε: πάντρεμα φλαμανδικής τεχνοτροπίας και βυζαντινισμού.
Δίπλα στον Φλαμανδό βαν Άικ, μια Μαντόνα του Μπελίνι. Στα Πολύπτυχα του βενετσιάνου – όνομα και πράγμα - Λορέντσο Βενετσιάνο, το πάντρεμα είναι πιο έντονο.
Οι βυζαντινές εικόνες διατηρήθηκαν στην Καθολική Βενετία ενώ τα ψηφιδωτά έχουν χαθεί από την Αγιά Σοφιά. Η οξύμωρη ρήση της ορθόδοξης εκκλησίας «καλύτερα οθωμανικό τουρμπάνι παρά παπική τιάρα» ίσως να οφείλεται στην αισθητική εγγύτητα ορθοδοξίας κι Ισλάμ. Τόσο ισχυρή, που λειτουργεί κι αντίθετα.
Τα πιο διάσημα εκθέματα της Πινακοθήκης περιλαμβάνουν Τιτσιάνο, Τιντορέτο και το σκίτσο "ανατομίας" του Ντα Βίντσι (Vitruvian Man) που εκτίθεται μόνο σε ειδικές περιπτώσεις (δεν πέτυχα μια απ’ αυτές). Οι αποκαταστάσεις όμως ήταν εξαιρετικά βαριές - όλοι οι πίνακες γυάλιζαν σε απελπιστικό βαθμό, σε μερικούς δεν υπήρχε πραγματικά μέρος να τους δεις χωρίς αντανάκλαση. Κάποτε είδα έναν κατάμαυρο Ντα Βίντσι κι αναρωτιόμουν γιατί εκτίθεται έτσι. Ειλικρινά όμως, δεν ξέρω τι είναι χειρότερο.
Δεύτερη καλλιτεχνική ατραξιόν οι Μουσικοί της Βενετίας. Αναπαριστώντας την εποχή μπαρόκ, ανεβάζουν σε μια μικρή αίθουσα εναλλάξ την Τραβιάτα (οι φωνές από μέσα έκαναν την είσοδο να τρέμει) και μια σειρά από κλασικά evergreen. Λόγω δουλειάς, δυστυχώς, παρακολούθησα μόνο αυτή τη σειρά.
Στην άλλη μεριά του Μεσαιωνικού χάρτη, υπήρχε μια έκθεση για τη σαγήνη της Ανατολής στην αγγλική ζωγραφική. Πως δηλαδή οι Δυτικοί στο απόγειο του Ρομαντισμού φαντάζονταν τα χαρέμια, τα χαμάμ και τη λαγνεία της Ανατολής. Έμεινα δυστυχώς στον τίτλο, πάλι λόγω δουλειάς. Το κτίριο Πέρα όπου γινόταν η έκθεση, σημαδεύει την αρχή της ομώνυμης πρώην ελληνικής συνοικίας. Μου έκανε εντύπωση που οι ντόπιοι δεν την είχαν ακουστά, μέχρι που ένας μεγαλύτερος σε ηλικία, μου εξήγησε ότι αυτό είναι το παλιό της όνομα – και πλέον άγνωστο. Η ελληνική συνοικία Πέρα εκτείνονταν μέχρι το Ταξίμ (στο βάθος ο πύργος του όπως φαίνεται από το Τοπ Καπί).
Το χαμένο ελληνικό στοιχείο της Κωνσταντινούπολης, με βοήθησε να μετριάσω και μια αντιφατική στάση, που είναι μάλλον κοινή στους «προοδευτικούς Έλληνες». Η άνεσή μου να κατηγορήσω την Ελλάδα για τις διώξεις προς εθνικές μειονότητες, ερχόταν σε αντίφαση με την ενοχή να κατηγορήσω Άλλους για διώξεις του ελληνισμού. Το καταλάβαινα και μ’ ενοχλούσε - αλλά ένιωθα την υπεράσπιση του ελληνισμού σαν αλυτρωτισμό. Εδώ η Κωνσταντινούπολη βοήθησε λειτουργώντας σαν αντανάκλαση της δικής μου πόλης. Ομολογώ ότι χάρηκα να περπατάω στην πρώην ελληνική συνοικία, λυπήθηκα για τους Έλληνες που διώχθηκαν από εκεί σαν θλιβερό και μέγα λάθος των Τούρκων - όπως λυπάμαι για τη χαμένη πολυπολιτισμικότητα της Θεσσαλονίκης. Κι όπως μπορώ και κάνω πολυπολιτισμικό προσκύνημα στην πόλη μου, έτσι μπορώ να κάνω ελληνικό προσκύνημα στην Κωνσταντινούπολη. Η βάση είναι ανθρώπινη αλλά συγχρόνως, μιλάω για δικά μου πράγματα: νιώθω το ίδιο ‘χαμένος’ όταν το διαφορετικό αφανίζεται από το μέρος μου κι όταν κάτι δικό μου αφανίζεται μακριά. Προσκύνημα – όχι έφοδος ούτε όνειρα για κατακτήσεις.
Πιο βαθιά πάει τ’ ότι στην Κωνσταντινούπολη χάρηκα με τον ήχο καμπάνας. Δεν ήταν μόνο ένα απομεινάρι ελληνισμού. Το ‘νταν’ μου θύμισε ότι μια "σωστή ορθοδοξία" μπορεί ν’ αποτελέσει σημαντικό εφόδιο για την Ελλάδα. Ίσως αυτή η αίσθηση έχει σχέση με τον τρόπο που εγώ αισθάνομαι Έλληνας. Σαν τον Εγγονόπουλο, «Χριστιανός μπορεί να μην είμαι, Ορθόδοξος όμως είμαι σίγουρα». Αναφέρομαι στην κατάνυξη του Επιταφίου, στη γιορτή της Ανάστασης, στο βυζαντινό μακρόσυρτο όπου δεν ξέρεις αν ο λαϊκός τραγουδιστής μιμείται το ‘αμήν’ ή ο παπάς το ‘αμάν’. Και γιατί είναι τόσο κοντά ηχητικά τα δύο. Με τον τρόπο που το εννοώ, μια «σωστή θρησκεία» αποτελεί εφόδιο για κάθε κράτος - και το αισθητικό σφράγισμα τόπου και θρησκείας, δεν μπορεί παρά να ισχύει, φυσικά, για όλους.
