Η αναπαράσταση της απελευθέρωσης μιας πόλης δεν μπορεί παρά να έχει
αρκετά έντονο εθνικιστικό και μιλιταριστικό χαρακτήρα. Αρκετοί
χαρακτήρισαν την πρόσφατη αναπαράσταση της απελευθέρωσης της
Θεσσαλονίκης ως ‘κιτς’. Πιστεύω ότι ακολούθησαν μια σύντομη οδό που
κρύβει την αλήθεια. Όντως η γιορτή έδινε εντύπωση κιτς με τις στολές
εποχής, την έφιππη παρέλαση, τα μαχητικά να περνάνε ξυστά από τις
πολυκατοικίες. Όμως επαναλαμβάνω: ήταν μια εκδήλωση στο πνεύμα του
εθνικισμού, ο οποίος ποτέ δεν διακρίθηκε για την καλαισθησία του και τον
εκλεπτυσμό του. Ο απλός χαρακτηρισμός ‘κιτς’ αφενός παραβιάζει ανοιχτές
θύρες κι αφετέρου δηλώνει, μάλλον υπεροπτικά, πως δεν χρειάζεται να
εξηγηθεί κάτι παραπάνω σε όσους αρέσκονται να νιώθουν πατριώτες.
Στον αντίποδα, κάποιοι ανέφεραν ότι παρόμοιες αναπαραστάσεις γίνονται και σε άλλα κράτη της Δύσης και δεν ενοχλείται κανείς. Γιατί λοιπόν ενοχλήθηκαν κάποιοι Έλληνες; Σαν πρώτο λόγο θεωρώ αυτό που ονομάζω ‘hangover της χλαμύδας’. Όλοι γνωρίζουμε ότι η μεταπολιτευτική αισθητική της Ελλάδας διαμορφώθηκε από τις χουντικές αναπαραστάσεις που ξεπερνούσαν κάθε όριο κιτς και παρουσίαζαν πολεμιστές ντυμένους αρχαίους Έλληνες, τσολιάδες, φαντάρους. Αυτό δεν μπορεί να αγνοηθεί – κι απ’ όσο γνωρίζω, κανένα άλλο κράτος δεν έχει παρόμοια πρόσφατη εμπειρία. Κάπου έχω την εντύπωση πως όσοι αναφέρουν το συγκεκριμένο επιχείρημα (π.χ. ο Άδωνις Γεωργιάδης) θα το έκαναν και για μια αναπαράσταση της Μάχης του Μαραθώνα με χλαμύδες και περικεφαλαίες.
Πιο σοβαρό όμως θεωρώ ότι οι αναπαραστάσεις σε άλλα δυτικά κράτη έχουν λυμένα πολλά από τα ιστορικά τους θέματα. Η Ημέρα της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας ή η Μάχη του Βατερλώ δεν έχουν κρυφές σελίδες – τουλάχιστον, όχι πολλές. Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, αντιθέτως, έχει.
Στον αντίποδα, κάποιοι ανέφεραν ότι παρόμοιες αναπαραστάσεις γίνονται και σε άλλα κράτη της Δύσης και δεν ενοχλείται κανείς. Γιατί λοιπόν ενοχλήθηκαν κάποιοι Έλληνες; Σαν πρώτο λόγο θεωρώ αυτό που ονομάζω ‘hangover της χλαμύδας’. Όλοι γνωρίζουμε ότι η μεταπολιτευτική αισθητική της Ελλάδας διαμορφώθηκε από τις χουντικές αναπαραστάσεις που ξεπερνούσαν κάθε όριο κιτς και παρουσίαζαν πολεμιστές ντυμένους αρχαίους Έλληνες, τσολιάδες, φαντάρους. Αυτό δεν μπορεί να αγνοηθεί – κι απ’ όσο γνωρίζω, κανένα άλλο κράτος δεν έχει παρόμοια πρόσφατη εμπειρία. Κάπου έχω την εντύπωση πως όσοι αναφέρουν το συγκεκριμένο επιχείρημα (π.χ. ο Άδωνις Γεωργιάδης) θα το έκαναν και για μια αναπαράσταση της Μάχης του Μαραθώνα με χλαμύδες και περικεφαλαίες.
