Από καιρό με παραξένευε το παράταιρο άρθρο στη φράση ‘οι’ αναρχικοί. Στα ελληνικά χρησιμοποιούμε τ’ οριστικό άρθρο για κάτι συγκεκριμένο και γνώριμο (π.χ. ‘ο πατέρας ήρθε’). Παράλληλα, υπάρχει μια ξεκάθαρη γραμμή ανάμεσα σε άγνωστα πρόσωπα που όμως μπορούμε να γνωρίσουμε (‘οι υπάλληλοι’, ‘οι ποδοσφαιριστές’) και σ’ αυτά που πρέπει να μένουν κρυφά. Οι τελευταίοι εκφράζονται αόριστα (δεν μπορούμε να πούμε ‘μπήκαν οι κλέφτες’). Κι όμως: Διαδηλώνουν ‘οι’ αναρχικοί. Έκαψαν ‘οι’ κουκουλοφόροι.
Στην αρχή το έβλεπα σαν αυθόρμητη απόδοση της φράσης γνωστοί-άγνωστοι. Μοιάζουμε να λέμε στην αστυνομία: ξέρουμε πως τους ξέρετε! Και θαύμαζα πως περνάνε κρυφά πράγματα στη γλώσσα μας ή, πόσο κρίμα είναι που δεν το αντιλαμβανόμαστε.
Αυτή η γλωσσική ιδιαιτερότητα όμως, αποκαλύπτεται πλήρως γιατί βρίσκεται μόνο στον πληθυντικό. Κάποια αντίστοιχά της: ‘Οι Αλβανοί.’ ‘Οι Μαύροι’. ‘Οι Εβραίοι’. Η ιδιότυπη αναφορά σε κάτι που είναι συγχρόνως συγκεκριμένο κι αφηρημένο, σε κάτι αόριστο αλλά και γνωστό, σε κάτι που έχει ιδιότητες αλλά όχι πρόσωπο, είναι κλασική λειτουργία του ρατσισμού.
Κάθε ομάδα ανθρώπων που διατεινόμαστε ρατσιστικά είναι γνωστοί-άγνωστοι: γνωστοί για τις ιδιότητές τους κι άγνωστοι για την ταυτότητά τους. Καλύτερα: η ομάδα τους είναι η ταυτότητά τους. Γνωρίζουμε τις ιδιότητες των Εβραίων, των Αλβανών, των Γύφτων χωρίς (να χρειάζεται) να γνωρίζουμε τα ονόματά τους.
Έχουμε λοιπόν ρατσιστικές συμπεριφορές απέναντι στους αναρχικούς; Μα υπάρχουν πολλοί - και καλοί - λόγοι γι αυτό.
Ένας αναρχικός μας βγάζει από τη βολή μας. Έχουμε συνηθίσει σε μια καθημερινή συμπεριφορά: οικογένεια, δουλειά, ειδήσεις στις 8:00, αγαπημένες σειρές, εκλογές κάθε τρεισήμισι χρόνια, σκάνδαλα κι ατιμωρησίες, φόρτωμα πιστωτικών καρτών, ρουσφέτι, φοροδιαφυγή, κτλ. Δεν είναι μόνο ο χλευασμός προς πρακτικές που ξέρουμε ότι δεν είναι σωστές αλλά συνηθίσαμε και απωθούμε. Είναι ότι όλα γύρω είναι και προσωπικό δημιούργημά μας. Ένας αναρχικός μας δείχνει σαν συνυπεύθυνο. Πως θα αποφύγουμε την επαναξιολόγηση καθημερινών πλευρών της ζωής μας;
Η κλασική λειτουργία του ρατσισμού είναι η προβολή στον Άλλο όσων (πιστεύουμε ότι) δεν είμαστε Εμείς. Εάν οι Αλβανοί είναι κλέφτες εμείς είμαστε τίμιοι, εάν οι Εβραίοι είναι συνωμότες εμείς είμαστε φερέγγυοι, εάν οι Γύφτοι είναι απολίτιστοι εμείς είμαστε εκλεπτυσμένοι. Ο Άλλος είναι πάντα το αρνητικό μας. Εάν λοιπόν οι αναρχικοί καταστρέφουν εμείς χτίζουμε, εάν είναι αντικοινωνικοί εμείς δουλεύουμε για το κοινό καλό, εάν είναι αλήτες εμείς είμαστε κύριοι, εάν είναι κλέφτες εμείς είμαστε νομιμόφρονες, κοκ. Δεν λέω ότι οι αναρχικοί