Στις συζητήσεις μετά το χτεσινό debate, εκπλάγηκα όταν άκουσα αρκετούς να λένε πως στα σημεία νίκησε ο Καραμανλής - χωρίς όμως τη διαφορά που χρειαζόταν για ν’ αναστρέψει το κλίμα. Για μένα ο Γιωργάκης νίκησε κατά κράτος. Από τη μια, όμως, αυτοί που έλεγαν πως νίκησε ο Καραμανλής είναι άνθρωποι που ακούω τη γνώμη τους - κι από την άλλη, όποιον κι αν θεωρεί κάποιος για νικητή του debate, συμφωνώ πως ήταν νικητής στα σημεία. Απέδωσα λοιπόν την αρχική εντύπωσή μου στ’ ότι είχα ένα συγκεκριμένο σενάριο στο μυαλό μου, δεν έβλεπα debate αλλά τη βραδιά που θα κρίνει τις εκλογές. Περίμενα έναν Καραμανλή να κάνει άγρια επίθεση (και με χτυπήματα κάτω από τη ζώνη) κι έναν Γιωργάκη που παίζει με την φωτιά και την πιθανότητα να κάνει κάποιο σοβαρό λάθος. Όσο περνούσε η ώρα και τίποτα από τα δύο δεν συνέβαινε, η ήττα του Καραμανλή εδραιωνόταν - και γι αυτό το debate άρχισε να μου φαίνεται σαν απόλυτος θρίαμβος του Γιώργου.
Κατά δεύτερο λόγο, άκουσα ότι κανένας πολιτικός στο χθεσινό debate δεν έδωσε όραμα στον κόσμο. Εδώ διαφωνώ καθέτως. Όραμα δεν αποτελεί μόνο το να μπούμε στην ΟΝΕ, να πιάσουμε το μέσο κοινοτικό όρο ή να κάνουμε πετυχημένους Ολυμπιακούς. Βρισκόμαστε σε τόσο χαμηλό σημείο σαν χώρα και σαν πολίτες απέναντι στο κράτος μας, που η φράση-στόχος του Γιωργάκη ‘να κάνουμε τον πολίτη να εμπιστεύεται το κράτος’, θα έπρεπε να είναι το απόλυτο όραμα για τον τόπο κι όλους μας. Δεν το θεωρούμε πιθανό, τα θεωρούμε απλώς παχιά λόγια - αλλά εδώ δεν φταίει ο πολιτικός που δεν δίνει όραμα. Διότι δίνει. Το πρόβλημα είναι πως εμείς δεν τον πιστεύουμε (στο κάτω-κάτω, τα ίδια είπε και πριν 5,5 χρόνια κι ο Καραμανλής - κι είδαμε τι έκανε). Δεν θέλω να πω ότι κακώς δεν πιστεύουμε τον πολιτικό - αλλά η φράση ‘κανένας δεν πρόσφερε όραμα’ κρύβει την ουσία. Κι αυτή είναι πως είμαστε κυνικοί με τους πολιτικούς μας και τις δυνατότητές μας να σηκωθούμε σαν λαός, εμείς δεν πιστεύουμε σ’ ένα καλύτερο αύριο για τον εαυτό μας και την κοινωνία μας - ενώ ο πολιτικός, τουλάχιστον φραστικά, το εκφέρει. Κι αυτή η στάση (ξε-παραμύθιασμα για μερικούς) που περιέχει όμως και μια γερή δόση κυνικότητας, είναι, όπως και να το κάνουμε πρόβλημα. Ιδίως εάν σκεφτούμε πως έχουμε τους ηγέτες που μας αξίζουν. Δεν πιστεύουμε στη δυνατότητα αλλαγής μας, δεν πιστεύουμε ότι μπορούμε να σηκωθούμε, νιώθουμε εγκλωβισμένοι χωρίς ελπίδα στη σημερινή κατάσταση. Είμαστε φοβερά απαισιόδοξοι για το κράτος μας - ενώ σε ευρωπαϊκές δημοσκοπήσεις δηλώνουμε οι πιο περήφανοι για την ταυτότητά μας (θλιβερή αντιδιαστολή: είμαστε περήφανοι για ό,τι έκαναν άλλοι χθες κι απαισιόδοξοι για ό,τι κάνουμε εμείς σήμερα και πιστεύουμε ότι μπορούμε να κάνουμε αύριο).
Και τελειώνω μ’ ακόμα μια αντιδιαστολή. Οι μικροί γόνοι των δύο μεγάλων ηγετών, ο Κώστας κι ο Γιώργος, μετά από μια περίοδο σχετικής χάριτος (για διαφορετικούς λόγους ο καθένας) βρέθηκαν να παλεύουν για το πολιτικό τομάρι τους. Ο Γιώργος Παπανδρέου μετά τη δεύτερη ήττα του, ο Κώστας Καραμανλής σήμερα. Και οι δυο λοιδορήθηκαν, αμφισβητήθηκαν και βρέθηκαν πιο χαμηλά απ’ ότι θα μπορούσαν ποτέ να φανταστούν. Ο Παπανδρέου όμως το έζησε αυτό σαν αντιπολίτευση, έχοντας απέναντί του την αντιπαθητική προκλητικότητα κι αδηφαγία του Ευ. Βενιζέλου. Και μπόρεσε να λάβει τη (δεύτερη) ευκαιρία να κόψει πολλές αλυσίδες κι εξαρτήσεις, να σταματήσει πολλούς εσωκομματικούς συμβιβασμούς, να γίνει πιο πολύ ο εαυτός του. Ο Καραμανλής αποφάσισε μια παρόμοια μεταμόρφωση με το τωρινό εκλογικό του σάλτο-μορτάλε, αλλά είναι στην κυβέρνηση (άρα έχασε σε κύρος αλλά συνεπήρε κι άλλους μαζί του μακριά από την εξουσία) ενώ φυσικά, η δική του περίοδος χάριτος κράτησε υπερβολικά πολύ κι αποφάσισε να δράσει πολύ, μα πάρα πολύ αργά. Όση τόλμη δεν έδειξε σε 5,5 χρόνια τη συμπύκνωσε στην (αυτοκαταστροφική) προκήρυξη των εκλογών. Για μένα αυτό το ‘βάπτισμα’ δια πυρός και σιδήρου των δύο γόνων, που τους κατέβασε από το βάθρο του ονόματός τους και δεν τους άφησε άλλη επιλογή από το να γίνουν περισσότερο οι ‘εαυτοί τους’, είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα παράμετρος. Τους βλέπω σχεδόν σαν να ζουν παράλληλους βίους, σαν επίγονους που έπρεπε να πληρώσουν την ευκολία της εξουσίας, που έπρεπε να περάσουν μια κοινή κατάρα - αλλά με διαφορετική εξέλιξη.
Κι από αυτήν την άποψη, δεν θα μάθουμε ποτέ πως θα ήταν ένας αληθινός Κώστας Καραμανλής - θα μείνει σαν ο πιο ανίκανος κι απών ηγέτης που πέρασε μετά τη μεταπολίτευση. Αντιθέτως, τα έφερε έτσι η μοίρα και μάλλον θα δούμε πως είναι ο αληθινός Γιώργος Παπανδρέου.
__________________
Η φωτογραφία από το in.gr
Σεπτεμβρίου 23, 2009
Σεπτεμβρίου 20, 2009
Να *δανείσουμε* την έδρα
Αυτό είπε ο Τσιτουρίδης χθες σε συνάντηση στην εκλογική του έδρα στο Κιλκίς.
Προσεκτική η επιλογή της λέξης και ειπωμένη δις με έμφαση. Κατ’ αρχήν, για να δανείσεις κάτι πρέπει να σου ανήκει – άρα πρώτος συνειρμός: ο Τσιτουρίδης νιώθει ότι κατέχει, με τον πιο κατηγορηματικό κι απόλυτο τρόπο την έδρα. Όχι μόνο πρέπει να εκλέγεται αυτονόητα αλλά μπορεί και να τη δανείζει!
Διαβάζω για τη λέξη στο λεξικό (Τεγόπουλος-Φυτράκης): «παρέχω οποιοδήποτε αγαθό με τη συμφωνία της επιστροφής» / μέση φωνή – εδώ για το βουλευτή που θα καταλάβει την έδρα: «παίρνω κάτι ξένο και το παρουσιάζω ως δικό μου» (π.χ. ‘εκλέχτηκε με δανεική έδρα’). Τέλος, «αγαθό που δόθηκε για χρήση με επιστροφή».
Τέτοιος λοιπόν είναι ο πολιτικός πολιτισμός και η αίσθηση δικαίου που έχουν οι πολιτικοί μας για τον εαυτό και τη θέση τους. Κάποτε οι βασιλείς κυβερνούσαν ελέω θεού – τώρα οι πολιτευτές στην - ποια ‘προεδρευόμενη; - λεγόμενη δημοκρατία, κυβερνάνε ελέω ιδιοκτησίας.
Δεν μας είπε μόνο το ενοίκιο κι αν θα βάλει και χαρτόσημο στο συμβόλαιο!
Αλήθεια, στην εφορία δήλωσε την έδρα του Κιλκίς στο Ε9; Μιλώ για το γνωστό πόθεν αίσχες – ναι, με ‘αι’.
Προσεκτική η επιλογή της λέξης και ειπωμένη δις με έμφαση. Κατ’ αρχήν, για να δανείσεις κάτι πρέπει να σου ανήκει – άρα πρώτος συνειρμός: ο Τσιτουρίδης νιώθει ότι κατέχει, με τον πιο κατηγορηματικό κι απόλυτο τρόπο την έδρα. Όχι μόνο πρέπει να εκλέγεται αυτονόητα αλλά μπορεί και να τη δανείζει!
Διαβάζω για τη λέξη στο λεξικό (Τεγόπουλος-Φυτράκης): «παρέχω οποιοδήποτε αγαθό με τη συμφωνία της επιστροφής» / μέση φωνή – εδώ για το βουλευτή που θα καταλάβει την έδρα: «παίρνω κάτι ξένο και το παρουσιάζω ως δικό μου» (π.χ. ‘εκλέχτηκε με δανεική έδρα’). Τέλος, «αγαθό που δόθηκε για χρήση με επιστροφή».