Όσο κι αν βρίσκομαι μακριά από θρησκείες, λίγα πράγματα μου προκαλούν τόσο θαυμασμό όσο οι πραγματικές αναζητήσεις του θείου - και λίγα τόση απέχθεια όση ο ανορθολογισμός, η δεισιδαιμονία κι η εκμετάλλευσή τους. Σε σημείο να μην πιστεύω πλέον απόλυτα στο σεβασμό της πίστης των άλλων – γιατί δεν πιστεύω στο σεβασμό της ηλιθιότητας. Γέλασα όταν στο Τοπ Καπί είδα το χέρι και το κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή. Μεταξύ άλλων, τα ίδια ακριβώς λείψανα υπάρχουν και στο Άγιο Όρος οπότε, εκτός κι αν έγινε Λερναία Ύδρα ο άγιος… να μην το συνεχίσω. Και γέλασα με την καρδιά μου στα ισλαμικά αντίστοιχα: μια σειρά μπουκαλάκια με «Το Γένι του Προφήτη» κι ένα χρυσοδεμένο αντικείμενο με ταμπέλα «Το Δόντι του Προφήτη». Στο διπλανό δωμάτιο έπεσα πάνω σ’ ένα μουεζίνη – νόμισα ότι στο μουσείο ακούγονται ηχογραφημένες ψαλμωδίες. Στην άλλη πλευρά, ένα αγαπημένο μου ναπολετάνικο τραγούδι, το Santa Lucia, παρά λίγο να μαγαριστεί όταν μπήκα στην εκκλησία της κι είδα το λείψανό της.
Η Βενετία είναι ο παράδεισος του φωτογράφου. Από τα παλιά χρόνια (του interail) έλεγα πως εκεί μπορείς να κρατάς τη μηχανή πατώντας το κλείστρο στα τυφλά - πάλι θα βγάζεις πανέμορφες εικόνες.
Για τον ίδιο λόγο, η Βενετία είναι και κόλαση του φωτογράφου. Η απόλυτη γραφικότητα εκμηδενίζει το θέμα - είναι από μόνη της καρτ ποστάλ.
Κι από αυτήν την άποψη, η απόλυτη γραφικότητα μοιάζει με την απουσία θέματος. Οι δύο – αντίθετες – περιπτώσεις εμπνέουν εξίσου το ψάξιμο για ‘παράξενες’ κι αντισυμβατικές γωνίες ώστε να αξίζουν ένα παραπάνω βλέμμα.
Το δεύτερο παράδειγμα ήταν ένα μαγευτικό άνοιγμα των σύννεφων στο Θερμαϊκό, όταν νεότευκτος στην ψηφιακή μηχανή τράβηξα καμιά εκατοστή λήψεις. Με τόσες φωτογραφίες σχεδόν όμοιες, ένιωσα σαν να μην είχα καμιά. Η ψηφιακή φωτογραφία μας απελευθέρωσε από την αμετακλητότητα και το κόστος του φιλμ, αλλά το παλιό αίσθημα "κάθε λήψη μετράει" έκανε το βλέμμα μας ν’ αξίζει περισσότερο.
Τελικά, διέξοδος από την τέλεια γραφικότητα μπορεί να είναι διάφορα πράγματα.
Η στιγμή…
Η οπτική…
Η λεπτομέρεια…
Το χρώμα…
Το οξύμωρο…
Η τυχαία γεωμετρία της φύσης…
Η έκπληξη…
Αλλά και οι γέφυρες. Στη Βενετία είναι πόσες πολλές που σε κάνουν ν’ αναρωτιέσαι για τη φυσικότητα να περνάει ο άνθρωπος πάνω απ' το κενό. Ή κάποιος περαστικός, μοιάζει μ’ έκπληξη που αποκαλύπτεται σκαλί-σκαλί. Η τελευταία γέφυρα της Βενετίας σχεδιάστηκε από τον Καλατράβα (και θυμίζει τις αψίδες στ’ Ολυμπιακό Στάδιο).
Και τέλος, μια κατασκευή-δώρο έξω από τον σταθμό. Ιδέα δεν είχα σε τι χρησίμευε.
Μέχρι και το μοντέλο ξάπλωσε ηδύπαθα να φωτογραφηθεί. Πάλι σαν πίνακας μέσα σε πίνακα.
Λόγω της δουλειάς, οι περισσότερες εικόνες μου είναι την αυγή, όπου ανακάλυψα ξανά το δώρο του απαλού φωτός…
...ή τη νύχτα, με αστικά τοπία πάνω στο νερό.
Το νερό είναι σήμα-κατατεθέν της Βενετίας - και μόνο εκεί θα μπορούσες να δεις να βγαίνουν ψάρια κάτω από την εξώπορτα και να μην ανησυχείς.
Τουλάχιστον για τους ψαράδες, η ζωή έμοιαζε να είναι πιο δύσκολη στην Ιστανμπούλ. Κλασική εικόνα η γέφυρα του Μαρμαρά – όπου το ψάρεμα γίνεται εικαστικό δρώμενο. Ένας ράθυμος στρατός με καλαμένιες σάρισες.
Για τους κατοίκους της Ιστανμπούλ όμως, το νερό είναι και το απόλυτο σύμβολο ένωσης Ανατολής-Δύσης, Ευρώπης-Ασίας, Οθωμανικής αυτοκρατορίας και Νεοτουρκικού κράτους. 'Ενας απτός τρόπος άμβλυνσης των εθνικών τους αντιφάσεων. Από τα ευρωπαϊκά παράλια, η Τουρκία μάλλον φαίνεται να φέρνει την Ανατολή στην Ευρώπη, παρά το αντίθετο.
Ως ένα βαθμό, εδώ ανήκουμε κι εμείς. Λέμε για τους Ιταλούς τη φράση ‘ούνα φάτσα ούνα ράτσα’ αλλά ισχύει μάλλον για τους γείτονες της άλλης πλευράς. Ποτέ δεν έχω βρεθεί σε μέρος τόσο κοντά στην κουλτούρα μου όσο στην Κωνσταντινούπολη. Οι φάτσες μας είναι ίδιες, η γλώσσα μας έχει πολλές κοινές λέξεις, η κουζίνα είναι παραπάνω συγγενική. Που αλλού θα δείτε σε βιτρίνες εστιατορίων γεμιστά, διάφορα φαγητά με μπεσαμέλ, άγνωστα είδη πεϊνιρλί, προφιτερόλ, μια σειρά από είδη μπακλαβά, λουκούμια, κτλ; Αφήστε που μου μπήκε η ιδέα ότι εάν κάποιος θέλει να καταλάβει τη διαφορά μεταξύ Συμβασιλεύουσας και Βασιλεύουσας, δεν έχει παρά να δοκιμάσει τα κουλούρια της τελευταίας.
Στους αυτοκινητόδρομους διαβάζεις ‘γιαβάς’ – χωρίς ν’ ακολουθεί ‘slow’. Οι μικροί δρόμοι λέγονται σοκάκ, τα μικρά ξενοδοχεία ‘κονάκ’, τα πλοία ‘βαπόρ’. ‘Χαβάς’ σημαίνει ‘αέρας’ (εννοούμε δηλαδή κάποιον που είναι χαμένος στα σύννεφα). Πως το κατάλαβα; "Havalimani - Airport". Άρχισα να σκέφτομαι διάφορες γλωσσικές ρίζες. Εάν μερεμέτι σημαίνει ‘επιδιόρθωση’, ‘σουλτάν μερεμέτ’ είναι η «επιδιόρθωση» που κάνει η σκληρή εξουσία. Ρώτησα τους Τούρκους και δεν έχουν παρόμοια φράση – μάλλον την έβγαλαν οι Έλληνες, σαν υπόδουλος λαός, χρησιμοποιώντας όμως τη γλώσσα του κατακτητή.