δεν κάνουν τέτοιες πράξεις – αλλά κατά πόσο εμείς πράττουμε τα ακριβώς αντίθετα και μόνο αυτά; Τυπικά με τη λειτουργία του ρατσισμού, είναι σαν να έχουμε εφεύρει μια φυλή για να απωθήσουμε πάνω της ό,τι δεν αρέσει σε μας, μια φυλή όχι με τη γλωσσική ή την εθνική έννοια (μιλούν την ίδια γλώσσα μ’ εμάς) αλλά με την κοινωνική έννοια. Οποιαδήποτε προοπτική να δώσουμε βάση στα συνθήματά τους και να επαναξιολογήσουμε τον εαυτό μας έχει χαθεί απέναντι σ’ αυτούς τους Γνωστούς-Αγνώστους που (όπως όλοι οι Γνωστοί-Άγνωστοι) έχουν αποκλίνουσα συμπεριφορά κι όχι πρόσωπο - στην περίπτωσή τους, γιατί κυριολεκτικά το κρύβουν. Καθίσταται αδιανόητο ν’ αναρωτηθούμε πόσο δημιουργική είναι η εργασιακή συμπεριφορά μας, πόσο κοινωνική πράξη αποτελεί το ρουσφέτι, πόσο νόμιμη είναι η απόκρυψη εσόδων, πόσο ‘κύριοι’ είμαστε στις συναναστροφές μας.
Τελευταία, επαναλαμβάνεται, ξανά και ξανά η ‘ιεροσυλία’ αναρχικών που καίνε την ελληνική σημαία (ενώ είναι αναμφισβήτητο δικαίωμα εμείς να καίμε σημαίες άλλων) ή τ’ ότι μπήκαν στις τάξεις τους και αλλοδαποί. Πίσω από τις κουκούλες τίθενται πλέον κι εθνικά Άλλοι, είτε είναι δικοί μας ανθέλληνες είτε αυτούσιοι μη Έλληνες. Η υποδόρια φυλετική προσέγγιση εμπλουτίζεται.
Κάθε πλευρά του θέματος, ισχυροποιεί τον ρόλο της αστυνομίας και των ΜΑΤ. Δεν είναι τυχαίο ότι συχνά λέμε και βλέπουμε πως η αστυνομία υποθάλπει τους κουκουλοφόρους ή ακόμα, ότι τους υποδύονται αστυνομικοί. Τίποτα δεν είναι τόσο προς το συμφέρον της αστυνομίας και των υπερασπιστών της τάξης, όσο το αντίπαλο δέος των κουκουλοφόρων, η διατήρηση της μαύρης τρύπας που καταπίνει τις ενοχές μας και την όποια πιθανότητα για ενοχλητικές σκέψεις και αυτοέλεγχο. Χρειάστηκε ένα ισχυρότατο κοινωνικό σοκ, σαν τη δολοφονία ενός 15χρονου, για να γίνει αισθητή από αρκετά μεγαλύτερα άτομα η φύσει βαθιά αντιδημοκρατικότητα των δυνάμεων καταστολής.
Θεωρώ λοιπόν ότι οι αναρχικοί και οι κουκουλοφόροι είναι άγγελοι με το μήνυμα του κρυμμένου εαυτού μας; Θα ήμουν, φυσικά, αφελής. Τα παιδιά που καίνε και καταστρέφουν (γιατί στην πλειοψηφία τους είναι παιδιά, όχι προβοκάτορες) δεν έχουν λογική ή τέτοια αυτοσυνείδηση. Έχουν όμως αιτία. Νοιώθουν να έχουν την πλάτη στον τοίχο. Οι μαθητές είναι από τους πλέον σκληρά εργαζόμενους (όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά στην Ευρώπη). Διαβάζουν με τις ώρες μόνο για ν’ αποστηθίσουν ενώ είναι τελευταίοι στην Ευρώπη όσον αφορά τη δυνατότητα κρίσης – λέτε να μη νιώθουν πως παρόλη την προσπάθειά τους είναι εντελώς αντιπαραγωγικοί; Μοιάζουν να δουλεύουν ήδη στο τυπικό δημόσιο ή να προετοιμάζονται μόνο γι αυτό.