Τέτοιος λοιπόν είναι ο πολιτικός πολιτισμός και η αίσθηση δικαίου που έχουν οι πολιτικοί μας για τον εαυτό και τη θέση τους. Κάποτε οι βασιλείς κυβερνούσαν ελέω θεού – τώρα οι πολιτευτές στην - ποια ‘προεδρευόμενη; - λεγόμενη δημοκρατία, κυβερνάνε ελέω ιδιοκτησίας.
Δεν μας είπε μόνο το ενοίκιο κι αν θα βάλει και χαρτόσημο στο συμβόλαιο!
Αλήθεια, στην εφορία δήλωσε την έδρα του Κιλκίς στο Ε9; Μιλώ για το γνωστό πόθεν αίσχες – ναι, με ‘αι’.
Μαΐου 09, 2009
Ο κος Holzstich κι οι γκαβούρες του
Τον θεωρούσα καλλιτέχνη του 19ου αιώνα με τεράστια παραγωγή. Τόσο τεράστια που παραξενεύτηκα: από χαλκογραφίες της Νάπολι μέχρι ξυλογραφίες της Σκανδιναβίας, έπεφτα συνεχώς πάνω του. Πότε προλάβαινε – και πως ταξίδεψε σε τόσα μέρη εκείνη την εποχή; Μέχρι που ανακάλυψα ότι ‘Holzstich’ στα γερμανικά σημαίνει ‘γκραβούρα’. Μ’ αυτή τη λέξη δεν τα πάω καλά γενικώς – ακόμα και μεγάλος την έλεγα ‘γκαβούρα’. Κι ήταν από τις περιπτώσεις όπου η λανθάνουσα γλώσσα είναι πιο κοντά στην αλήθεια.
Σε έναν …Holzstich του 1876 απεικονίζονται ταραχές και Οθωμανοί έξω από το Sa-tly Djami στη Θεσσαλονίκη. Έψαχνα μάταια να βρω το συγκεκριμένο τζαμί. Τελικά μάλλον η απόδοση από την αραβική γραφή έφαγε το διπλό γράμμα: λέξη Sat-ly δεν υπάρχει αλλά από μια τουρκόφωνη φίλη έμαθα ότι Saatly σημαίνει ‘ρολόι’, οπότε πρόκειται για το Τζαμί του Ρολογιού. Όσο γκαβούρα και να ήταν η εικόνα, θα φαινόταν κάποιο ρολόι αν υπήρχε.
Saatli Djami υπήρχε πάντως στη Θεσσαλονίκη. Βρισκόταν αριστερά του Διοικητηρίου (νυν Υπ. Μακεδονίας-Θράκης) και καταστράφηκε στη φωτιά του 1917. Στη φωτογραφία φαίνονται τα δύο κτίρια με το τζαμί στις φλόγες.
Το Διοικητήριο γλίτωσε (το υπερασπίστηκαν οι υπάλληλοί του) το Saalti Τζαμί όχι. Πάντως, ούτε εδώ ούτε στην επόμενη φωτογραφία (όπου διακρίνεται και το περίφημο ρολόι) μοιάζει καθόλου με την Holzstich εκδοχή του.
Πέρα από το ίδιο το κτίριο, όσα λείπουν είναι πιο αντιπροσωπευτικά. Το Διοικητήριο ήταν κτίριο-μαμούθ για την εποχή του και δέσποζε στη Θεσσαλονίκη, ενώ στην γκραβούρα απουσιάζει. Στη θέση του απεικονίζεται η θάλασσα, αν κι η περιοχή Διοικητηρίου στην πραγματικότητα απέχει 2 χιλιόμετρα από την παραλία. Το μεγάλο βουνό στο φόντο με την επίπεδη κορυφή δεν μπορεί να είναι ο Χορτιάτης, ενώ αναρωτιέται κανείς που βρέθηκαν τα υπόλοιπα βουνά (και φυσικά, που χάθηκαν σήμερα). Τέλος, η Θεσσαλονίκη του 19ου αιώνα είχε κάστρα σ’ όλη την παραλία – εδώ δεν διακρίνεται ίχνος τειχών. Πριν βρω την τοποθεσία του Saatli Τζαμί νόμιζα ότι απεικονίζονται τα δυτικά προάστια, από κάποια περίεργη προοπτική που δείχνει τα λατομεία πριν τον Γαλλικό ποταμό. Η λύση, ασφαλώς, είναι πιο προφανής: δεν απεικονίζεται κανένα Saatli Τζαμί και καμιά Θεσσαλονίκη. Η λεζάντα θα μπορούσε να αναφέρεται στη Σμύρνη κι αναταραχές Οθωμανών επειδή δεν τους άρεσε κάποιος Ραβίνος, σε γειτονιά του Βοσπόρου και καταδίωξη αντιφρονούντων ή μοιχών, ενώ η πιο πιθανή περίπτωση είναι το μέρος αυτό να μην υπάρχει.
Με τα μέτρα της τότε μαζικής επικοινωνίας, τέτοιες αυθαιρεσίες είναι φυσικές. Τα καλούπια (ξύλινα ή χάλκινα) για τις γκραβούρες δεν ήταν εύκολο να γίνουν, ούτε υπήρχαν καλλιτέχνες-ανταποκριτές παντού, ούτε μπορούσαν να πηγαίνουν στις σκηνές των ταραχών και να στήνουν καβαλέτα, ούτε υπήρχε περίπτωση οι Γερμανοί αναγνώστες του 19ου αιώνα να είχαν άποψη για το πώς είναι κάποιο Saatli Dhami σε κάποια Salonichi. Και φυσικά, οι εικόνες δεν δημοσιεύονταν όπως οι φωτογραφίες σήμερα, με υποτιθέμενο στόχο την ενημέρωση και ‘απόδειξη’ του γεγονότος (αν κι εδώ χωράει πολύ συζήτηση). Έμπαιναν για να εξάπτουν την φαντασία των αναγνωστών και να διανθίζουν το κείμενο. Κι όπως οι σύγχρονες εφημερίδες και σταθμοί έχουν χρονολογικό αρχείο με συγκεκριμένα γεγονότα, οι αντίστοιχοι εκδότες του 19ου αιώνα είχαν θεματικό αρχείο για τύπους γεγονότων. Εικόνα με Οθωμανούς και ταραχές, λεζάντα με το τάδε τζαμί, έτοιμο το άρθρο.
Δεν βρισκόμαστε ακόμα σ’ εποχή δημοσιογραφίας (ούτε καν της λεγόμενης jazz δημοσιογραφίας, που αποτέλεσε βασίλειο παραπληροφόρησης). Αναφερόμαστε σε λαϊκά αναγνώσματα. Πιο ποιοτικά, ακριβά κι εμφανίσιμα μεν, αλλά λαϊκά. Κι ενώ λείπουν οι στοιχειώδεις κανόνες δημοσιογραφίας, τηρούνται αυστηρά άλλοι κανόνες.
Ο καλλιτέχνης εδώ δημιούργησε μια ατμόσφαιρα ανατολίτικου τύπου, σεβάστηκε τους νόμους της δράσης και προοπτικής (κοιτάξτε πως τα χέρια των ατόμων στο δεξί μέρος κατευθύνουν το βλέμμα στο κέντρο) ενώ οι θεατές απεικονίζονται με υπερβολικές και θεατρινίστικες στάσεις μανιερισμού, που οδηγούν στους οπλισμένους στο κέντρο όπου η δράση κορυφώνεται. Ο δημιουργός είναι μάστορας των κλασικών κανόνων ζωγραφικής. Δημιούργησε ένα μαζικό, σχεδόν λαϊκό έργο για εικονογράφηση-πασπαρτού - όχι για επικαιρότητα ή ντοκουμέντο. Στο μυαλό μου ήρθε ο Propp που κατέγραψε στερεότυπα ρόλων που υπάρχουν σ’ όλους τους μύθους – εδώ έχουμε στερεότυπα εικόνων, σχεδόν λεξικογραφικά. Από την άλλη, οι διάφοροι …Holzstich θυμίζουν και τους χρονογράφους των παλιών βασιλιάδων με τα κολακευτικά ψέματα. Σκοπός τους είναι ν’ αφήσουν τον αναγνώστη με το στόμα ανοιχτό, να σχεδιάσουν (με λόγια ή καλέμι) υπερβολές με σκοπό τον εντυπωσιασμό. Δεν τίθεται θέμα αντικειμενικότητας – μόνο πειστικότητας. Έπεσα σε μια παρόμοια περίπτωση, όπου η ίδια γκραβούρα είχε τίτλο ‘Τάμπερε’ και δίπλα, ‘Άποψη της Φινλανδίας’. Εξαιρετικά μικρότερο πταίσμα – ίσως καλομάθαμε με τη σημερινή ακριβολογία και πληθώρα εικόνων.
Κι εδώ, θα τελειώσω λέγοντας ότι κι οι σημερινές δημοσιογραφικές εικόνες, όσο πιο καλλιτεχνικές είναι, τόσο απομακρύνονται από το είδος (genre) της δημοσιογραφίας. Ένα τζάμι λεωφορείου τρυπημένο από σφαίρα είναι εικόνα φωτορεπορτάζ για το τι προηγήθηκε - όταν μέσα από την τρύπα της σφαίρας διακρίνεται το φοβισμένο μάτι ενός Αφγανού, παύει να είναι ειδησεογραφική εικόνα. Ένας μαύρος διαδηλωτής απέναντι σε αστυνομικούς είναι φωτορεπορτάζ – όταν οι αστυνομικοί στέκονται ανέκφραστοι κι ο διαδηλωτής κινείται σαν τραγουδιστής της ραπ, είναι φωτογραφημένοι από χαμηλά και τους χωρίζει σε γκρο πλαν η διπλή γραμμή του δρόμου, είναι εικόνα έκθεσης. Η επικαιρότητα δεν έχει τέτοιου βάθους αισθητική – δεν ταιριάζει με την αντικειμενικότητα που ενδύεται. Λιτότητα και ευθύτητα είναι οι ποιότητες της δημοσιογραφικής εικόνας. Το μάτι του θεατή δεν πρέπει να παρεκτρέπεται. Τώρα αν αυτό είναι άλλοθι για γενικότερα ζητήματα ειδησεογραφίας… αυτό είναι άλλο θέμα. Ο Holzstich, πάντως, το είχε λυμένο.