Αρχιτεκτονικά, αντικαθιστώντας το χριστιανικό καμπαναριό με το ισλαμικό αντίστοιχό του, τον μιναρέ (συνήθως τέσσερις), μια βυζαντινή εκκλησία μετατρέπεται σε κλασικό τζαμί. Κι αντίστροφα. Εδώ το τζαμί του Σουλεϊμάν, που αναστηλώνεται.
Κι οι οπτικές αναφορές στη Θεσσαλονίκη - η θάλασσα και τα κάστρα. Αρκετές φορές θυμήθηκα τον στίχο για «τους κήπους, πλάι σε κάστρα και μπαλκόνια».
Παρόλα αυτά, τελικά δεν γύρισα με τις καλύτερες εντυπώσεις. Είχα πάει γεμάτος προσμονή για κάτι εξαίσιο που θα με συναρπάσει - και βρήκα μια μεγαλούπολη χαοτική, αγχωτική, με κάτι κοινό αλλά και παρωχημένο. Άγριο. Το κυκλοφοριακό με έφερε σε απόγνωση - και ο τρόπος που οδηγούν μ' άφησε άναυδο. Κάποια από τα πράγματα που κάνουν, αν τα έκαναν σ' ελληνικούς δρόμους (που δεν είναι υπόδειγμα νομιμότητας) θα ήταν και το τελευταίο της ζωής τους. Είδα αυτοκίνητο να περνάει από τη διπλανή λωρίδα όλη την ουρά πριν τα διόδια και να χώνεται σφήνα εκεί που η νησίδα επιτρέπει μόνο ένα. Το παζάρι, σαν πρακτική, είναι εντελώς έξω από την ιδιοσυγκρασία μου. Σε σημείο να θυμώνω – δεν καταλαβαίνω τι θα πει «πόσο θέλω να πληρώσω». Ρώτησα την τιμή και δεν θέλω να συζητήσω πόσα βγάζει ο έμπορος για να δούμε πόσα θα δώσω. Αυτό το "my friend" και "you are from Greece? OK, special price for you!" με νευριάζει. Είχα δει μια ζωγραφιά της Κωνσταντινούπολης που μου άρεσε - ήθελα να τη συνδυάσω με μια εικόνα-χαρακτικό της Θεσσαλονίκης. Ο πωλητής ζήτησε μια εξωφρενική τιμή – έφυγα αλλά έτυχε να είναι δίπλα στο ξενοδοχείο μου. Την επόμενη μέρα με φώναξε καθώς άνοιγε. Ντε και καλά να του κάνω το κέφι επειδή είναι πρωί. Έχασα την υπομονή μου: μόνο για σένα είναι πρωί, για μένα δεν είναι να μου κάνεις εσύ το κέφι;
Η Ιστανμπουλ έχει 14 εκατομμύρια (σύμφωνα με μερικούς 24). Πως έτυχε και γνώρισα τόσους πολλούς μ’ ελληνικές ρίζες δεν το κατάλαβα. Ως κι η ξενοδόχος είπε πως ήταν από την Κρήτη (ας μην πω πολλά για το ξενοδοχείο, την καθαριότητα, την εξυπηρέτηση και τη σχέση τιμής-ποιότητας). Μια νεκρή κατσαρίδα στο δωμάτιό μου για τρεις μέρες δεν επιτρέπεται, κάποτε πρέπει να τη μαζέψει. Και πληρώνεται με τιμή τεσσάρων αστέρων στην Αθήνα!
Τέλος, οι τύποι του tourist information και taksi information που με προσεγγίζουν στο δρόμο, λες κι η φωτογραφική μηχανή κουδουνίζει "εδώ βλάκας, εδώ τα καλά ευρώ"… ας το πω στην κοινή γλώσσα μας: Άι σιχτίρ.
Όχι, δεν γύρισα με τις καλύτερες εντυπώσεις από την Κωνσταντινούπολη. Τα είπα και ξεθύμανα. Όντως γνώρισα εξαιρετικά φιλικούς ανθρώπους, μια κυρία με την κόρη της (δήλωσε Πόντια) παρέκλινε σημαντικά από τον δρόμο της για να με πάει εκεί που ήθελα, καταστηματάρχες μου έσφιξαν το χέρι χωρίς λόγο, αλλά τ’ αρνητικά από το χάος, την μπαμπεσιά και την επιθετικότητα ήταν περισσότερα. Ονόμασα την Ιστανμπούλ μια ‘μπέσα μπαμπέσα’. Πιθανόν να είμαι απλώς πιο ευρωπαίος απ’ ότι πίστευα. Για να μιλήσω για τη φιλικότητα μόνο στα δύο απανωτά ταξίδια: εκεί που ο φιλικός Τούρκος, εάν είναι ειλικρινής μπορεί να βγάλει το βρακί που φοράει, ο φιλικός Ιταλός σου βγάζει το καπέλο, ενδιαφέρεται να σε βοηθήσει πρακτικά. Φυσικά, παίζει ρόλο τ' ότι μιλώ ιταλικά - στην Ιταλία αυτοί που μιλούν αγγλικά είναι λιγότεροι απ' αυτούς που έχουν διδακτορικό. Στην Τουρκία το γλωσσικό εμπόδιο ήταν ανυπέρβλητο.
Και κάποιες φορές, σε βοηθάει κάποιος παρά τη θέλησή του. Βράδυ, μετά την Πλατεία του Αγίου Μάρκου, όλοι ψάχναμε την τέλεια απεικόνιση της πανσέληνου πάνω από τα κανάλια (πουθενά δεν είδα τόσο κόσμο με τρίποδες!). Σε μια γέφυρα ένας μαύρος μικροπωλητής, απηυδισμένος από τους τουρίστες στήθηκε "τυχαία" μπροστά μου. Μια αυθόρμητη πράξη κακίας ενός μη προνομιούχου προς τους ξέγνοιαστους τουρίστες.
Βλέπω σ’ αυτήν τη φωτογραφία διάφορα πράγματα: τον μετανάστη στο σκοτάδι της ευρωπαϊκή πόλης, το φεγγάρι που εμπνέει βαθιές κι υπαρξιακές σκέψεις για κάποιον που είναι μακριά από την πατρίδα του… Αλλά υπάρχει και κάτι δυσάρεστο. Δεν είναι ότι τελικά βρέθηκα με μια καλή φωτογραφία, αλλά ότι αυτό έγινε χάρη σε κάποιον που μου "στέρησε αυτό που δεν μπορούσε να μου δώσει". Στο διάσημο περιστατικό της ιστορίας, ο Μεγαλέξανδρος που έκρυβε τον ήλιο τραβήχτηκε – και κατέληξε κατακτητής της Ανατολής. Από αυτήν την άποψη, η επιθετική στάση του μετανάστη, ίσως δυστυχώς να είναι δείγμα μιας προδιαγεγραμμένης ήττας.