Από την άλλη, η οικογένειά τους πληρώνει ιδιωτικά δίδακτρα για τη (συγκεκριμένη) παιδεία ενώ ξέρουν ότι και να μπουν στο πανεπιστήμιο, θα είναι προθάλαμος εργασιακής θέσης 700 ευρώ. Σ’ αυτή τη ζωή, συνεχώς έξω από το σπίτι ή μ’ ένα σχολικό εγχειρίδιο στο χέρι που πρέπει ν’ αποστηθίσουν, ακούνε τους γονείς ν’ αγωνίζονται και να γκρινιάζουν. Οποιοσδήποτε από εμάς τι θα έκανε στη θέση τους; Με την πλάτη στον τοίχο κάθε ζώο αγριεύει. Ποιος από εμάς θα έκφερε επιχειρήματα ή θ’ άκουγε τις απόψεις της άλλης πλευράς; Δεν θα προτιμούσαμε να τα κάψουμε όλα από άχτι, ελπίζοντας κιόλας ότι από τα αποκαΐδια θα βγει κάτι καλύτερο; Γιατί χειρότερο, από πολλές απόψεις, αποκλείεται να βγει. Το μόνο που τα σημερινά παιδιά νιώθουν πως έχουν να χάσουν είναι η σημερινή κατάσταση - σπουδαίο επιχείρημα! Ας τους το πούμε - λέτε να σταματήσουν;
Σ’ αυτό το σύμπλεγμα πραγματικοτήτων που εμείς δημιουργήσαμε, ανεχόμαστε και πιθανώς συντηρούμε εναντιώνονται οι διαδηλωτές - έστω με τον ακραίο και βάρβαρο τρόπο τους.
Εκεί που τα πράγματα γίνονται άσχημα για όλους, νοικοκυραίους και αναρχικούς, γονείς και παιδιά, είναι πως αν και υπάρχει αιτία στην εξέγερση, δεν υπάρχει λογική και συνείδηση. Υπάρχει τυφλό άχτι και παραλογισμός.
Εδώ δεν αναφέρομαι μόνο στις καταστροφές καταστημάτων. Το να επιτίθεται η εξεγερμένη μάζα στους ομοίους της είναι σύνηθες. Και στις ταραχές του Λος Άντζελες ή του Παρισιού, η μια φυλετική ομάδα επιτίθεντο στην άλλη, δεν πήγαιναν στο Κοινοβούλιο. Σε μια συζήτηση που είχα, ένας φίλος μου επισήμανε πως στην Ελλάδα οι αναρχικοί με την πρόφαση πως δεν επιτρέπεται στους αστούς να ασχολούνται αδιάφορα με την κουλτούρα, έκαναν κατάληψη στο Εθνικό Θέατρο. Το πιο φυσικό – και απείρως πιο συμβολικό – θα ήταν να έκαναν κατάληψη σ’ ένα σκυλάδικο. Εκεί βρίσκεται η κυρίαρχη κουλτούρα που ευθύνεται για την κατάσταση και τα προβλήματά τους, όχι στο Εθνικό. Ας έκαναν κατάληψη σ’ ένα γήπεδο εν μέσω ποδοσφαιρικού αγώνα – όχι να καίνε το Γαλλικό Ινστιτούτο (χάνοντας και την υποστήριξη μεγάλης μερίδας Γάλλων μαθητών που, αν είναι δυνατόν, πήγαν να προσεταιριστούν μ’ αυτήν την πράξη). Παρεμπιπτόντως, κάθε άγαλμα δεν είναι σύμβολο της τωρινής εξουσίας για να το μαυρίζουν: ο Ρήγας Φεραίος ευαγγελιζόταν την ανοιχτή κοινωνία και τις πολιτικές αξίες που κι ίδιοι απαιτούν και των οποίων η έλλειψη τους έβγαλε στους δρόμους.