___________________________________________________
- Η (μόνη) αναφορά σε Sat-ly Djami και τη συγκεκριμένη γκραβούρα εδώ. Η λεζάντα λέει: "Η είσοδος στο Sa-tly-Djami κατά τις πρόσφατες ταραχές. Άποψη με θέα της πόλης." (Der Eingang der Moschee Sa-tly-Djami während der jüngsten Unruhen. Ansicht mit Blick zur Stadt.)
- Η φωτογραφία της πυρκαγιάς του 1917 από εδώ (εξαιρετικό site)
- Η καρτ ποστάλ από εδώ
- Ακόμα μια φωτό του Saatli Djami εδώ
Σε έναν …Holzstich του 1876 απεικονίζονται ταραχές και Οθωμανοί έξω από το Sa-tly Djami στη Θεσσαλονίκη. Έψαχνα μάταια να βρω το συγκεκριμένο τζαμί. Τελικά μάλλον η απόδοση από την αραβική γραφή έφαγε το διπλό γράμμα: λέξη Sat-ly δεν υπάρχει αλλά από μια τουρκόφωνη φίλη έμαθα ότι Saatly σημαίνει ‘ρολόι’, οπότε πρόκειται για το Τζαμί του Ρολογιού. Όσο γκαβούρα και να ήταν η εικόνα, θα φαινόταν κάποιο ρολόι αν υπήρχε.
Saatli Djami υπήρχε πάντως στη Θεσσαλονίκη. Βρισκόταν αριστερά του Διοικητηρίου (νυν Υπ. Μακεδονίας-Θράκης) και καταστράφηκε στη φωτιά του 1917. Στη φωτογραφία φαίνονται τα δύο κτίρια με το τζαμί στις φλόγες.
Το Διοικητήριο γλίτωσε (το υπερασπίστηκαν οι υπάλληλοί του) το Saalti Τζαμί όχι. Πάντως, ούτε εδώ ούτε στην επόμενη φωτογραφία (όπου διακρίνεται και το περίφημο ρολόι) μοιάζει καθόλου με την Holzstich εκδοχή του.
Πέρα από το ίδιο το κτίριο, όσα λείπουν είναι πιο αντιπροσωπευτικά. Το Διοικητήριο ήταν κτίριο-μαμούθ για την εποχή του και δέσποζε στη Θεσσαλονίκη, ενώ στην γκραβούρα απουσιάζει. Στη θέση του απεικονίζεται η θάλασσα, αν κι η περιοχή Διοικητηρίου στην πραγματικότητα απέχει 2 χιλιόμετρα από την παραλία. Το μεγάλο βουνό στο φόντο με την επίπεδη κορυφή δεν μπορεί να είναι ο Χορτιάτης, ενώ αναρωτιέται κανείς που βρέθηκαν τα υπόλοιπα βουνά (και φυσικά, που χάθηκαν σήμερα). Τέλος, η Θεσσαλονίκη του 19ου αιώνα είχε κάστρα σ’ όλη την παραλία – εδώ δεν διακρίνεται ίχνος τειχών. Πριν βρω την τοποθεσία του Saatli Τζαμί νόμιζα ότι απεικονίζονται τα δυτικά προάστια, από κάποια περίεργη προοπτική που δείχνει τα λατομεία πριν τον Γαλλικό ποταμό. Η λύση, ασφαλώς, είναι πιο προφανής: δεν απεικονίζεται κανένα Saatli Τζαμί και καμιά Θεσσαλονίκη. Η λεζάντα θα μπορούσε να αναφέρεται στη Σμύρνη κι αναταραχές Οθωμανών επειδή δεν τους άρεσε κάποιος Ραβίνος, σε γειτονιά του Βοσπόρου και καταδίωξη αντιφρονούντων ή μοιχών, ενώ η πιο πιθανή περίπτωση είναι το μέρος αυτό να μην υπάρχει.
Με τα μέτρα της τότε μαζικής επικοινωνίας, τέτοιες αυθαιρεσίες είναι φυσικές. Τα καλούπια (ξύλινα ή χάλκινα) για τις γκραβούρες δεν ήταν εύκολο να γίνουν, ούτε υπήρχαν καλλιτέχνες-ανταποκριτές παντού, ούτε μπορούσαν να πηγαίνουν στις σκηνές των ταραχών και να στήνουν καβαλέτα, ούτε υπήρχε περίπτωση οι Γερμανοί αναγνώστες του 19ου αιώνα να είχαν άποψη για το πώς είναι κάποιο Saatli Dhami σε κάποια Salonichi. Και φυσικά, οι εικόνες δεν δημοσιεύονταν όπως οι φωτογραφίες σήμερα, με υποτιθέμενο στόχο την ενημέρωση και ‘απόδειξη’ του γεγονότος (αν κι εδώ χωράει πολύ συζήτηση). Έμπαιναν για να εξάπτουν την φαντασία των αναγνωστών και να διανθίζουν το κείμενο. Κι όπως οι σύγχρονες εφημερίδες και σταθμοί έχουν χρονολογικό αρχείο με συγκεκριμένα γεγονότα, οι αντίστοιχοι εκδότες του 19ου αιώνα είχαν θεματικό αρχείο για τύπους γεγονότων. Εικόνα με Οθωμανούς και ταραχές, λεζάντα με το τάδε τζαμί, έτοιμο το άρθρο.
Δεν βρισκόμαστε ακόμα σ’ εποχή δημοσιογραφίας (ούτε καν της λεγόμενης jazz δημοσιογραφίας, που αποτέλεσε βασίλειο παραπληροφόρησης). Αναφερόμαστε σε λαϊκά αναγνώσματα. Πιο ποιοτικά, ακριβά κι εμφανίσιμα μεν, αλλά λαϊκά. Κι ενώ λείπουν οι στοιχειώδεις κανόνες δημοσιογραφίας, τηρούνται αυστηρά άλλοι κανόνες.
Ο καλλιτέχνης εδώ δημιούργησε μια ατμόσφαιρα ανατολίτικου τύπου, σεβάστηκε τους νόμους της δράσης και προοπτικής (κοιτάξτε πως τα χέρια των ατόμων στο δεξί μέρος κατευθύνουν το βλέμμα στο κέντρο) ενώ οι θεατές απεικονίζονται με υπερβολικές και θεατρινίστικες στάσεις μανιερισμού, που οδηγούν στους οπλισμένους στο κέντρο όπου η δράση κορυφώνεται. Ο δημιουργός είναι μάστορας των κλασικών κανόνων ζωγραφικής. Δημιούργησε ένα μαζικό, σχεδόν λαϊκό έργο για εικονογράφηση-πασπαρτού - όχι για επικαιρότητα ή ντοκουμέντο. Στο μυαλό μου ήρθε ο Propp που κατέγραψε στερεότυπα ρόλων που υπάρχουν σ’ όλους τους μύθους – εδώ έχουμε στερεότυπα εικόνων, σχεδόν λεξικογραφικά. Από την άλλη, οι διάφοροι …Holzstich θυμίζουν και τους χρονογράφους των παλιών βασιλιάδων με τα κολακευτικά ψέματα. Σκοπός τους είναι ν’ αφήσουν τον αναγνώστη με το στόμα ανοιχτό, να σχεδιάσουν (με λόγια ή καλέμι) υπερβολές με σκοπό τον εντυπωσιασμό. Δεν τίθεται θέμα αντικειμενικότητας – μόνο πειστικότητας. Έπεσα σε μια παρόμοια περίπτωση, όπου η ίδια γκραβούρα είχε τίτλο ‘Τάμπερε’ και δίπλα, ‘Άποψη της Φινλανδίας’. Εξαιρετικά μικρότερο πταίσμα – ίσως καλομάθαμε με τη σημερινή ακριβολογία και πληθώρα εικόνων.
Κι εδώ, θα τελειώσω λέγοντας ότι κι οι σημερινές δημοσιογραφικές εικόνες, όσο πιο καλλιτεχνικές είναι, τόσο απομακρύνονται από το είδος (genre) της δημοσιογραφίας. Ένα τζάμι λεωφορείου τρυπημένο από σφαίρα είναι εικόνα φωτορεπορτάζ για το τι προηγήθηκε - όταν μέσα από την τρύπα της σφαίρας διακρίνεται το φοβισμένο μάτι ενός Αφγανού, παύει να είναι ειδησεογραφική εικόνα. Ένας μαύρος διαδηλωτής απέναντι σε αστυνομικούς είναι φωτορεπορτάζ – όταν οι αστυνομικοί στέκονται ανέκφραστοι κι ο διαδηλωτής κινείται σαν τραγουδιστής της ραπ, είναι φωτογραφημένοι από χαμηλά και τους χωρίζει σε γκρο πλαν η διπλή γραμμή του δρόμου, είναι εικόνα έκθεσης. Η επικαιρότητα δεν έχει τέτοιου βάθους αισθητική – δεν ταιριάζει με την αντικειμενικότητα που ενδύεται. Λιτότητα και ευθύτητα είναι οι ποιότητες της δημοσιογραφικής εικόνας. Το μάτι του θεατή δεν πρέπει να παρεκτρέπεται. Τώρα αν αυτό είναι άλλοθι για γενικότερα ζητήματα ειδησεογραφίας… αυτό είναι άλλο θέμα. Ο Holzstich, πάντως, το είχε λυμένο.
___________________________________________________
- Η (μόνη) αναφορά σε Sat-ly Djami και τη συγκεκριμένη γκραβούρα εδώ. Η λεζάντα λέει: "Η είσοδος στο Sa-tly-Djami κατά τις πρόσφατες ταραχές. Άποψη με θέα της πόλης." (Der Eingang der Moschee Sa-tly-Djami während der jüngsten Unruhen. Ansicht mit Blick zur Stadt.)