Πιο σοβαρό όμως θεωρώ ότι οι αναπαραστάσεις σε άλλα δυτικά κράτη έχουν λυμένα πολλά από τα ιστορικά τους θέματα. Η Ημέρα της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας ή η Μάχη του Βατερλώ δεν έχουν κρυφές σελίδες – τουλάχιστον, όχι πολλές. Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, αντιθέτως, έχει.
Σ’ έναν κίονα στη
δυτική πλευρά της Αχειροποίητου υπάρχει μια αραβική επιγραφή που λέει:
‘Ο Σουλτάνος Μουράντ Καν κατέκτησε τη Θεσσαλονίκη στα 833’ (1430
χριστιανικό ημερολόγιο).
Πόσοι γνωρίζουν στη Θεσσαλονίκη γι αυτήν την επιγραφή; Κι όμως, είναι η ανακοίνωση της προσάρτησής της πόλης στην Οθωμανική αυτοκρατορία κι η αρχή της ιστορικής διαδρομής που τελείωσε με την απελευθέρωση του 1912.
Η άγνοια του συγκεκριμένου μνημείου δεν αποτελεί εξαίρεση. Πόσοι Θεσσαλονικείς ξέρουν που είναι το Γενί Χαμάμ, ο Αλατζά Ιμαρέτ, η Βίλλα Μορντώχ, η έπαυλη Αχμέτ Καπαντζή; Προσωπικά, μου έχει τύχει να πάρω ταξί για το Γενί Τζαμί (που είναι στο Φάληρο) κι ο ταξιτζής να θέλει να με πάει στην Άνω Πόλη.
Αιτία αυτής της συλλογικής άγνοιας είναι η άρνηση, καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα, για οτιδήποτε δεν ήταν ελληνικό και ορθόδοξο. Στο βαλκανικό μας μωσαϊκό υπάρχουν πολλές ιστορικές ασυνέχειες. Δεν ήμασταν πάντα εθνικά παρόντες στον αποκλειστικό βαθμό που θα επιθυμούσαμε – και η άρνηση αυτών των στοιχείων αφορά, ακριβώς, τα ‘άλυτα’ θέματα.
Το 1430 ο Σουλτάνος Μουράντ Καν σφαγίασε όλον σχεδόν το γηγενή πληθυσμό της Θεσσαλονίκης. Η – ερημωμένη πλέον – πόλη είχε σημαντική στρατηγική θέση και προσεκλήθησαν Εβραίοι Σεφαραδίτες για να την εποικίσουν. Παράλληλα μετοίκισαν Οθωμανοί, Έλληνες από την ενδοχώρα, Αρμένιοι, Σέρβοι, Βούλγαροι, Αλβανοί και στο τέλος, Φράγκοι. Αυτοί οι λαοί έφτιαχναν το πολιτιστικό συνονθύλευμα της Θεσσαλονίκης του 1912. Η πόλη τότε είχε διπλάσιο μέγεθος από την Αθήνα αλλά οι Έλληνες ήταν το 20% του πληθυσμού της. Δεν είναι αυτονόητο πως απελευθερώνεις μια πόλη όταν το 80% του πληθυσμού της δεν ταυτίζεται μαζί σου (γι’ αυτό ο όρος ‘ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στον ελληνικό ιστό’ είναι δόκιμος). Ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας της τότε Θεσσαλονίκης χάθηκε (με ιστορικούς όρους) σε μια στιγμή. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι, η ανταλλαγή των πληθυσμών, το Ολοκαύτωμα (με τη συμβολή των ντόπιων), η απομόνωση από τον βορρά με το ‘Σιδηρούν Παραπέτασμα’ αφάνισαν σταδιακά όλες τις εθνότητες.
Τα τοπωνύμια όμως πεθαίνουν δύσκολα κι έτσι τα ίχνη των λαών που χάθηκαν επιζούν στην καθημερινή μας γλώσσα: Σέιχ Σου, Μπεζεκτσένι, Καραμπουρνάκι (τουρκικά), Μοδιάνο, Καπάνι, Αλατίνι (εβραϊκά λατίνο), Ντεπώ (γαλλικά).