Είδατε πως είπα πολλά. Το τελευταίο πράγμα που θέλω να πω, είναι πως έχω βαρεθεί πλέον να ταξιδεύω μόνος. Στην αρχή το επιζητούσα και το απολάμβανα - έκανα ό.τι ήθελα όταν το ήθελα όπως το ήθελα. Τελικά όμως αυτή η μοναχική περιήγηση, κάνει τα μέρη καταλόγους πόλεων. Δεν έχω κάποιον να μοιραστώ την ιδιαιτερότητα της στιγμής. Δεν ξέρω, ίσως "με έχω φάει στη μάπα" πολύ τελευταία κι έφτασε ο καιρός ν' αποκτήσω μια ...απόσταση από τον εαυτό μου. Παραγνωριστήκαμε μου φαίνεται. Από την άλλη μεριά, βέβαια, εάν ταξιδέψω με άτομο της δουλειάς που δεν ταιριάζω, θα επιζητώ τη μοναξιά ξανά. Και εάν κάποιος αναρωτηθεί "καλά, τόσο δύσκολο είναι να γνωρίσεις κάποιον για μια βόλτα;" απαντώ ότι πρώτον δεν βγαίνεις για να περάσεις χαλαρά με κάποιον που έχεις επαγγελματική σχέση και δεύτερον, ναι, όσο πάει γίνεται και πιο δύσκολο. Άλλο ο μοναχικός εικοσάρης κι άλλο ο μοναχικός σαραντάρης.
Όσο για τις συντροφιές, φιλικές ή επαγγελματικές, δεν θα μ’ άκουγαν για πολύ αν τους έλεγα όλα αυτά. Ίσως γι αυτο γράφω εδώ. Το πιο ταιριαστό μέρος για προσωπικές, μοναχικές σκέψεις είναι ένα μπλογκ. Τουλάχιστον τα βγάζω από μέσα μου.
Τελειώνω με μια σειρά από φωτογραφίες αγνώστων στο δρόμο. Άνθρωποι που γέμισαν τις εικόνες των στιγμών ανάπαυλας - και που δεν γνώρισα.
Το πρώτο σ’ ένα μέρος που μου είχαν εκθειάσει πολλοί αλλά δεν είχα επισκεφτεί. Θα βρισκόμουν «εις την Πόλη» (παραφρασμένο στα τουρκικά ‘Ιστανμπούλ’). Κέντρο του κόσμου και Big Apple του Μεσαίωνα. Κανένα άλλο κέντρο δεν ονομάστηκε απλώς "Η Πόλη".
Το δεύτερο μέρος, αντικριστά στον χάρτη (αλλά και στην ιστορία), το αντίπαλο δέος Πόλης κι Ιστανμπούλ, η Βενετία.
Ο ανατολίτης Γιάννης συναντά τον δυτικό, ο κοινωνικός της δουλειάς τον μοναχικό των ταξιδιών κι ο εργαζόμενος τον Γιάννη της ανάπαυλας. Όπως αποδείχτηκε, πολλοί Γιάννηδες στη συσκευασία του ενός και καλό θα ήταν μια αλλαγή στο μενού.
* * *
Ο Σαββόπουλος είπε ότι εάν σε μια οικογένεια χαθεί η μητέρα, η θεία αναλαμβάνει να διηγηθεί στα παιδιά τις ιστορίες από τα παλιά χρόνια και τα μέλη της οικογένειας. Για τους Έλληνες, κατέληξε, μάνα είναι η Κωνσταντινούπολη και θεία η Θεσσαλονίκη. Επηρεασμένος, ένιωσα πράγματι να επισκέπτομαι μια χαμένη πρόγονο. Από την πρώην συμβασιλεύουσα (νυν δήθεν συμπρωτεύουσα) στην αληθινή πρώην Βασιλεύουσα.Έφτασα αργά και στην πρώτη μου έξοδο η νύχτα μεταμορφώθηκε σε χίλιες και μία. Οι μιναρέδες το βράδυ μου έφεραν εικόνες από τη Βαγδάτη και τον Αλί Μπαμπα.
Μια άλλη παιδική εικόνα ήταν τα παραμυθένια κάστρα - όπως αυτό στις αρχές των ταινιών Ντίσνεϊ. Εκεί βέβαια, πυργίσκοι και μπαλκονάκια υπάρχουν για να χορτάσουν το μάτι, μοιάζουν με αρχιτεκτονική τούρτα. Στην Πόλη εξογκώματα και πυργίσκοι έχουν σκοπό ύπαρξης. Δεν σχεδιάστηκαν έτσι εξ αρχής - εξελίχθηκαν. Συνδέθηκαν μεταξύ τους και συνέδεσαν περιόδους. Με λίγα λόγια, στην Πόλη το παραμύθι είναι αληθινό και λέγεται Ιστορία.
Στο πιο γνωστό σημείο της Κωνσταντινούπολης αναμετρούνται αντικριστά η Αγία Σοφία και το Μπλε Τζαμί. Ο πιστός που θα έφτιαχνε το πιο εντυπωσιακό κτίριο θ’ αποδείκνυε και την ανωτερότητα του θεού του. Τη νύχτα βασίλισσα φαίνεται η Αγιά Σοφιά. Με τις προσθήκες επί χίλια σχεδόν χρόνια (για να στηριχθεί η κεντρική δομή) σχεδόν δεν χωράει στο φακό. Το φως της ημέρας, σε συμφωνία με την πραγματικότητα, φέρνει στην πρωτοκαθεδρία το Ισλάμ. Το Τζαμί του Σουλτάνου Αχμέτ, όπως ονομάζουν το Μπλε Τζαμί οι Τούρκοι, είναι από τα ομορφότερα κτίρια που έχω δει στη ζωή μου.
Ανέκαθεν με συγκινούσε η προσπάθεια του ανθρώπου ν’ αποκρυπτογραφήσει το θείο – αλλά πρώτη φορά ένιωσα εδώ να μου μιλάει μια ξένη θρησκεία. Οι τρούλοι του Μπλε Τζαμιού φαίνονταν ν’ αναπαριστούν ‘γρανάζια του Σύμπαντος’.
Κοιτάζοντάς τους ξανά, άρχισαν να μοιάζουν με μηχανισμό ενός ουράνιου χρηματοκιβωτίου, για το οποίο ο άνθρωπος ψάχνει το συνδυασμό. Σαν διαρρήκτης της αιωνιότητας. Δεν υπήρχαν χρηματοκιβώτια στα 1300 και 1600, αλλά δεν θα με παραξένευε αν η σύλληψή τους έγινε σε θολωτή εκκλησία. Κλικ και παράθυρο.