- Η φωτογραφία της πυρκαγιάς του 1917 από εδώ (εξαιρετικό site)
- Η καρτ ποστάλ από εδώ
- Ακόμα μια φωτό του Saatli Djami εδώ
Απριλίου 25, 2009
Συνάντηση στις ράγες
Από κάποιο ολέθριο λάθος βρεθήκατε στην ίδια γραμμή. Μέσα από το παραθυράκι βλέπεις ότι ατίθασα ήδη σε στόχευε αυτή. Με τα μεταλλικά της εξαρτήματα, τα τσιγκέλια και τις χοντρές βίδες είναι σαν αστακός, σαν δρεπανηφόρο άρμα - καμιά σχέση με τη σύγχρονη, επιτηδευμένη, μπλαζέ μηχανή σου. Κουβαλάει και μάχιμη πείρα 94 ετών.
Ένα κλικ πριν το μοιραίο σφύριγμα. Η τελευταία εικόνα της Kodak 1A Pocket Folding.
Απριλίου 10, 2009
Interludio
Διαχωρίζω τους φωτογράφους σ’ αυτούς που επιλέγουν γωνία λήψης και σ’ αυτούς που στήνουν τη φωτογραφία τους. Ανήκω στους πρώτους. Κοιτάζω τι είναι διαθέσιμο και επιλέγω την καλύτερη γωνία. Κάποιοι άλλοι, όμως, σκηνοθετούν τα θέματά τους. Δεν κοιτάζουν τι είναι γύρω αλλά τι μπορούν να φτιάξουν από αυτά. Αυτό είναι πιο δύσκολο – κι αυτό θεωρώ πραγματική ‘φωτογραφία’. Και συχνά, μπορούν να σκηνοθετούν άνετα και πρόσωπα. Ελάχιστους έχω δει να το πετυχαίνουν. Ο πρώτος είναι ένας Γερμανός που ζει στη Θεσσαλονίκη.
Δεν θα πω τ’ όνομά του επειδή έχουμε επαγγελματική σχέση και θα ήθελα, όσο είναι δυνατόν να διατηρήσω τη δική μου ανωνυμία (αν και, μ’ ένα post με θέμα τον χορό, αυτή έχει χαθεί σε μερικούς, ευτυχώς, άσχετους κύκλους). Ο δεύτερος είναι ένας φίλος μου – που έτυχε να είναι κι ο διπλανός μου στο Λύκειο. Οι φωτογραφίες του είναι εκπληκτικές – περάστε να τις δείτε στη σελίδα του στο Flickr.
Αυτός μου θύμισε και τη δική μου σελίδα στο Flickr, που χρησιμοποιούσα για το blog με θέμα την Αλβανία. Αποφάσισα να ενεργοποιήσω κι εγώ το λογαριασμό μου σε 'Pro'.
Ενώ ανέβαζα φωτογραφίες, ένιωσα πως ίσως συνήθισα από εδώ, ίσως γενικά σέβομαι περισσότερο το κείμενο - πάντως κάποιες μου φαίνονταν γυμνές χωρίς κείμενο από κάτω.
Σαν απόηχος, μου ήρθε στο μυαλό ένα άλλο χόμπι μου, απομεινάρι από τις βόλτες μου σε βόρεια δάση, να μαζεύω κλαδιά σε παράξενα σχήματα. Μια κοπέλα μου, μου έλεγε πως όταν μου αρέσει κάτι προσπαθώ να το εντάξω χρηστικά μέσα στο σπίτι μου. Δεν το θεωρώ απλώς ένα όμορφο αντικείμενο.
Πολλές φορές περιμένω χρόνια ολόκληρα μέχρι να βρω ένα κομμάτι που ταιριάζει μ’ ένα άλλο. Συνταιριασμένο ή μόνο του, τ' όμορφο αντικείμενο αποκτά συγκεκριμένο νόημα, έχει μια (και αυτονόητη) χρήση. Θυμήθηκα όλα αυτά γιατί και το κείμενο στη φωτογραφία μοιάζει μ' ένα παρόμοιο 'εγχειρίδιο οπτικής'. Η φωτογραφία ορίζεται, δεν ‘υπάρχει για να υπάρχει’. Αποκτά, σχεδόν αυθαίρετα, κάποια χρηστική αξία.
Σέβομαι την ελευθερία στον θεατή που δίνει μια σιωπηρή εικόνα, καθώς στέκει μόνη της. Το Flickr μου το θύμισε. Και στο τέλος-τέλος, όλα αυτά να είναι σημάδια της επιθυμίας μου να ελέγχω απόλυτα ό,τι κάνω. Χαμογελάω γιατί προσπαθώ να το ελέγξω κι αυτό. Πραγματικά έχει τη χάρη της η απώλεια ελέγχου: το τυχαίο, το χαλαρό, το όσα πάνε κι όσα έρθουν. Και καθώς πήγα να βάλω σε εισαγωγικά τη φράση ‘όσα πάνε κι όσα έρθουν’, θυμήθηκα έναν άλλο παλιό φίλο, ποιητή:
Όταν θέλω να πω κάτι ινκόγκνιτο
το βάζω έξω από εισαγωγικά
χωρίς αυτούς τους ασφαλίτες της ακρίβειας
(σκέφτομαι σαν να ήμουν λέξη)
θα μπορούσα ν’ ανήκω οπουδήποτε
θα παίζω με τις δίπλα λέξεις
και θα περνάνε χαλαρά τα βλέμματα πάνω μου
Δεν θα πω τ’ όνομά του επειδή έχουμε επαγγελματική σχέση και θα ήθελα, όσο είναι δυνατόν να διατηρήσω τη δική μου ανωνυμία (αν και, μ’ ένα post με θέμα τον χορό, αυτή έχει χαθεί σε μερικούς, ευτυχώς, άσχετους κύκλους). Ο δεύτερος είναι ένας φίλος μου – που έτυχε να είναι κι ο διπλανός μου στο Λύκειο. Οι φωτογραφίες του είναι εκπληκτικές – περάστε να τις δείτε στη σελίδα του στο Flickr.
Αυτός μου θύμισε και τη δική μου σελίδα στο Flickr, που χρησιμοποιούσα για το blog με θέμα την Αλβανία. Αποφάσισα να ενεργοποιήσω κι εγώ το λογαριασμό μου σε 'Pro'.
Ενώ ανέβαζα φωτογραφίες, ένιωσα πως ίσως συνήθισα από εδώ, ίσως γενικά σέβομαι περισσότερο το κείμενο - πάντως κάποιες μου φαίνονταν γυμνές χωρίς κείμενο από κάτω.
Σαν απόηχος, μου ήρθε στο μυαλό ένα άλλο χόμπι μου, απομεινάρι από τις βόλτες μου σε βόρεια δάση, να μαζεύω κλαδιά σε παράξενα σχήματα. Μια κοπέλα μου, μου έλεγε πως όταν μου αρέσει κάτι προσπαθώ να το εντάξω χρηστικά μέσα στο σπίτι μου. Δεν το θεωρώ απλώς ένα όμορφο αντικείμενο.
Πολλές φορές περιμένω χρόνια ολόκληρα μέχρι να βρω ένα κομμάτι που ταιριάζει μ’ ένα άλλο. Συνταιριασμένο ή μόνο του, τ' όμορφο αντικείμενο αποκτά συγκεκριμένο νόημα, έχει μια (και αυτονόητη) χρήση. Θυμήθηκα όλα αυτά γιατί και το κείμενο στη φωτογραφία μοιάζει μ' ένα παρόμοιο 'εγχειρίδιο οπτικής'. Η φωτογραφία ορίζεται, δεν ‘υπάρχει για να υπάρχει’. Αποκτά, σχεδόν αυθαίρετα, κάποια χρηστική αξία.
Σέβομαι την ελευθερία στον θεατή που δίνει μια σιωπηρή εικόνα, καθώς στέκει μόνη της. Το Flickr μου το θύμισε. Και στο τέλος-τέλος, όλα αυτά να είναι σημάδια της επιθυμίας μου να ελέγχω απόλυτα ό,τι κάνω. Χαμογελάω γιατί προσπαθώ να το ελέγξω κι αυτό. Πραγματικά έχει τη χάρη της η απώλεια ελέγχου: το τυχαίο, το χαλαρό, το όσα πάνε κι όσα έρθουν. Και καθώς πήγα να βάλω σε εισαγωγικά τη φράση ‘όσα πάνε κι όσα έρθουν’, θυμήθηκα έναν άλλο παλιό φίλο, ποιητή:
Όταν θέλω να πω κάτι ινκόγκνιτο
το βάζω έξω από εισαγωγικά
χωρίς αυτούς τους ασφαλίτες της ακρίβειας
(σκέφτομαι σαν να ήμουν λέξη)
θα μπορούσα ν’ ανήκω οπουδήποτε
θα παίζω με τις δίπλα λέξεις
και θα περνάνε χαλαρά τα βλέμματα πάνω μου
Ιανουαρίου 17, 2009
Γουέστερν-Φασολάδα
Από καιρό με παραξένευε το παράταιρο άρθρο στη φράση ‘οι’ αναρχικοί. Στα ελληνικά χρησιμοποιούμε τ’ οριστικό άρθρο για κάτι συγκεκριμένο και γνώριμο (π.χ. ‘ο πατέρας ήρθε’). Παράλληλα, υπάρχει μια ξεκάθαρη γραμμή ανάμεσα σε άγνωστα πρόσωπα που όμως μπορούμε να γνωρίσουμε (‘οι υπάλληλοι’, ‘οι ποδοσφαιριστές’) και σ’ αυτά που πρέπει να μένουν κρυφά. Οι τελευταίοι εκφράζονται αόριστα (δεν μπορούμε να πούμε ‘μπήκαν οι κλέφτες’). Κι όμως: Διαδηλώνουν ‘οι’ αναρχικοί. Έκαψαν ‘οι’ κουκουλοφόροι.
Στην αρχή το έβλεπα σαν αυθόρμητη απόδοση της φράσης γνωστοί-άγνωστοι. Μοιάζουμε να λέμε στην αστυνομία: ξέρουμε πως τους ξέρετε! Και θαύμαζα πως περνάνε κρυφά πράγματα στη γλώσσα μας ή, πόσο κρίμα είναι που δεν το αντιλαμβανόμαστε.