Είναι λυμένα αυτά τα θέματα; Όποιος σέβεται την αλήθεια θα απαντήσει αρνητικά – και γι αυτό θεωρώ πως η αναπαράσταση της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης δεν μπορεί να συγκριθεί με τις τυπικές αναπαραστάσεις σε άλλα κράτη. Πιο σημαντικό στην αναπαράσταση της απελευθέρωσης θεωρώ πως αποφασίστηκε σαν εκδήλωση από το Υπ. Μακεδονίας Θράκης, δηλ. το επίσημο ελληνικό κράτος. Είναι σαν το ελληνικό κράτος να αποδέχεται τις ιστορικές στρεβλώσεις, να ενθαρρύνει τη συλλογική άγνοια, να θεωρεί πως η βυζαντινή Θεσσαλονίκη του 1430 ήταν ίδια με τη Θεσσαλονίκη του 1912. Θα περίμενα περισσότερα από το κράτος μου εν έτει 2012 – αλλά θα περίμενα και περισσότερα από τους αριστερούς, παρά μια στείρα στάση που εξαντλείται στην αυτονόητη άρνηση του μιλιταρισμού και μιας αισθητικής που οι ίδιοι, εξίσου αυτονόητα ονομάζουν ‘κιτς’. Είναι εξαιρετικά ελιτίστικη η κριτική αφ’ υψηλού (συχνά ρηχότατη) και η αδιαφορία να δώσουν περαιτέρω – και λεπτομερείς – εξηγήσεις. Κάποια στιγμή θα πρέπει να καταλάβουν ότι προοδευτισμός χωρίς έγκυρο λόγο είναι ένα απλό ‘φαίνεσθαι’.
Τα 100 χρόνια της πόλης ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τους Θεσσαλονικείς να γνωρίσουν, έστω για λίγο, το αληθινό ιστορικό πρόσωπο της πόλης τους και τους πολιτισμούς που πέρασαν απ’ αυτήν και χάθηκαν στο πρόσφατο παρελθόν. Δυστυχώς, ήταν μια ευκαιρία που όχι μόνο χάθηκε αλλά επιβεβαίωσε την αρνητική διάθεση για κάτι τέτοιο.
Την επιγραφή στην Αχειροποίητο, που τη θεωρώ ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της ιστορίας της Θεσσαλονίκης, την ανακάλυψα έχοντας στο χέρι το βιβλίο ενός άγγλου καθηγητή. Ήταν το ‘Θεσσαλονίκη η Πόλη των Φαντασμάτων’ του Mark Mazower. Η τελευταία φωτογραφία έχει αυτόν τον τίτλο, είναι αφιερωμένη στους λαούς που πέρασαν από την πόλη – και που η μνήμη τους διατηρείται σαν φάντασμα στα τοπωνύμιά της. Και μια ευχή: μακάρι, σαν πατριώτες να μάθουμε να θεωρούμε εθνικό ότι είναι αληθινό και όχι το αντίθετο – και σαν ιδεολόγοι, να σεβόμαστε τον συνομιλητή μας και να αντιληφθούμε πως το να προτείνουμε την άποψή μας απλώς ως αυτονόητη, υποδηλώνει μια απολυταρχική νοοτροπία.
ΥΓ. Ένα φυσικό επακόλουθο για όποιον αρνείται το παρελθόν του, είναι πως εμφανίζει σημαντικό πρόβλημα ταυτότητας. Είναι ένα σύμπτωμα που η Θεσσαλονίκη γνωρίζει καλά. Δεν είναι τυχαίο που όλοι οι μεταπολεμικοί λόγιοι της πόλης αναζητούσαν τη φυσιογνωμία της (και τελικά επιλέχθηκε το αρκετά θολό ‘ερωτική Θεσσαλονίκη’). Ούτε είναι τυχαίο ότι η Θεσσαλονίκη αναδεικνύει διαχρονικά άτομα όπως ο Παπαθεμελής, ο Ψωμιάδης (η ομοιότητά τους υπογραμμίζεται από το ότι ανήκαν σε αντίπαλα κόμματα), ότι η πρωινή της εφημερίδα, στην προσπάθειά της να επιβιώσει έκανε γενικό διευθυντή τον Ζουράρι, ότι είναι η πόλη που επέλεξε να κατέβει για δήμαρχος ο Καρατζαφέρης, που επέλεξε να είναι μητροπολίτης ο Άνθιμος. Όλοι τους έχουν ένα κοινό: αρέσκονται να μιλούν για ταυτότητα.