Μήπως τα βιτρό μεταλλάσσουν σε πετράδια το φως της ημέρας, σχηματίζοντας ένα θεϊκό μενταγιόν;
Με τα ίδια μάτια είδα απέναντι την Αγιά Σοφιά.
Μια κλιμακωτή, πολυεδρική γεωμετρία ενώνει τους δύο ναούς – πολύ περισσότερο απ’ ότι τους χωρίζουν οι θεοί τους.
Βέβαια, τα καλοδιατηρημένα αραβουργήματα δίνουν ένα χαρμόσυνο και κοσμικό τόνο στο Μπλε Τζαμί – η Αγία Σοφία είναι μια κατεστραμμένη εκκλησία. Πένθος και ώχρα σε τεράστια κλίμακα.
Από την άλλη μεριά, παρότι ναός, το Μπλε Τζαμί δίνει την αίσθηση αξιοθέατου. Στην Αγία Σοφία η βυζαντινή υποβλητικότητα κι οι εικόνες αγίων (σε φωτογραφίες, τα ψηφιδωτά είναι κατεστραμμένα) δίνουν την αίσθηση εκκλησίας παρά μουσείου.
Αναρωτιέται κανείς πως θα ήταν στις δόξες της. Απομένουν πέντε ψηφιδωτά όλα κι όλα. Ανάμεσά τους (στο υπερώο και μπροστά στον τάφο του βενετσιάνου Δόγη Ενρίκο Νταντόλα) η "Δέηση": ένα από τα ομορφότερα που έχω δει, με μια απίστευτη φυσικότητα του Χριστού.
Απέναντι στους δύο τεράστιους ναούς της Ανατολής, ο βενετσιάνος Άγιος Μάρκος (με τ' άλογα - λάφυρα από το Ιπποδρόμιο της Κωνσταντινούπολης) θα έδειχνε πολύ μικρότερος. Αλλά κι εκφραστικότερος. Μια μεγάλη διαφορά της δυτικής θρησκείας: η ελευθερία στη φόρμα. Υπαρξιακά: η εξωτερίκευση.
Όσο κι αν τα χρυσά της Δύσης δεν χάνουν τη λάμψη τους στο γκρίζο, σκεφτείτε τα με φόντο καταγάλανο ουρανό. Από την άλλη, πόσο ταιριάζει ο μολυβένιος ουρανός στο τζαμί του Σουλτάν Αχμέτ… Η άποψη από το παράθυρο (και πίσω από τους τρούλους) του χριστιανού αρχιτεκτονικού μονομάχου του.
Εκεί που Ανατολή και Δύση συναντιούνται ακόμα, είναι στις ορδές των τουριστών. Ανάμεσά τους κι εγώ, σαν πίνακας μέσα σε πίνακα ή αντανάκλαση σ’ αντικριστούς καθρέφτες.
Κι αυτό μου φέρνει στο μυαλό δύο ‘Μαντόνες και Παιδί’, των Cosme Tura και Giovanni Bellini στην Πινακοθήκη της Βενετίας. Σαν μορφές που δραπετεύουν, στην πρώτη περίπτωση ο μανδύας της Παναγίας κρέμεται από την κορνίζα – στη δεύτερη ο μικρός Ιησούς πατάει στην κορνίζα, έτοιμος να πηδήξει στον κόσμο. Τι καλύτερος τρόπος να δηλώσεις ότι αυτό που απεικονίζεται δεν είναι αποκύημα φαντασίας;
Στη συγκεκριμένη πινακοθήκη είδα και κάτι που δεν είχα αντιληφθεί και μ’ εξέπληξε: πάντρεμα φλαμανδικής τεχνοτροπίας και βυζαντινισμού.
Δίπλα στον Φλαμανδό βαν Άικ, μια Μαντόνα του Μπελίνι. Στα Πολύπτυχα του βενετσιάνου – όνομα και πράγμα - Λορέντσο Βενετσιάνο, το πάντρεμα είναι πιο έντονο.
Οι βυζαντινές εικόνες διατηρήθηκαν στην Καθολική Βενετία ενώ τα ψηφιδωτά έχουν χαθεί από την Αγιά Σοφιά. Η οξύμωρη ρήση της ορθόδοξης εκκλησίας «καλύτερα οθωμανικό τουρμπάνι παρά παπική τιάρα» ίσως να οφείλεται στην αισθητική εγγύτητα ορθοδοξίας κι Ισλάμ. Τόσο ισχυρή, που λειτουργεί κι αντίθετα.
Τα πιο διάσημα εκθέματα της Πινακοθήκης περιλαμβάνουν Τιτσιάνο, Τιντορέτο και το σκίτσο "ανατομίας" του Ντα Βίντσι (Vitruvian Man) που εκτίθεται μόνο σε ειδικές περιπτώσεις (δεν πέτυχα μια απ’ αυτές). Οι αποκαταστάσεις όμως ήταν εξαιρετικά βαριές - όλοι οι πίνακες γυάλιζαν σε απελπιστικό βαθμό, σε μερικούς δεν υπήρχε πραγματικά μέρος να τους δεις χωρίς αντανάκλαση. Κάποτε είδα έναν κατάμαυρο Ντα Βίντσι κι αναρωτιόμουν γιατί εκτίθεται έτσι. Ειλικρινά όμως, δεν ξέρω τι είναι χειρότερο.
Δεύτερη καλλιτεχνική ατραξιόν οι Μουσικοί της Βενετίας. Αναπαριστώντας την εποχή μπαρόκ, ανεβάζουν σε μια μικρή αίθουσα εναλλάξ την Τραβιάτα (οι φωνές από μέσα έκαναν την είσοδο να τρέμει) και μια σειρά από κλασικά evergreen. Λόγω δουλειάς, δυστυχώς, παρακολούθησα μόνο αυτή τη σειρά.
Στην άλλη μεριά του Μεσαιωνικού χάρτη, υπήρχε μια έκθεση για τη σαγήνη της Ανατολής στην αγγλική ζωγραφική. Πως δηλαδή οι Δυτικοί στο απόγειο του Ρομαντισμού φαντάζονταν τα χαρέμια, τα χαμάμ και τη λαγνεία της Ανατολής. Έμεινα δυστυχώς στον τίτλο, πάλι λόγω δουλειάς. Το κτίριο Πέρα όπου γινόταν η έκθεση, σημαδεύει την αρχή της ομώνυμης πρώην ελληνικής συνοικίας. Μου έκανε εντύπωση που οι ντόπιοι δεν την είχαν ακουστά, μέχρι που ένας μεγαλύτερος σε ηλικία, μου εξήγησε ότι αυτό είναι το παλιό της όνομα – και πλέον άγνωστο. Η ελληνική συνοικία Πέρα εκτείνονταν μέχρι το Ταξίμ (στο βάθος ο πύργος του όπως φαίνεται από το Τοπ Καπί).