Αυτή η γλωσσική ιδιαιτερότητα όμως, αποκαλύπτεται πλήρως γιατί βρίσκεται μόνο στον πληθυντικό. Κάποια αντίστοιχά της: ‘Οι Αλβανοί.’ ‘Οι Μαύροι’. ‘Οι Εβραίοι’. Η ιδιότυπη αναφορά σε κάτι που είναι συγχρόνως συγκεκριμένο κι αφηρημένο, σε κάτι αόριστο αλλά και γνωστό, σε κάτι που έχει ιδιότητες αλλά όχι πρόσωπο, είναι κλασική λειτουργία του ρατσισμού.
Κάθε ομάδα ανθρώπων που διατεινόμαστε ρατσιστικά είναι γνωστοί-άγνωστοι: γνωστοί για τις ιδιότητές τους κι άγνωστοι για την ταυτότητά τους. Καλύτερα: η ομάδα τους είναι η ταυτότητά τους. Γνωρίζουμε τις ιδιότητες των Εβραίων, των Αλβανών, των Γύφτων χωρίς (να χρειάζεται) να γνωρίζουμε τα ονόματά τους.
Έχουμε λοιπόν ρατσιστικές συμπεριφορές απέναντι στους αναρχικούς; Μα υπάρχουν πολλοί - και καλοί - λόγοι γι αυτό.
Ένας αναρχικός μας βγάζει από τη βολή μας. Έχουμε συνηθίσει σε μια καθημερινή συμπεριφορά: οικογένεια, δουλειά, ειδήσεις στις 8:00, αγαπημένες σειρές, εκλογές κάθε τρεισήμισι χρόνια, σκάνδαλα κι ατιμωρησίες, φόρτωμα πιστωτικών καρτών, ρουσφέτι, φοροδιαφυγή, κτλ. Δεν είναι μόνο ο χλευασμός προς πρακτικές που ξέρουμε ότι δεν είναι σωστές αλλά συνηθίσαμε και απωθούμε. Είναι ότι όλα γύρω είναι και προσωπικό δημιούργημά μας. Ένας αναρχικός μας δείχνει σαν συνυπεύθυνο. Πως θα αποφύγουμε την επαναξιολόγηση καθημερινών πλευρών της ζωής μας;
Η κλασική λειτουργία του ρατσισμού είναι η προβολή στον Άλλο όσων (πιστεύουμε ότι) δεν είμαστε Εμείς. Εάν οι Αλβανοί είναι κλέφτες εμείς είμαστε τίμιοι, εάν οι Εβραίοι είναι συνωμότες εμείς είμαστε φερέγγυοι, εάν οι Γύφτοι είναι απολίτιστοι εμείς είμαστε εκλεπτυσμένοι. Ο Άλλος είναι πάντα το αρνητικό μας. Εάν λοιπόν οι αναρχικοί καταστρέφουν εμείς χτίζουμε, εάν είναι αντικοινωνικοί εμείς δουλεύουμε για το κοινό καλό, εάν είναι αλήτες εμείς είμαστε κύριοι, εάν είναι κλέφτες εμείς είμαστε νομιμόφρονες, κοκ. Δεν λέω ότι οι αναρχικοί δεν κάνουν τέτοιες πράξεις – αλλά κατά πόσο εμείς πράττουμε τα ακριβώς αντίθετα και μόνο αυτά; Τυπικά με τη λειτουργία του ρατσισμού, είναι σαν να έχουμε εφεύρει μια φυλή για να απωθήσουμε πάνω της ό,τι δεν αρέσει σε μας, μια φυλή όχι με τη γλωσσική ή την εθνική έννοια (μιλούν την ίδια γλώσσα μ’ εμάς) αλλά με την κοινωνική έννοια. Οποιαδήποτε προοπτική να δώσουμε βάση στα συνθήματά τους και να επαναξιολογήσουμε τον εαυτό μας έχει χαθεί απέναντι σ’ αυτούς τους Γνωστούς-Αγνώστους που (όπως όλοι οι Γνωστοί-Άγνωστοι) έχουν αποκλίνουσα συμπεριφορά κι όχι πρόσωπο - στην περίπτωσή τους, γιατί κυριολεκτικά το κρύβουν. Καθίσταται αδιανόητο ν’ αναρωτηθούμε πόσο δημιουργική είναι η εργασιακή συμπεριφορά μας, πόσο κοινωνική πράξη αποτελεί το ρουσφέτι, πόσο νόμιμη είναι η απόκρυψη εσόδων, πόσο ‘κύριοι’ είμαστε στις συναναστροφές μας.
Τελευταία, επαναλαμβάνεται, ξανά και ξανά η ‘ιεροσυλία’ αναρχικών που καίνε την ελληνική σημαία (ενώ είναι αναμφισβήτητο δικαίωμα εμείς να καίμε σημαίες άλλων) ή τ’ ότι μπήκαν στις τάξεις τους και αλλοδαποί. Πίσω από τις κουκούλες τίθενται πλέον κι εθνικά Άλλοι, είτε είναι δικοί μας ανθέλληνες είτε αυτούσιοι μη Έλληνες. Η υποδόρια φυλετική προσέγγιση εμπλουτίζεται.
Κάθε πλευρά του θέματος, ισχυροποιεί τον ρόλο της αστυνομίας και των ΜΑΤ. Δεν είναι τυχαίο ότι συχνά λέμε και βλέπουμε πως η αστυνομία υποθάλπει τους κουκουλοφόρους ή ακόμα, ότι τους υποδύονται αστυνομικοί. Τίποτα δεν είναι τόσο προς το συμφέρον της αστυνομίας και των υπερασπιστών της τάξης, όσο το αντίπαλο δέος των κουκουλοφόρων, η διατήρηση της μαύρης τρύπας που καταπίνει τις ενοχές μας και την όποια πιθανότητα για ενοχλητικές σκέψεις και αυτοέλεγχο. Χρειάστηκε ένα ισχυρότατο κοινωνικό σοκ, σαν τη δολοφονία ενός 15χρονου, για να γίνει αισθητή από αρκετά μεγαλύτερα άτομα η φύσει βαθιά αντιδημοκρατικότητα των δυνάμεων καταστολής.
Θεωρώ λοιπόν ότι οι αναρχικοί και οι κουκουλοφόροι είναι άγγελοι με το μήνυμα του κρυμμένου εαυτού μας; Θα ήμουν, φυσικά, αφελής. Τα παιδιά που καίνε και καταστρέφουν (γιατί στην πλειοψηφία τους είναι παιδιά, όχι προβοκάτορες) δεν έχουν λογική ή τέτοια αυτοσυνείδηση. Έχουν όμως αιτία. Νοιώθουν να έχουν την πλάτη στον τοίχο. Οι μαθητές είναι από τους πλέον σκληρά εργαζόμενους (όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά στην Ευρώπη). Διαβάζουν με τις ώρες μόνο για ν’ αποστηθίσουν ενώ είναι τελευταίοι στην Ευρώπη όσον αφορά τη δυνατότητα κρίσης – λέτε να μη νιώθουν πως παρόλη την προσπάθειά τους είναι εντελώς αντιπαραγωγικοί; Μοιάζουν να δουλεύουν ήδη στο τυπικό δημόσιο ή να προετοιμάζονται μόνο γι αυτό.
Από την άλλη, η οικογένειά τους πληρώνει ιδιωτικά δίδακτρα για τη (συγκεκριμένη) παιδεία ενώ ξέρουν ότι και να μπουν στο πανεπιστήμιο, θα είναι προθάλαμος εργασιακής θέσης 700 ευρώ. Σ’ αυτή τη ζωή, συνεχώς έξω από το σπίτι ή μ’ ένα σχολικό εγχειρίδιο στο χέρι που πρέπει ν’ αποστηθίσουν, ακούνε τους γονείς ν’ αγωνίζονται και να γκρινιάζουν. Οποιοσδήποτε από εμάς τι θα έκανε στη θέση τους; Με την πλάτη στον τοίχο κάθε ζώο αγριεύει. Ποιος από εμάς θα έκφερε επιχειρήματα ή θ’ άκουγε τις απόψεις της άλλης πλευράς; Δεν θα προτιμούσαμε να τα κάψουμε όλα από άχτι, ελπίζοντας κιόλας ότι από τα αποκαΐδια θα βγει κάτι καλύτερο; Γιατί χειρότερο, από πολλές απόψεις, αποκλείεται να βγει. Το μόνο που τα σημερινά παιδιά νιώθουν πως έχουν να χάσουν είναι η σημερινή κατάσταση - σπουδαίο επιχείρημα! Ας τους το πούμε - λέτε να σταματήσουν;
Σ’ αυτό το σύμπλεγμα πραγματικοτήτων που εμείς δημιουργήσαμε, ανεχόμαστε και πιθανώς συντηρούμε εναντιώνονται οι διαδηλωτές - έστω με τον ακραίο και βάρβαρο τρόπο τους.
Εκεί που τα πράγματα γίνονται άσχημα για όλους, νοικοκυραίους και αναρχικούς, γονείς και παιδιά, είναι πως αν και υπάρχει αιτία στην εξέγερση, δεν υπάρχει λογική και συνείδηση. Υπάρχει τυφλό άχτι και παραλογισμός.
Εδώ δεν αναφέρομαι μόνο στις καταστροφές καταστημάτων. Το να επιτίθεται η εξεγερμένη μάζα στους ομοίους της είναι σύνηθες. Και στις ταραχές του Λος Άντζελες ή του Παρισιού, η μια φυλετική ομάδα επιτίθεντο στην άλλη, δεν πήγαιναν στο Κοινοβούλιο. Σε μια συζήτηση που είχα, ένας φίλος μου επισήμανε πως στην Ελλάδα οι αναρχικοί με την πρόφαση πως δεν επιτρέπεται στους αστούς να ασχολούνται αδιάφορα με την κουλτούρα, έκαναν κατάληψη στο Εθνικό Θέατρο. Το πιο φυσικό – και απείρως πιο συμβολικό – θα ήταν να έκαναν κατάληψη σ’ ένα σκυλάδικο. Εκεί βρίσκεται η κυρίαρχη κουλτούρα που ευθύνεται για την κατάσταση και τα προβλήματά τους, όχι στο Εθνικό. Ας έκαναν κατάληψη σ’ ένα γήπεδο εν μέσω ποδοσφαιρικού αγώνα – όχι να καίνε το Γαλλικό Ινστιτούτο (χάνοντας και την υποστήριξη μεγάλης μερίδας Γάλλων μαθητών που, αν είναι δυνατόν, πήγαν να προσεταιριστούν μ’ αυτήν την πράξη). Παρεμπιπτόντως, κάθε άγαλμα δεν είναι σύμβολο της τωρινής εξουσίας για να το μαυρίζουν: ο Ρήγας Φεραίος ευαγγελιζόταν την ανοιχτή κοινωνία και τις πολιτικές αξίες που κι ίδιοι απαιτούν και των οποίων η έλλειψη τους έβγαλε στους δρόμους.