Με αρκετές επιλογές τους, δείχνουν ότι η έλλειψη κρίσης που χαρακτηρίζει την παιδεία για την οποία διαμαρτύρονται, έχει περάσει για τα καλά πάνω τους. Πως δεν ξέρουν ή δεν θέλουν ν’ αποδώσουν ευθύνες. Ή το χειρότερο: πως είναι κι οι ίδιοι Ολυμπιακάρα, Παναθηναϊκάρα, ή φαν της Άντζελας Δημητρίου και δεν θα επιτίθονταν τα είδωλά τους. Σ’ αυτό μοιάζουν θλιβερά στους απέναντι – και είναι φυσικό, όλοι προέρχονται από την ίδια κοινωνία. Δεν θέλουν να δουν, όπως ακριβώς οι νοικοκυραίοι, τη δική τους καμπούρα, συμβιβασμένοι είναι μόνο οι Άλλοι. Κι έτσι, κατέληξε ο φίλος μου, μεγαλύτερη σημασία έχει τελικά η αίσθηση διαμαρτυρίας παρά η πραγματικότητα: μια διαμαρτυρία στο Εθνικό (η οποία μάλιστα κλείστηκε με τηλεφωνικό ραντεβού!) είναι θέατρο. Στο σκυλάδικο ή στο γήπεδο θα είχαν ν’ αντιμετωπίσουν και φουσκωτούς με μεγαλύτερη επαγγελματική συνείδηση από τους ΜΑΤατζήδες των 700 ευρώ.
Ο Νίκος Δήμου σημείωσε πάνω-κάτω τα ίδια πράγματα αναφορικά με την υποτιθέμενη απουσία των διανοούμενων στη διάρκεια των ταραχών, ενώ αυτοί ήταν ασυνήθιστα παρόντες: «Φοβάμαι πως η θεωρία για την απουσία των διανοούμενων βασίζεται στο ότι αυτοί που την διατυπώνουν, δεν τους βλέπουν. Δεν διαβάζουν εφημερίδες (όπου κατά κύριο λόγο εμφανίζονται τα άρθρα τους) ούτε παρακολουθούν τις ελάχιστες εκπομπές της τηλεόρασης (συνήθως μεταμεσονύκτιες) όπου συμμετέχουν άνθρωποι του πνεύματος. Πιθανότατα εννοούν ότι οι διανοούμενοι δεν εμφανίζονται στα δελτία ειδήσεων (αλλά τι δουλειά θα είχαν στα «παράθυρα»;). Το πρόβλημα για μένα δεν είναι η απουσία των διανοουμένων – αλλά το ότι δεν τους ακούει και δεν τους προσέχει κανείς. (Πάνε οι εποχές που ο Σαρτρ ξεσήκωνε τους εργάτες…).» Εδώ, φυσικά, ο Ν. Δήμου αναφέρεται και στις δύο πλευρές, διαδηλωτές και νομιμόφρονες. Κι εδώ θέλω ν’ αναφέρω δύο πρόσφατα προσωπικά παραδείγματα: το πρώτο σε μια έκθεση ζωγραφικής με κορυφαίους δημιουργούς, όπου ο φύλακας του κάτω ορόφου φώναζε στον φύλακα του πάνω «Έλα ρεεε! Που είναι ο τάδε;» - απάντηση: «Στο υπόγειοοοο!» Το δεύτερο σε μια παράσταση της TOSCA με την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης, όπου μουσικοί έφταναν 10 λεπτά αργοπορημένοι μετά την έναρξη και μετά τα διαλείμματα, έβγαζαν τα πανωφόρια τους και άρχιζαν να παίζουν σαν να μη συμβαίνει τίποτα! Αναρωτιέται κάποιος για την κουλτούρα της ελληνικής κοινωνίας; Αναρωτιέται γιατί δεν είναι ορατοί οι διανοούμενοι από τον Έλληνα πολίτη; Ή μάλλον θα πει ότι σε τέτοιο περιβάλλον, και η έκθεση ζωγραφικής και η παράσταση όπερας και η έκκληση στους διανοούμενους αποτελούν θέατρο, όπου παρουσιάζονται, Ελλάδα και Έλληνες, σαν κάτι που δεν είναι;
Εδώ μάλλον στήνεται ένα πικρό θέατρο παραλόγου. Σαν να στοχεύουμε πιο πάνω απ’ ότι μπορούμε, σαν κάποιος να πρέπει να φωνάξει ‘ο βασιλιάς είναι γυμνός!’ Η επανάσταση, η συνείδηση, ο πολιτισμός, δεν λειτουργούν με πιστωτικές κάρτες για να ζούμε πάνω από τις δυνατότητές μας, όπως συνηθίσαμε στην οικονομική ζωή. Δεν υπάρχουν ετεροχρονισμένες επιταγές όπου μπορείς να φερθείς σήμερα σοφά χάρη σε κάτι που θα μάθεις αύριο, ούτε με το διάβασμα ενός πολίτη ενημερώνονται δέκα, όπως πληρώνονται δέκα έμποροι με την ίδια επιταγή. Ο πολιτισμός είναι ‘πληρωτέος επί τη εμφανίσει’, όσο δουλέψαμε, όσο μάθαμε, όσο καταλαβαίνουμε, τόσο πράττουμε. Παραφράζοντας τα λόγια των παλιών: δεν μπορούμε ν’ απλώνουμε τα πόδια πέρα από το πνευματικό μας πάπλωμα.