Το χαμένο ελληνικό στοιχείο της Κωνσταντινούπολης, με βοήθησε να μετριάσω και μια αντιφατική στάση, που είναι μάλλον κοινή στους «προοδευτικούς Έλληνες». Η άνεσή μου να κατηγορήσω την Ελλάδα για τις διώξεις προς εθνικές μειονότητες, ερχόταν σε αντίφαση με την ενοχή να κατηγορήσω Άλλους για διώξεις του ελληνισμού. Το καταλάβαινα και μ’ ενοχλούσε - αλλά ένιωθα την υπεράσπιση του ελληνισμού σαν αλυτρωτισμό. Εδώ η Κωνσταντινούπολη βοήθησε λειτουργώντας σαν αντανάκλαση της δικής μου πόλης. Ομολογώ ότι χάρηκα να περπατάω στην πρώην ελληνική συνοικία, λυπήθηκα για τους Έλληνες που διώχθηκαν από εκεί σαν θλιβερό και μέγα λάθος των Τούρκων - όπως λυπάμαι για τη χαμένη πολυπολιτισμικότητα της Θεσσαλονίκης. Κι όπως μπορώ και κάνω πολυπολιτισμικό προσκύνημα στην πόλη μου, έτσι μπορώ να κάνω ελληνικό προσκύνημα στην Κωνσταντινούπολη. Η βάση είναι ανθρώπινη αλλά συγχρόνως, μιλάω για δικά μου πράγματα: νιώθω το ίδιο ‘χαμένος’ όταν το διαφορετικό αφανίζεται από το μέρος μου κι όταν κάτι δικό μου αφανίζεται μακριά. Προσκύνημα – όχι έφοδος ούτε όνειρα για κατακτήσεις.
Πιο βαθιά πάει τ’ ότι στην Κωνσταντινούπολη χάρηκα με τον ήχο καμπάνας. Δεν ήταν μόνο ένα απομεινάρι ελληνισμού. Το ‘νταν’ μου θύμισε ότι μια "σωστή ορθοδοξία" μπορεί ν’ αποτελέσει σημαντικό εφόδιο για την Ελλάδα. Ίσως αυτή η αίσθηση έχει σχέση με τον τρόπο που εγώ αισθάνομαι Έλληνας. Σαν τον Εγγονόπουλο, «Χριστιανός μπορεί να μην είμαι, Ορθόδοξος όμως είμαι σίγουρα». Αναφέρομαι στην κατάνυξη του Επιταφίου, στη γιορτή της Ανάστασης, στο βυζαντινό μακρόσυρτο όπου δεν ξέρεις αν ο λαϊκός τραγουδιστής μιμείται το ‘αμήν’ ή ο παπάς το ‘αμάν’. Και γιατί είναι τόσο κοντά ηχητικά τα δύο. Με τον τρόπο που το εννοώ, μια «σωστή θρησκεία» αποτελεί εφόδιο για κάθε κράτος - και το αισθητικό σφράγισμα τόπου και θρησκείας, δεν μπορεί παρά να ισχύει, φυσικά, για όλους.
Όσο κι αν βρίσκομαι μακριά από θρησκείες, λίγα πράγματα μου προκαλούν τόσο θαυμασμό όσο οι πραγματικές αναζητήσεις του θείου - και λίγα τόση απέχθεια όση ο ανορθολογισμός, η δεισιδαιμονία κι η εκμετάλλευσή τους. Σε σημείο να μην πιστεύω πλέον απόλυτα στο σεβασμό της πίστης των άλλων – γιατί δεν πιστεύω στο σεβασμό της ηλιθιότητας. Γέλασα όταν στο Τοπ Καπί είδα το χέρι και το κεφάλι του Ιωάννη του Βαπτιστή. Μεταξύ άλλων, τα ίδια ακριβώς λείψανα υπάρχουν και στο Άγιο Όρος οπότε, εκτός κι αν έγινε Λερναία Ύδρα ο άγιος… να μην το συνεχίσω. Και γέλασα με την καρδιά μου στα ισλαμικά αντίστοιχα: μια σειρά μπουκαλάκια με «Το Γένι του Προφήτη» κι ένα χρυσοδεμένο αντικείμενο με ταμπέλα «Το Δόντι του Προφήτη». Στο διπλανό δωμάτιο έπεσα πάνω σ’ ένα μουεζίνη – νόμισα ότι στο μουσείο ακούγονται ηχογραφημένες ψαλμωδίες. Στην άλλη πλευρά, ένα αγαπημένο μου ναπολετάνικο τραγούδι, το Santa Lucia, παρά λίγο να μαγαριστεί όταν μπήκα στην εκκλησία της κι είδα το λείψανό της.
* * *
«Μάντεψε, κοπίασε, νιώσε: Από την άλλη μεριά είμαι ο ίδιος» λέει ο Ελύτης. «Όποιος θέλει να χάσει τη ζωή του θα την κερδίσει» είπε ο Χριστός. Επιτρέψτε μου κάποια παραδείγματα από τον τρόπο που βλέπω ν’ αποκαλύπτεται η μυστηριακή σύμπτωση των αντιθέτων. Εξω από θρησκείες - με βάση το αγαπημένο μου χόμπι, τη φωτογραφία.Η Βενετία είναι ο παράδεισος του φωτογράφου. Από τα παλιά χρόνια (του interail) έλεγα πως εκεί μπορείς να κρατάς τη μηχανή πατώντας το κλείστρο στα τυφλά - πάλι θα βγάζεις πανέμορφες εικόνες.
Για τον ίδιο λόγο, η Βενετία είναι και κόλαση του φωτογράφου. Η απόλυτη γραφικότητα εκμηδενίζει το θέμα - είναι από μόνη της καρτ ποστάλ.
Κι από αυτήν την άποψη, η απόλυτη γραφικότητα μοιάζει με την απουσία θέματος. Οι δύο – αντίθετες – περιπτώσεις εμπνέουν εξίσου το ψάξιμο για ‘παράξενες’ κι αντισυμβατικές γωνίες ώστε να αξίζουν ένα παραπάνω βλέμμα.
Το δεύτερο παράδειγμα ήταν ένα μαγευτικό άνοιγμα των σύννεφων στο Θερμαϊκό, όταν νεότευκτος στην ψηφιακή μηχανή τράβηξα καμιά εκατοστή λήψεις. Με τόσες φωτογραφίες σχεδόν όμοιες, ένιωσα σαν να μην είχα καμιά. Η ψηφιακή φωτογραφία μας απελευθέρωσε από την αμετακλητότητα και το κόστος του φιλμ, αλλά το παλιό αίσθημα "κάθε λήψη μετράει" έκανε το βλέμμα μας ν’ αξίζει περισσότερο.