Με αρκετές επιλογές τους, δείχνουν ότι η έλλειψη κρίσης που χαρακτηρίζει την παιδεία για την οποία διαμαρτύρονται, έχει περάσει για τα καλά πάνω τους. Πως δεν ξέρουν ή δεν θέλουν ν’ αποδώσουν ευθύνες. Ή το χειρότερο: πως είναι κι οι ίδιοι Ολυμπιακάρα, Παναθηναϊκάρα, ή φαν της Άντζελας Δημητρίου και δεν θα επιτίθονταν τα είδωλά τους. Σ’ αυτό μοιάζουν θλιβερά στους απέναντι – και είναι φυσικό, όλοι προέρχονται από την ίδια κοινωνία. Δεν θέλουν να δουν, όπως ακριβώς οι νοικοκυραίοι, τη δική τους καμπούρα, συμβιβασμένοι είναι μόνο οι Άλλοι. Κι έτσι, κατέληξε ο φίλος μου, μεγαλύτερη σημασία έχει τελικά η αίσθηση διαμαρτυρίας παρά η πραγματικότητα: μια διαμαρτυρία στο Εθνικό (η οποία μάλιστα κλείστηκε με τηλεφωνικό ραντεβού!) είναι θέατρο. Στο σκυλάδικο ή στο γήπεδο θα είχαν ν’ αντιμετωπίσουν και φουσκωτούς με μεγαλύτερη επαγγελματική συνείδηση από τους ΜΑΤατζήδες των 700 ευρώ.
Ο Νίκος Δήμου σημείωσε πάνω-κάτω τα ίδια πράγματα αναφορικά με την υποτιθέμενη απουσία των διανοούμενων στη διάρκεια των ταραχών, ενώ αυτοί ήταν ασυνήθιστα παρόντες: «Φοβάμαι πως η θεωρία για την απουσία των διανοούμενων βασίζεται στο ότι αυτοί που την διατυπώνουν, δεν τους βλέπουν. Δεν διαβάζουν εφημερίδες (όπου κατά κύριο λόγο εμφανίζονται τα άρθρα τους) ούτε παρακολουθούν τις ελάχιστες εκπομπές της τηλεόρασης (συνήθως μεταμεσονύκτιες) όπου συμμετέχουν άνθρωποι του πνεύματος. Πιθανότατα εννοούν ότι οι διανοούμενοι δεν εμφανίζονται στα δελτία ειδήσεων (αλλά τι δουλειά θα είχαν στα «παράθυρα»;). Το πρόβλημα για μένα δεν είναι η απουσία των διανοουμένων – αλλά το ότι δεν τους ακούει και δεν τους προσέχει κανείς. (Πάνε οι εποχές που ο Σαρτρ ξεσήκωνε τους εργάτες…).» Εδώ, φυσικά, ο Ν. Δήμου αναφέρεται και στις δύο πλευρές, διαδηλωτές και νομιμόφρονες. Κι εδώ θέλω ν’ αναφέρω δύο πρόσφατα προσωπικά παραδείγματα: το πρώτο σε μια έκθεση ζωγραφικής με κορυφαίους δημιουργούς, όπου ο φύλακας του κάτω ορόφου φώναζε στον φύλακα του πάνω «Έλα ρεεε! Που είναι ο τάδε;» - απάντηση: «Στο υπόγειοοοο!» Το δεύτερο σε μια παράσταση της TOSCA με την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης, όπου μουσικοί έφταναν 10 λεπτά αργοπορημένοι μετά την έναρξη και μετά τα διαλείμματα, έβγαζαν τα πανωφόρια τους και άρχιζαν να παίζουν σαν να μη συμβαίνει τίποτα! Αναρωτιέται κάποιος για την κουλτούρα της ελληνικής κοινωνίας; Αναρωτιέται γιατί δεν είναι ορατοί οι διανοούμενοι από τον Έλληνα πολίτη; Ή μάλλον θα πει ότι σε τέτοιο περιβάλλον, και η έκθεση ζωγραφικής και η παράσταση όπερας και η έκκληση στους διανοούμενους αποτελούν θέατρο, όπου παρουσιάζονται, Ελλάδα και Έλληνες, σαν κάτι που δεν είναι;
Εδώ μάλλον στήνεται ένα πικρό θέατρο παραλόγου. Σαν να στοχεύουμε πιο πάνω απ’ ότι μπορούμε, σαν κάποιος να πρέπει να φωνάξει ‘ο βασιλιάς είναι γυμνός!’ Η επανάσταση, η συνείδηση, ο πολιτισμός, δεν λειτουργούν με πιστωτικές κάρτες για να ζούμε πάνω από τις δυνατότητές μας, όπως συνηθίσαμε στην οικονομική ζωή. Δεν υπάρχουν ετεροχρονισμένες επιταγές όπου μπορείς να φερθείς σήμερα σοφά χάρη σε κάτι που θα μάθεις αύριο, ούτε με το διάβασμα ενός πολίτη ενημερώνονται δέκα, όπως πληρώνονται δέκα έμποροι με την ίδια επιταγή. Ο πολιτισμός είναι ‘πληρωτέος επί τη εμφανίσει’, όσο δουλέψαμε, όσο μάθαμε, όσο καταλαβαίνουμε, τόσο πράττουμε. Παραφράζοντας τα λόγια των παλιών: δεν μπορούμε ν’ απλώνουμε τα πόδια πέρα από το πνευματικό μας πάπλωμα.
Και δίπλα στο θέατρο του παραλόγου, ας κάνουμε μια διανομή στιλ Γουέστερν – όχι Σπαγγέτι, αλλά προς το ελληνικότερον… Ο Καλός είναι οι νοικοκυραίοι που φοβούνται για την περιουσία τους και την κοινωνία – παράλληλα, σε συμφωνία με όσους θεωρούν εαυτούς Καλούς, αρνιούνται να δεχτούνε οτιδήποτε αρνητικό σαν απόρροια δικών τους πράξεων και συμπεριφορών, παρά προβάλλουν στους Άλλους ό,τι θεωρούν πως δεν είναι οι ίδιοι. Στο ενδιάμεσο και στο ρόλο του Άσχημου βρίσκεται η αστυνομία: σε ρόλο πρώτου δράστη, μετέπειτα θεατή, αποτυχημένου υπερασπιστή αλλά και με θλιβερές υπόνοιες υπόθαλψης κι ενίοτε προβοκάτσιας. Στο τελευταίο άκρο και περίοπτος Κακός είναι η ‘βάρβαρη φυλή’ των αναρχικών και των κουκουλοφόρων. Με αληθινή αιτία, αλλά και με ποινικά αδικήματα που συνολικά θα μετρούσαν εκατοντάδες χρόνια φυλακή. Και φυσικά, με μεγάλη έλλειψη λογικής και συναίσθησης – όχι μόνο ταξικής αλλά κυρίως, ιδεολογικής.
Γι αυτά, τα ‘κακά παιδιά’: Όσο πιθανό ήταν να σταματήσουν τον πόλεμο στη Σερβία ή στο Ιράκ κάνοντας κατάληψη στα σχολεία, φωνάζοντας όλο πάθος «Εμείς θα σταματήσουμε τον πόλεμο αυτό» ή βάφοντας με σπρέι συνοικιακά McDonald’s, άλλο τόσο είναι πιθανό να αλλάξουν την Παιδεία καίγοντας το Γαλλικό Ινστιτούτο ή κάνοντας κατάληψη στο Εθνικό Θέατρο.
Μακάρι να βγει κάτι από τις – πραγματικά πρωτόγνωρες – ταραχές και να συνειδητοποιήσουν, πρώτα απ’ όλα οι ‘νομιμόφρονες πολίτες’ πως τα δημιουργήματά τους έχουν χτυπήσει ‘κόκκινο’. Μακάρι να συναντηθούν κάπου όλοι νιώθοντας ότι αξίζουν κάτι καλύτερο. Στο κάτω-κάτω, οι μεν είναι γονείς των δε. Αλλά όταν όλα καταλαγιάσουν, όπως δεν σταμάτησε κανένας πόλεμος παρόλο το πάθος (που πολλοί εκμεταλλεύτηκαν), είναι πιθανό μετά τις ταραχές να μην σημειωθεί κάποια αλλαγή. Και σ’ αυτά τα ‘κακά παιδιά’ που συγκλόνισαν την Ελλάδα και έγιναν παγκόσμια πρωτοσέλιδα, ελλοχεύει ο κίνδυνος ολοκληρωτικής αποχής από τα κοινά και πλήρους απαξίωσης οποιασδήποτε παρέμβασης. Η βάση όμως οποιασδήποτε δημοκρατίας είναι ακριβώς το αντίθετο. Το προσπάθησαν – έστω άγαρμπα και στα τυφλά - και σε κάθε περίπτωση, μιλάμε για την επόμενη γενιά.
Και με την ευκαιρία: να προσφέρουνε το πολύ καλύτερο χιούμορ τους!
___________________________________
Η πρώτη φωτογραφία από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (13.12.2008) Η τελευταία μου στάλθηκε με mail. Οι υπόλοιπες είναι από αυτή τη σελίδα.
Στην αρχή το έβλεπα σαν αυθόρμητη απόδοση της φράσης γνωστοί-άγνωστοι. Μοιάζουμε να λέμε στην αστυνομία: ξέρουμε πως τους ξέρετε! Και θαύμαζα πως περνάνε κρυφά πράγματα στη γλώσσα μας ή, πόσο κρίμα είναι που δεν το αντιλαμβανόμαστε.