Και δίπλα στο θέατρο του παραλόγου, ας κάνουμε μια διανομή στιλ Γουέστερν – όχι Σπαγγέτι, αλλά προς το ελληνικότερον… Ο Καλός είναι οι νοικοκυραίοι που φοβούνται για την περιουσία τους και την κοινωνία – παράλληλα, σε συμφωνία με όσους θεωρούν εαυτούς Καλούς, αρνιούνται να δεχτούνε οτιδήποτε αρνητικό σαν απόρροια δικών τους πράξεων και συμπεριφορών, παρά προβάλλουν στους Άλλους ό,τι θεωρούν πως δεν είναι οι ίδιοι. Στο ενδιάμεσο και στο ρόλο του Άσχημου βρίσκεται η αστυνομία: σε ρόλο πρώτου δράστη, μετέπειτα θεατή, αποτυχημένου υπερασπιστή αλλά και με θλιβερές υπόνοιες υπόθαλψης κι ενίοτε προβοκάτσιας. Στο τελευταίο άκρο και περίοπτος Κακός είναι η ‘βάρβαρη φυλή’ των αναρχικών και των κουκουλοφόρων. Με αληθινή αιτία, αλλά και με ποινικά αδικήματα που συνολικά θα μετρούσαν εκατοντάδες χρόνια φυλακή. Και φυσικά, με μεγάλη έλλειψη λογικής και συναίσθησης – όχι μόνο ταξικής αλλά κυρίως, ιδεολογικής.
Γι αυτά, τα ‘κακά παιδιά’: Όσο πιθανό ήταν να σταματήσουν τον πόλεμο στη Σερβία ή στο Ιράκ κάνοντας κατάληψη στα σχολεία, φωνάζοντας όλο πάθος «Εμείς θα σταματήσουμε τον πόλεμο αυτό» ή βάφοντας με σπρέι συνοικιακά McDonald’s, άλλο τόσο είναι πιθανό να αλλάξουν την Παιδεία καίγοντας το Γαλλικό Ινστιτούτο ή κάνοντας κατάληψη στο Εθνικό Θέατρο.
Μακάρι να βγει κάτι από τις – πραγματικά πρωτόγνωρες – ταραχές και να συνειδητοποιήσουν, πρώτα απ’ όλα οι ‘νομιμόφρονες πολίτες’ πως τα δημιουργήματά τους έχουν χτυπήσει ‘κόκκινο’. Μακάρι να συναντηθούν κάπου όλοι νιώθοντας ότι αξίζουν κάτι καλύτερο. Στο κάτω-κάτω, οι μεν είναι γονείς των δε. Αλλά όταν όλα καταλαγιάσουν, όπως δεν σταμάτησε κανένας πόλεμος παρόλο το πάθος (που πολλοί εκμεταλλεύτηκαν), είναι πιθανό μετά τις ταραχές να μην σημειωθεί κάποια αλλαγή. Και σ’ αυτά τα ‘κακά παιδιά’ που συγκλόνισαν την Ελλάδα και έγιναν παγκόσμια πρωτοσέλιδα, ελλοχεύει ο κίνδυνος ολοκληρωτικής αποχής από τα κοινά και πλήρους απαξίωσης οποιασδήποτε παρέμβασης. Η βάση όμως οποιασδήποτε δημοκρατίας είναι ακριβώς το αντίθετο. Το προσπάθησαν – έστω άγαρμπα και στα τυφλά - και σε κάθε περίπτωση, μιλάμε για την επόμενη γενιά.
Και με την ευκαιρία: να προσφέρουνε το πολύ καλύτερο χιούμορ τους!
___________________________________
Η πρώτη φωτογραφία από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (13.12.2008) Η τελευταία μου στάλθηκε με mail. Οι υπόλοιπες είναι από αυτή τη σελίδα.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)