Τελικά, διέξοδος από την τέλεια γραφικότητα μπορεί να είναι διάφορα πράγματα.
Η στιγμή…
Η οπτική…
Η λεπτομέρεια…
Το χρώμα…
Το οξύμωρο…
Η τυχαία γεωμετρία της φύσης…
Η έκπληξη…
Αλλά και οι γέφυρες. Στη Βενετία είναι πόσες πολλές που σε κάνουν ν’ αναρωτιέσαι για τη φυσικότητα να περνάει ο άνθρωπος πάνω απ' το κενό. Ή κάποιος περαστικός, μοιάζει μ’ έκπληξη που αποκαλύπτεται σκαλί-σκαλί. Η τελευταία γέφυρα της Βενετίας σχεδιάστηκε από τον Καλατράβα (και θυμίζει τις αψίδες στ’ Ολυμπιακό Στάδιο).
Και τέλος, μια κατασκευή-δώρο έξω από τον σταθμό. Ιδέα δεν είχα σε τι χρησίμευε.
Μέχρι και το μοντέλο ξάπλωσε ηδύπαθα να φωτογραφηθεί. Πάλι σαν πίνακας μέσα σε πίνακα.
Λόγω της δουλειάς, οι περισσότερες εικόνες μου είναι την αυγή, όπου ανακάλυψα ξανά το δώρο του απαλού φωτός…
...ή τη νύχτα, με αστικά τοπία πάνω στο νερό.
Το νερό είναι σήμα-κατατεθέν της Βενετίας - και μόνο εκεί θα μπορούσες να δεις να βγαίνουν ψάρια κάτω από την εξώπορτα και να μην ανησυχείς.
Τουλάχιστον για τους ψαράδες, η ζωή έμοιαζε να είναι πιο δύσκολη στην Ιστανμπούλ. Κλασική εικόνα η γέφυρα του Μαρμαρά – όπου το ψάρεμα γίνεται εικαστικό δρώμενο. Ένας ράθυμος στρατός με καλαμένιες σάρισες.
Για τους κατοίκους της Ιστανμπούλ όμως, το νερό είναι και το απόλυτο σύμβολο ένωσης Ανατολής-Δύσης, Ευρώπης-Ασίας, Οθωμανικής αυτοκρατορίας και Νεοτουρκικού κράτους. 'Ενας απτός τρόπος άμβλυνσης των εθνικών τους αντιφάσεων. Από τα ευρωπαϊκά παράλια, η Τουρκία μάλλον φαίνεται να φέρνει την Ανατολή στην Ευρώπη, παρά το αντίθετο.
Ως ένα βαθμό, εδώ ανήκουμε κι εμείς. Λέμε για τους Ιταλούς τη φράση ‘ούνα φάτσα ούνα ράτσα’ αλλά ισχύει μάλλον για τους γείτονες της άλλης πλευράς. Ποτέ δεν έχω βρεθεί σε μέρος τόσο κοντά στην κουλτούρα μου όσο στην Κωνσταντινούπολη. Οι φάτσες μας είναι ίδιες, η γλώσσα μας έχει πολλές κοινές λέξεις, η κουζίνα είναι παραπάνω συγγενική. Που αλλού θα δείτε σε βιτρίνες εστιατορίων γεμιστά, διάφορα φαγητά με μπεσαμέλ, άγνωστα είδη πεϊνιρλί, προφιτερόλ, μια σειρά από είδη μπακλαβά, λουκούμια, κτλ; Αφήστε που μου μπήκε η ιδέα ότι εάν κάποιος θέλει να καταλάβει τη διαφορά μεταξύ Συμβασιλεύουσας και Βασιλεύουσας, δεν έχει παρά να δοκιμάσει τα κουλούρια της τελευταίας.
Στους αυτοκινητόδρομους διαβάζεις ‘γιαβάς’ – χωρίς ν’ ακολουθεί ‘slow’. Οι μικροί δρόμοι λέγονται σοκάκ, τα μικρά ξενοδοχεία ‘κονάκ’, τα πλοία ‘βαπόρ’. ‘Χαβάς’ σημαίνει ‘αέρας’ (εννοούμε δηλαδή κάποιον που είναι χαμένος στα σύννεφα). Πως το κατάλαβα; "Havalimani - Airport". Άρχισα να σκέφτομαι διάφορες γλωσσικές ρίζες. Εάν μερεμέτι σημαίνει ‘επιδιόρθωση’, ‘σουλτάν μερεμέτ’ είναι η «επιδιόρθωση» που κάνει η σκληρή εξουσία. Ρώτησα τους Τούρκους και δεν έχουν παρόμοια φράση – μάλλον την έβγαλαν οι Έλληνες, σαν υπόδουλος λαός, χρησιμοποιώντας όμως τη γλώσσα του κατακτητή.
Αρχιτεκτονικά, αντικαθιστώντας το χριστιανικό καμπαναριό με το ισλαμικό αντίστοιχό του, τον μιναρέ (συνήθως τέσσερις), μια βυζαντινή εκκλησία μετατρέπεται σε κλασικό τζαμί. Κι αντίστροφα. Εδώ το τζαμί του Σουλεϊμάν, που αναστηλώνεται.
Κι οι οπτικές αναφορές στη Θεσσαλονίκη - η θάλασσα και τα κάστρα. Αρκετές φορές θυμήθηκα τον στίχο για «τους κήπους, πλάι σε κάστρα και μπαλκόνια».
Παρόλα αυτά, τελικά δεν γύρισα με τις καλύτερες εντυπώσεις. Είχα πάει γεμάτος προσμονή για κάτι εξαίσιο που θα με συναρπάσει - και βρήκα μια μεγαλούπολη χαοτική, αγχωτική, με κάτι κοινό αλλά και παρωχημένο. Άγριο. Το κυκλοφοριακό με έφερε σε απόγνωση - και ο τρόπος που οδηγούν μ' άφησε άναυδο. Κάποια από τα πράγματα που κάνουν, αν τα έκαναν σ' ελληνικούς δρόμους (που δεν είναι υπόδειγμα νομιμότητας) θα ήταν και το τελευταίο της ζωής τους. Είδα αυτοκίνητο να περνάει από τη διπλανή λωρίδα όλη την ουρά πριν τα διόδια και να χώνεται σφήνα εκεί που η νησίδα επιτρέπει μόνο ένα. Το παζάρι, σαν πρακτική, είναι εντελώς έξω από την ιδιοσυγκρασία μου. Σε σημείο να θυμώνω – δεν καταλαβαίνω τι θα πει «πόσο θέλω να πληρώσω». Ρώτησα την τιμή και δεν θέλω να συζητήσω πόσα βγάζει ο έμπορος για να δούμε πόσα θα δώσω. Αυτό το "my friend" και "you are from Greece? OK, special price for you!" με νευριάζει. Είχα δει μια ζωγραφιά της Κωνσταντινούπολης που μου άρεσε - ήθελα να τη συνδυάσω με μια εικόνα-χαρακτικό της Θεσσαλονίκης. Ο πωλητής ζήτησε μια εξωφρενική τιμή – έφυγα αλλά έτυχε να είναι δίπλα στο ξενοδοχείο μου. Την επόμενη μέρα με φώναξε καθώς άνοιγε. Ντε και καλά να του κάνω το κέφι επειδή είναι πρωί. Έχασα την υπομονή μου: μόνο για σένα είναι πρωί, για μένα δεν είναι να μου κάνεις εσύ το κέφι;
Η Ιστανμπουλ έχει 14 εκατομμύρια (σύμφωνα με μερικούς 24). Πως έτυχε και γνώρισα τόσους πολλούς μ’ ελληνικές ρίζες δεν το κατάλαβα. Ως κι η ξενοδόχος είπε πως ήταν από την Κρήτη (ας μην πω πολλά για το ξενοδοχείο, την καθαριότητα, την εξυπηρέτηση και τη σχέση τιμής-ποιότητας). Μια νεκρή κατσαρίδα στο δωμάτιό μου για τρεις μέρες δεν επιτρέπεται, κάποτε πρέπει να τη μαζέψει. Και πληρώνεται με τιμή τεσσάρων αστέρων στην Αθήνα!