Αυτή η γλωσσική ιδιαιτερότητα όμως, αποκαλύπτεται πλήρως γιατί βρίσκεται μόνο στον πληθυντικό. Κάποια αντίστοιχά της: ‘Οι Αλβανοί.’ ‘Οι Μαύροι’. ‘Οι Εβραίοι’. Η ιδιότυπη αναφορά σε κάτι που είναι συγχρόνως συγκεκριμένο κι αφηρημένο, σε κάτι αόριστο αλλά και γνωστό, σε κάτι που έχει ιδιότητες αλλά όχι πρόσωπο, είναι κλασική λειτουργία του ρατσισμού.
Κάθε ομάδα ανθρώπων που διατεινόμαστε ρατσιστικά είναι γνωστοί-άγνωστοι: γνωστοί για τις ιδιότητές τους κι άγνωστοι για την ταυτότητά τους. Καλύτερα: η ομάδα τους είναι η ταυτότητά τους. Γνωρίζουμε τις ιδιότητες των Εβραίων, των Αλβανών, των Γύφτων χωρίς (να χρειάζεται) να γνωρίζουμε τα ονόματά τους.
Έχουμε λοιπόν ρατσιστικές συμπεριφορές απέναντι στους αναρχικούς; Μα υπάρχουν πολλοί - και καλοί - λόγοι γι αυτό.
Ένας αναρχικός μας βγάζει από τη βολή μας. Έχουμε συνηθίσει σε μια καθημερινή συμπεριφορά: οικογένεια, δουλειά, ειδήσεις στις 8:00, αγαπημένες σειρές, εκλογές κάθε τρεισήμισι χρόνια, σκάνδαλα κι ατιμωρησίες, φόρτωμα πιστωτικών καρτών, ρουσφέτι, φοροδιαφυγή, κτλ. Δεν είναι μόνο ο χλευασμός προς πρακτικές που ξέρουμε ότι δεν είναι σωστές αλλά συνηθίσαμε και απωθούμε. Είναι ότι όλα γύρω είναι και προσωπικό δημιούργημά μας. Ένας αναρχικός μας δείχνει σαν συνυπεύθυνο. Πως θα αποφύγουμε την επαναξιολόγηση καθημερινών πλευρών της ζωής μας;
Η κλασική λειτουργία του ρατσισμού είναι η προβολή στον Άλλο όσων (πιστεύουμε ότι) δεν είμαστε Εμείς. Εάν οι Αλβανοί είναι κλέφτες εμείς είμαστε τίμιοι, εάν οι Εβραίοι είναι συνωμότες εμείς είμαστε φερέγγυοι, εάν οι Γύφτοι είναι απολίτιστοι εμείς είμαστε εκλεπτυσμένοι. Ο Άλλος είναι πάντα το αρνητικό μας. Εάν λοιπόν οι αναρχικοί καταστρέφουν εμείς χτίζουμε, εάν είναι αντικοινωνικοί εμείς δουλεύουμε για το κοινό καλό, εάν είναι αλήτες εμείς είμαστε κύριοι, εάν είναι κλέφτες εμείς είμαστε νομιμόφρονες, κοκ. Δεν λέω ότι οι αναρχικοί δεν κάνουν τέτοιες πράξεις – αλλά κατά πόσο εμείς πράττουμε τα ακριβώς αντίθετα και μόνο αυτά; Τυπικά με τη λειτουργία του ρατσισμού, είναι σαν να έχουμε εφεύρει μια φυλή για να απωθήσουμε πάνω της ό,τι δεν αρέσει σε μας, μια φυλή όχι με τη γλωσσική ή την εθνική έννοια (μιλούν την ίδια γλώσσα μ’ εμάς) αλλά με την κοινωνική έννοια. Οποιαδήποτε προοπτική να δώσουμε βάση στα συνθήματά τους και να επαναξιολογήσουμε τον εαυτό μας έχει χαθεί απέναντι σ’ αυτούς τους Γνωστούς-Αγνώστους που (όπως όλοι οι Γνωστοί-Άγνωστοι) έχουν αποκλίνουσα συμπεριφορά κι όχι πρόσωπο - στην περίπτωσή τους, γιατί κυριολεκτικά το κρύβουν. Καθίσταται αδιανόητο ν’ αναρωτηθούμε πόσο δημιουργική είναι η εργασιακή συμπεριφορά μας, πόσο κοινωνική πράξη αποτελεί το ρουσφέτι, πόσο νόμιμη είναι η απόκρυψη εσόδων, πόσο ‘κύριοι’ είμαστε στις συναναστροφές μας.
Τελευταία, επαναλαμβάνεται, ξανά και ξανά η ‘ιεροσυλία’ αναρχικών που καίνε την ελληνική σημαία (ενώ είναι αναμφισβήτητο δικαίωμα εμείς να καίμε σημαίες άλλων) ή τ’ ότι μπήκαν στις τάξεις τους και αλλοδαποί. Πίσω από τις κουκούλες τίθενται πλέον κι εθνικά Άλλοι, είτε είναι δικοί μας ανθέλληνες είτε αυτούσιοι μη Έλληνες. Η υποδόρια φυλετική προσέγγιση εμπλουτίζεται.
Κάθε πλευρά του θέματος, ισχυροποιεί τον ρόλο της αστυνομίας και των ΜΑΤ. Δεν είναι τυχαίο ότι συχνά λέμε και βλέπουμε πως η αστυνομία υποθάλπει τους κουκουλοφόρους ή ακόμα, ότι τους υποδύονται αστυνομικοί. Τίποτα δεν είναι τόσο προς το συμφέρον της αστυνομίας και των υπερασπιστών της τάξης, όσο το αντίπαλο δέος των κουκουλοφόρων, η διατήρηση της μαύρης τρύπας που καταπίνει τις ενοχές μας και την όποια πιθανότητα για ενοχλητικές σκέψεις και αυτοέλεγχο. Χρειάστηκε ένα ισχυρότατο κοινωνικό σοκ, σαν τη δολοφονία ενός 15χρονου, για να γίνει αισθητή από αρκετά μεγαλύτερα άτομα η φύσει βαθιά αντιδημοκρατικότητα των δυνάμεων καταστολής.
Θεωρώ λοιπόν ότι οι αναρχικοί και οι κουκουλοφόροι είναι άγγελοι με το μήνυμα του κρυμμένου εαυτού μας; Θα ήμουν, φυσικά, αφελής. Τα παιδιά που καίνε και καταστρέφουν (γιατί στην πλειοψηφία τους είναι παιδιά, όχι προβοκάτορες) δεν έχουν λογική ή τέτοια αυτοσυνείδηση. Έχουν όμως αιτία. Νοιώθουν να έχουν την πλάτη στον τοίχο. Οι μαθητές είναι από τους πλέον σκληρά εργαζόμενους (όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά στην Ευρώπη). Διαβάζουν με τις ώρες μόνο για ν’ αποστηθίσουν ενώ είναι τελευταίοι στην Ευρώπη όσον αφορά τη δυνατότητα κρίσης – λέτε να μη νιώθουν πως παρόλη την προσπάθειά τους είναι εντελώς αντιπαραγωγικοί; Μοιάζουν να δουλεύουν ήδη στο τυπικό δημόσιο ή να προετοιμάζονται μόνο γι αυτό.
Από την άλλη, η οικογένειά τους πληρώνει ιδιωτικά δίδακτρα για τη (συγκεκριμένη) παιδεία ενώ ξέρουν ότι και να μπουν στο πανεπιστήμιο, θα είναι προθάλαμος εργασιακής θέσης 700 ευρώ. Σ’ αυτή τη ζωή, συνεχώς έξω από το σπίτι ή μ’ ένα σχολικό εγχειρίδιο στο χέρι που πρέπει ν’ αποστηθίσουν, ακούνε τους γονείς ν’ αγωνίζονται και να γκρινιάζουν. Οποιοσδήποτε από εμάς τι θα έκανε στη θέση τους; Με την πλάτη στον τοίχο κάθε ζώο αγριεύει. Ποιος από εμάς θα έκφερε επιχειρήματα ή θ’ άκουγε τις απόψεις της άλλης πλευράς; Δεν θα προτιμούσαμε να τα κάψουμε όλα από άχτι, ελπίζοντας κιόλας ότι από τα αποκαΐδια θα βγει κάτι καλύτερο; Γιατί χειρότερο, από πολλές απόψεις, αποκλείεται να βγει. Το μόνο που τα σημερινά παιδιά νιώθουν πως έχουν να χάσουν είναι η σημερινή κατάσταση - σπουδαίο επιχείρημα! Ας τους το πούμε - λέτε να σταματήσουν;
Σ’ αυτό το σύμπλεγμα πραγματικοτήτων που εμείς δημιουργήσαμε, ανεχόμαστε και πιθανώς συντηρούμε εναντιώνονται οι διαδηλωτές - έστω με τον ακραίο και βάρβαρο τρόπο τους.
Εκεί που τα πράγματα γίνονται άσχημα για όλους, νοικοκυραίους και αναρχικούς, γονείς και παιδιά, είναι πως αν και υπάρχει αιτία στην εξέγερση, δεν υπάρχει λογική και συνείδηση. Υπάρχει τυφλό άχτι και παραλογισμός.