Πόσοι γνωρίζουν στη Θεσσαλονίκη γι αυτήν την επιγραφή; Κι όμως, είναι η ανακοίνωση της προσάρτησής της πόλης στην Οθωμανική αυτοκρατορία κι η αρχή της ιστορικής διαδρομής που τελείωσε με την απελευθέρωση του 1912.
Η άγνοια του συγκεκριμένου μνημείου δεν αποτελεί εξαίρεση. Πόσοι Θεσσαλονικείς ξέρουν που είναι το Γενί Χαμάμ, ο Αλατζά Ιμαρέτ, η Βίλλα Μορντώχ, η έπαυλη Αχμέτ Καπαντζή; Προσωπικά, μου έχει τύχει να πάρω ταξί για το Γενί Τζαμί (που είναι στο Φάληρο) κι ο ταξιτζής να θέλει να με πάει στην Άνω Πόλη.
Αιτία αυτής της συλλογικής άγνοιας είναι η άρνηση, καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα, για οτιδήποτε δεν ήταν ελληνικό και ορθόδοξο. Στο βαλκανικό μας μωσαϊκό υπάρχουν πολλές ιστορικές ασυνέχειες. Δεν ήμασταν πάντα εθνικά παρόντες στον αποκλειστικό βαθμό που θα επιθυμούσαμε – και η άρνηση αυτών των στοιχείων αφορά, ακριβώς, τα ‘άλυτα’ θέματα.
Το 1430 ο Σουλτάνος Μουράντ Καν σφαγίασε όλον σχεδόν το γηγενή πληθυσμό της Θεσσαλονίκης. Η – ερημωμένη πλέον – πόλη είχε σημαντική στρατηγική θέση και προσεκλήθησαν Εβραίοι Σεφαραδίτες για να την εποικίσουν. Παράλληλα μετοίκισαν Οθωμανοί, Έλληνες από την ενδοχώρα, Αρμένιοι, Σέρβοι, Βούλγαροι, Αλβανοί και στο τέλος, Φράγκοι. Αυτοί οι λαοί έφτιαχναν το πολιτιστικό συνονθύλευμα της Θεσσαλονίκης του 1912. Η πόλη τότε είχε διπλάσιο μέγεθος από την Αθήνα αλλά οι Έλληνες ήταν το 20% του πληθυσμού της. Δεν είναι αυτονόητο πως απελευθερώνεις μια πόλη όταν το 80% του πληθυσμού της δεν ταυτίζεται μαζί σου (γι’ αυτό ο όρος ‘ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στον ελληνικό ιστό’ είναι δόκιμος). Ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας της τότε Θεσσαλονίκης χάθηκε (με ιστορικούς όρους) σε μια στιγμή. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι, η ανταλλαγή των πληθυσμών, το Ολοκαύτωμα (με τη συμβολή των ντόπιων), η απομόνωση από τον βορρά με το ‘Σιδηρούν Παραπέτασμα’ αφάνισαν σταδιακά όλες τις εθνότητες.
Τα τοπωνύμια όμως πεθαίνουν δύσκολα κι έτσι τα ίχνη των λαών που χάθηκαν επιζούν στην καθημερινή μας γλώσσα: Σέιχ Σου, Μπεζεκτσένι, Καραμπουρνάκι (τουρκικά), Μοδιάνο, Καπάνι, Αλατίνι (εβραϊκά λατίνο), Ντεπώ (γαλλικά).