Τέλος, οι τύποι του tourist information και taksi information που με προσεγγίζουν στο δρόμο, λες κι η φωτογραφική μηχανή κουδουνίζει "εδώ βλάκας, εδώ τα καλά ευρώ"… ας το πω στην κοινή γλώσσα μας: Άι σιχτίρ.
Όχι, δεν γύρισα με τις καλύτερες εντυπώσεις από την Κωνσταντινούπολη. Τα είπα και ξεθύμανα. Όντως γνώρισα εξαιρετικά φιλικούς ανθρώπους, μια κυρία με την κόρη της (δήλωσε Πόντια) παρέκλινε σημαντικά από τον δρόμο της για να με πάει εκεί που ήθελα, καταστηματάρχες μου έσφιξαν το χέρι χωρίς λόγο, αλλά τ’ αρνητικά από το χάος, την μπαμπεσιά και την επιθετικότητα ήταν περισσότερα. Ονόμασα την Ιστανμπούλ μια ‘μπέσα μπαμπέσα’. Πιθανόν να είμαι απλώς πιο ευρωπαίος απ’ ότι πίστευα. Για να μιλήσω για τη φιλικότητα μόνο στα δύο απανωτά ταξίδια: εκεί που ο φιλικός Τούρκος, εάν είναι ειλικρινής μπορεί να βγάλει το βρακί που φοράει, ο φιλικός Ιταλός σου βγάζει το καπέλο, ενδιαφέρεται να σε βοηθήσει πρακτικά. Φυσικά, παίζει ρόλο τ' ότι μιλώ ιταλικά - στην Ιταλία αυτοί που μιλούν αγγλικά είναι λιγότεροι απ' αυτούς που έχουν διδακτορικό. Στην Τουρκία το γλωσσικό εμπόδιο ήταν ανυπέρβλητο.
Και κάποιες φορές, σε βοηθάει κάποιος παρά τη θέλησή του. Βράδυ, μετά την Πλατεία του Αγίου Μάρκου, όλοι ψάχναμε την τέλεια απεικόνιση της πανσέληνου πάνω από τα κανάλια (πουθενά δεν είδα τόσο κόσμο με τρίποδες!). Σε μια γέφυρα ένας μαύρος μικροπωλητής, απηυδισμένος από τους τουρίστες στήθηκε "τυχαία" μπροστά μου. Μια αυθόρμητη πράξη κακίας ενός μη προνομιούχου προς τους ξέγνοιαστους τουρίστες.
Βλέπω σ’ αυτήν τη φωτογραφία διάφορα πράγματα: τον μετανάστη στο σκοτάδι της ευρωπαϊκή πόλης, το φεγγάρι που εμπνέει βαθιές κι υπαρξιακές σκέψεις για κάποιον που είναι μακριά από την πατρίδα του… Αλλά υπάρχει και κάτι δυσάρεστο. Δεν είναι ότι τελικά βρέθηκα με μια καλή φωτογραφία, αλλά ότι αυτό έγινε χάρη σε κάποιον που μου "στέρησε αυτό που δεν μπορούσε να μου δώσει". Στο διάσημο περιστατικό της ιστορίας, ο Μεγαλέξανδρος που έκρυβε τον ήλιο τραβήχτηκε – και κατέληξε κατακτητής της Ανατολής. Από αυτήν την άποψη, η επιθετική στάση του μετανάστη, ίσως δυστυχώς να είναι δείγμα μιας προδιαγεγραμμένης ήττας.
Είδατε πως είπα πολλά. Το τελευταίο πράγμα που θέλω να πω, είναι πως έχω βαρεθεί πλέον να ταξιδεύω μόνος. Στην αρχή το επιζητούσα και το απολάμβανα - έκανα ό.τι ήθελα όταν το ήθελα όπως το ήθελα. Τελικά όμως αυτή η μοναχική περιήγηση, κάνει τα μέρη καταλόγους πόλεων. Δεν έχω κάποιον να μοιραστώ την ιδιαιτερότητα της στιγμής. Δεν ξέρω, ίσως "με έχω φάει στη μάπα" πολύ τελευταία κι έφτασε ο καιρός ν' αποκτήσω μια ...απόσταση από τον εαυτό μου. Παραγνωριστήκαμε μου φαίνεται. Από την άλλη μεριά, βέβαια, εάν ταξιδέψω με άτομο της δουλειάς που δεν ταιριάζω, θα επιζητώ τη μοναξιά ξανά. Και εάν κάποιος αναρωτηθεί "καλά, τόσο δύσκολο είναι να γνωρίσεις κάποιον για μια βόλτα;" απαντώ ότι πρώτον δεν βγαίνεις για να περάσεις χαλαρά με κάποιον που έχεις επαγγελματική σχέση και δεύτερον, ναι, όσο πάει γίνεται και πιο δύσκολο. Άλλο ο μοναχικός εικοσάρης κι άλλο ο μοναχικός σαραντάρης.
Όσο για τις συντροφιές, φιλικές ή επαγγελματικές, δεν θα μ’ άκουγαν για πολύ αν τους έλεγα όλα αυτά. Ίσως γι αυτο γράφω εδώ. Το πιο ταιριαστό μέρος για προσωπικές, μοναχικές σκέψεις είναι ένα μπλογκ. Τουλάχιστον τα βγάζω από μέσα μου.
Τελειώνω με μια σειρά από φωτογραφίες αγνώστων στο δρόμο. Άνθρωποι που γέμισαν τις εικόνες των στιγμών ανάπαυλας - και που δεν γνώρισα.
I
V
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)