Εδώ δεν αναφέρομαι μόνο στις καταστροφές καταστημάτων. Το να επιτίθεται η εξεγερμένη μάζα στους ομοίους της είναι σύνηθες. Και στις ταραχές του Λος Άντζελες ή του Παρισιού, η μια φυλετική ομάδα επιτίθεντο στην άλλη, δεν πήγαιναν στο Κοινοβούλιο. Σε μια συζήτηση που είχα, ένας φίλος μου επισήμανε πως στην Ελλάδα οι αναρχικοί με την πρόφαση πως δεν επιτρέπεται στους αστούς να ασχολούνται αδιάφορα με την κουλτούρα, έκαναν κατάληψη στο Εθνικό Θέατρο. Το πιο φυσικό – και απείρως πιο συμβολικό – θα ήταν να έκαναν κατάληψη σ’ ένα σκυλάδικο. Εκεί βρίσκεται η κυρίαρχη κουλτούρα που ευθύνεται για την κατάσταση και τα προβλήματά τους, όχι στο Εθνικό. Ας έκαναν κατάληψη σ’ ένα γήπεδο εν μέσω ποδοσφαιρικού αγώνα – όχι να καίνε το Γαλλικό Ινστιτούτο (χάνοντας και την υποστήριξη μεγάλης μερίδας Γάλλων μαθητών που, αν είναι δυνατόν, πήγαν να προσεταιριστούν μ’ αυτήν την πράξη). Παρεμπιπτόντως, κάθε άγαλμα δεν είναι σύμβολο της τωρινής εξουσίας για να το μαυρίζουν: ο Ρήγας Φεραίος ευαγγελιζόταν την ανοιχτή κοινωνία και τις πολιτικές αξίες που κι ίδιοι απαιτούν και των οποίων η έλλειψη τους έβγαλε στους δρόμους.
Με αρκετές επιλογές τους, δείχνουν ότι η έλλειψη κρίσης που χαρακτηρίζει την παιδεία για την οποία διαμαρτύρονται, έχει περάσει για τα καλά πάνω τους. Πως δεν ξέρουν ή δεν θέλουν ν’ αποδώσουν ευθύνες. Ή το χειρότερο: πως είναι κι οι ίδιοι Ολυμπιακάρα, Παναθηναϊκάρα, ή φαν της Άντζελας Δημητρίου και δεν θα επιτίθονταν τα είδωλά τους. Σ’ αυτό μοιάζουν θλιβερά στους απέναντι – και είναι φυσικό, όλοι προέρχονται από την ίδια κοινωνία. Δεν θέλουν να δουν, όπως ακριβώς οι νοικοκυραίοι, τη δική τους καμπούρα, συμβιβασμένοι είναι μόνο οι Άλλοι. Κι έτσι, κατέληξε ο φίλος μου, μεγαλύτερη σημασία έχει τελικά η αίσθηση διαμαρτυρίας παρά η πραγματικότητα: μια διαμαρτυρία στο Εθνικό (η οποία μάλιστα κλείστηκε με τηλεφωνικό ραντεβού!) είναι θέατρο. Στο σκυλάδικο ή στο γήπεδο θα είχαν ν’ αντιμετωπίσουν και φουσκωτούς με μεγαλύτερη επαγγελματική συνείδηση από τους ΜΑΤατζήδες των 700 ευρώ.
Ο Νίκος Δήμου σημείωσε πάνω-κάτω τα ίδια πράγματα αναφορικά με την υποτιθέμενη απουσία των διανοούμενων στη διάρκεια των ταραχών, ενώ αυτοί ήταν ασυνήθιστα παρόντες: «Φοβάμαι πως η θεωρία για την απουσία των διανοούμενων βασίζεται στο ότι αυτοί που την διατυπώνουν, δεν τους βλέπουν. Δεν διαβάζουν εφημερίδες (όπου κατά κύριο λόγο εμφανίζονται τα άρθρα τους) ούτε παρακολουθούν τις ελάχιστες εκπομπές της τηλεόρασης (συνήθως μεταμεσονύκτιες) όπου συμμετέχουν άνθρωποι του πνεύματος. Πιθανότατα εννοούν ότι οι διανοούμενοι δεν εμφανίζονται στα δελτία ειδήσεων (αλλά τι δουλειά θα είχαν στα «παράθυρα»;). Το πρόβλημα για μένα δεν είναι η απουσία των διανοουμένων – αλλά το ότι δεν τους ακούει και δεν τους προσέχει κανείς. (Πάνε οι εποχές που ο Σαρτρ ξεσήκωνε τους εργάτες…).» Εδώ, φυσικά, ο Ν. Δήμου αναφέρεται και στις δύο πλευρές, διαδηλωτές και νομιμόφρονες. Κι εδώ θέλω ν’ αναφέρω δύο πρόσφατα προσωπικά παραδείγματα: το πρώτο σε μια έκθεση ζωγραφικής με κορυφαίους δημιουργούς, όπου ο φύλακας του κάτω ορόφου φώναζε στον φύλακα του πάνω «Έλα ρεεε! Που είναι ο τάδε;» - απάντηση: «Στο υπόγειοοοο!» Το δεύτερο σε μια παράσταση της TOSCA με την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης, όπου μουσικοί έφταναν 10 λεπτά αργοπορημένοι μετά την έναρξη και μετά τα διαλείμματα, έβγαζαν τα πανωφόρια τους και άρχιζαν να παίζουν σαν να μη συμβαίνει τίποτα! Αναρωτιέται κάποιος για την κουλτούρα της ελληνικής κοινωνίας; Αναρωτιέται γιατί δεν είναι ορατοί οι διανοούμενοι από τον Έλληνα πολίτη; Ή μάλλον θα πει ότι σε τέτοιο περιβάλλον, και η έκθεση ζωγραφικής και η παράσταση όπερας και η έκκληση στους διανοούμενους αποτελούν θέατρο, όπου παρουσιάζονται, Ελλάδα και Έλληνες, σαν κάτι που δεν είναι;
Εδώ μάλλον στήνεται ένα πικρό θέατρο παραλόγου. Σαν να στοχεύουμε πιο πάνω απ’ ότι μπορούμε, σαν κάποιος να πρέπει να φωνάξει ‘ο βασιλιάς είναι γυμνός!’ Η επανάσταση, η συνείδηση, ο πολιτισμός, δεν λειτουργούν με πιστωτικές κάρτες για να ζούμε πάνω από τις δυνατότητές μας, όπως συνηθίσαμε στην οικονομική ζωή. Δεν υπάρχουν ετεροχρονισμένες επιταγές όπου μπορείς να φερθείς σήμερα σοφά χάρη σε κάτι που θα μάθεις αύριο, ούτε με το διάβασμα ενός πολίτη ενημερώνονται δέκα, όπως πληρώνονται δέκα έμποροι με την ίδια επιταγή. Ο πολιτισμός είναι ‘πληρωτέος επί τη εμφανίσει’, όσο δουλέψαμε, όσο μάθαμε, όσο καταλαβαίνουμε, τόσο πράττουμε. Παραφράζοντας τα λόγια των παλιών: δεν μπορούμε ν’ απλώνουμε τα πόδια πέρα από το πνευματικό μας πάπλωμα.
Και δίπλα στο θέατρο του παραλόγου, ας κάνουμε μια διανομή στιλ Γουέστερν – όχι Σπαγγέτι, αλλά προς το ελληνικότερον… Ο Καλός είναι οι νοικοκυραίοι που φοβούνται για την περιουσία τους και την κοινωνία – παράλληλα, σε συμφωνία με όσους θεωρούν εαυτούς Καλούς, αρνιούνται να δεχτούνε οτιδήποτε αρνητικό σαν απόρροια δικών τους πράξεων και συμπεριφορών, παρά προβάλλουν στους Άλλους ό,τι θεωρούν πως δεν είναι οι ίδιοι. Στο ενδιάμεσο και στο ρόλο του Άσχημου βρίσκεται η αστυνομία: σε ρόλο πρώτου δράστη, μετέπειτα θεατή, αποτυχημένου υπερασπιστή αλλά και με θλιβερές υπόνοιες υπόθαλψης κι ενίοτε προβοκάτσιας. Στο τελευταίο άκρο και περίοπτος Κακός είναι η ‘βάρβαρη φυλή’ των αναρχικών και των κουκουλοφόρων. Με αληθινή αιτία, αλλά και με ποινικά αδικήματα που συνολικά θα μετρούσαν εκατοντάδες χρόνια φυλακή. Και φυσικά, με μεγάλη έλλειψη λογικής και συναίσθησης – όχι μόνο ταξικής αλλά κυρίως, ιδεολογικής.
Γι αυτά, τα ‘κακά παιδιά’: Όσο πιθανό ήταν να σταματήσουν τον πόλεμο στη Σερβία ή στο Ιράκ κάνοντας κατάληψη στα σχολεία, φωνάζοντας όλο πάθος «Εμείς θα σταματήσουμε τον πόλεμο αυτό» ή βάφοντας με σπρέι συνοικιακά McDonald’s, άλλο τόσο είναι πιθανό να αλλάξουν την Παιδεία καίγοντας το Γαλλικό Ινστιτούτο ή κάνοντας κατάληψη στο Εθνικό Θέατρο.
Μακάρι να βγει κάτι από τις – πραγματικά πρωτόγνωρες – ταραχές και να συνειδητοποιήσουν, πρώτα απ’ όλα οι ‘νομιμόφρονες πολίτες’ πως τα δημιουργήματά τους έχουν χτυπήσει ‘κόκκινο’. Μακάρι να συναντηθούν κάπου όλοι νιώθοντας ότι αξίζουν κάτι καλύτερο. Στο κάτω-κάτω, οι μεν είναι γονείς των δε. Αλλά όταν όλα καταλαγιάσουν, όπως δεν σταμάτησε κανένας πόλεμος παρόλο το πάθος (που πολλοί εκμεταλλεύτηκαν), είναι πιθανό μετά τις ταραχές να μην σημειωθεί κάποια αλλαγή. Και σ’ αυτά τα ‘κακά παιδιά’ που συγκλόνισαν την Ελλάδα και έγιναν παγκόσμια πρωτοσέλιδα, ελλοχεύει ο κίνδυνος ολοκληρωτικής αποχής από τα κοινά και πλήρους απαξίωσης οποιασδήποτε παρέμβασης. Η βάση όμως οποιασδήποτε δημοκρατίας είναι ακριβώς το αντίθετο. Το προσπάθησαν – έστω άγαρμπα και στα τυφλά - και σε κάθε περίπτωση, μιλάμε για την επόμενη γενιά.
Και με την ευκαιρία: να προσφέρουνε το πολύ καλύτερο χιούμορ τους!
___________________________________
Η πρώτη φωτογραφία από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (13.12.2008) Η τελευταία μου στάλθηκε με mail. Οι υπόλοιπες είναι από αυτή τη σελίδα.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)