Είναι λυμένα αυτά τα θέματα; Όποιος σέβεται την αλήθεια θα απαντήσει αρνητικά – και γι αυτό θεωρώ πως η αναπαράσταση της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης δεν μπορεί να συγκριθεί με τις τυπικές αναπαραστάσεις σε άλλα κράτη. Πιο σημαντικό στην αναπαράσταση της απελευθέρωσης θεωρώ πως αποφασίστηκε σαν εκδήλωση από το Υπ. Μακεδονίας Θράκης, δηλ. το επίσημο ελληνικό κράτος. Είναι σαν το ελληνικό κράτος να αποδέχεται τις ιστορικές στρεβλώσεις, να ενθαρρύνει τη συλλογική άγνοια, να θεωρεί πως η βυζαντινή Θεσσαλονίκη του 1430 ήταν ίδια με τη Θεσσαλονίκη του 1912. Θα περίμενα περισσότερα από το κράτος μου εν έτει 2012 – αλλά θα περίμενα και περισσότερα από τους αριστερούς, παρά μια στείρα στάση που εξαντλείται στην αυτονόητη άρνηση του μιλιταρισμού και μιας αισθητικής που οι ίδιοι, εξίσου αυτονόητα ονομάζουν ‘κιτς’. Είναι εξαιρετικά ελιτίστικη η κριτική αφ’ υψηλού (συχνά ρηχότατη) και η αδιαφορία να δώσουν περαιτέρω – και λεπτομερείς – εξηγήσεις. Κάποια στιγμή θα πρέπει να καταλάβουν ότι προοδευτισμός χωρίς έγκυρο λόγο είναι ένα απλό ‘φαίνεσθαι’.
Τα 100 χρόνια της πόλης ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τους Θεσσαλονικείς να γνωρίσουν, έστω για λίγο, το αληθινό ιστορικό πρόσωπο της πόλης τους και τους πολιτισμούς που πέρασαν απ’ αυτήν και χάθηκαν στο πρόσφατο παρελθόν. Δυστυχώς, ήταν μια ευκαιρία που όχι μόνο χάθηκε αλλά επιβεβαίωσε την αρνητική διάθεση για κάτι τέτοιο.
Την επιγραφή στην Αχειροποίητο, που τη θεωρώ ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία της ιστορίας της Θεσσαλονίκης, την ανακάλυψα έχοντας στο χέρι το βιβλίο ενός άγγλου καθηγητή. Ήταν το ‘Θεσσαλονίκη η Πόλη των Φαντασμάτων’ του Mark Mazower. Η τελευταία φωτογραφία έχει αυτόν τον τίτλο, είναι αφιερωμένη στους λαούς που πέρασαν από την πόλη – και που η μνήμη τους διατηρείται σαν φάντασμα στα τοπωνύμιά της. Και μια ευχή: μακάρι, σαν πατριώτες να μάθουμε να θεωρούμε εθνικό ότι είναι αληθινό και όχι το αντίθετο – και σαν ιδεολόγοι, να σεβόμαστε τον συνομιλητή μας και να αντιληφθούμε πως το να προτείνουμε την άποψή μας απλώς ως αυτονόητη, υποδηλώνει μια απολυταρχική νοοτροπία.
ΥΓ. Ένα φυσικό επακόλουθο για όποιον αρνείται το παρελθόν του, είναι πως εμφανίζει σημαντικό πρόβλημα ταυτότητας. Είναι ένα σύμπτωμα που η Θεσσαλονίκη γνωρίζει καλά. Δεν είναι τυχαίο που όλοι οι μεταπολεμικοί λόγιοι της πόλης αναζητούσαν τη φυσιογνωμία της (και τελικά επιλέχθηκε το αρκετά θολό ‘ερωτική Θεσσαλονίκη’). Ούτε είναι τυχαίο ότι η Θεσσαλονίκη αναδεικνύει διαχρονικά άτομα όπως ο Παπαθεμελής, ο Ψωμιάδης (η ομοιότητά τους υπογραμμίζεται από το ότι ανήκαν σε αντίπαλα κόμματα), ότι η πρωινή της εφημερίδα, στην προσπάθειά της να επιβιώσει έκανε γενικό διευθυντή τον Ζουράρι, ότι είναι η πόλη που επέλεξε να κατέβει για δήμαρχος ο Καρατζαφέρης, που επέλεξε να είναι μητροπολίτης ο Άνθιμος. Όλοι τους έχουν ένα κοινό: αρέσκονται να μιλούν για ταυτότητα.