Ιουλίου 16, 2007

Μια πόλη ζωντανή στον κυριακάτικο Ιούλη

Ο Αλατζά Ιμαρέτ βρίσκεται σε γειτονιά μεταναστών. Πάει να πει, σε μια συνοικία που δεν πάει κανείς συχνά, παρά μόνο σαν περαστικός ή επειδή έχει κανονίσει να πάει (και χώνεται κατευθείαν) στην 'Αίγλη'. Η τελευταία είναι χώρος χειμερινών συναυλιών και το καλοκαίρι, ανοιχτός κινηματογράφος. Συμπτωματικά και αυτή είναι οθωμανικό μνημείο – το αυθεντικό της όνομα είναι Γενί Χαμάμ.

Μιλούσα με τον ταξιτζή για την τελευταία φορά που πήγα εκεί. Μια φίλη από την Κρήτη συμμετείχε σε έκθεση φωτογραφίας στο Γενί Τζαμί (άλλο οθωμανικό μνημείο) και θα παραλάμβανα τα έργα της την τελευταία μέρα. Ο ταξιτζής όμως με πήγε στην Αίγλη. Ούτε εγώ ήμουν σίγουρος που ήταν το Γενί Τζαμί – αλλά η Αίγλη ήταν θεόκλειστη. Ρώτησα τους περίοικους και μου είπαν για ένα κοντινό κτίριο: βρέθηκα φάτσα-κάρτα με ένα υπέροχο κτίσμα, περικυκλωμένο σε απόσταση αναπνοής από πολυκατοικίες. Έτσι γνώρισα τον Αλατζά Ιμαρέτ. Ευτυχώς ένα τηλεφώνημα στην Κρήτη μας αποκάλυψε τη διεύθυνση του Γενί Τζαμί στη Θεσσαλονίκη και παρέλαβα τα έργα. Βρισκόταν κοντά στη γειτονιά μου.

Στην επιστροφή έλεγα αγανακτισμένος στον ταξιτζή για το συνάδελφό του που με πήγε στην άλλη άκρη της πόλης. «Ε, που να ξέρει; Εμείς είμαστε Έλληνες, ακούμε τούρκικα ονόματα και γυρνάμε από την άλλη». Στο σημερινό ταξιτζή δεν τα είπα όλα (ποτέ δεν ξέρεις με τι άνθρωπο έχεις να κάνεις) απλώς παρέθεσα μερικά μνημεία της πόλης, σχολιάζοντας πόσο παράξενο είναι να μην ξέρουμε που βρίσκονται.

Η ομορφιά του Αλατζά Ιμαρέτ μου είχε μείνει στο μυαλό και διάλεξα μια Κυριακή του Ιούλη να τον επισκεφτώ. Η πόλη ήταν άδεια και θα μπορούσα να τον τριγυρίσω με την ησυχία μου, να καθίσω στον κήπο του, να βγάλω φωτογραφίες χωρίς περαστικούς, αυτοκίνητα και περίεργους. Αλλά ο Αλατζά Ιμαρέτ βρισκόταν σε γειτονιά μεταναστών. Αυτό δεν το είχα προβλέψει. Ξαφνικά, βρέθηκα σ’ ένα μέρος που έβριθε από ζωή: μια ολοζώντανη πόλη μέσα στην υπόλοιπη άδεια. Άνθρωποι κάθονταν στα πεζοδρόμια, κοιτούσαν από τα μπαλκόνια, τα μαγαζιά ήταν ανοιχτά (κυρίως καφενεία, μπιλιάρδα και καπνοπωλεία). Ήθελα ν’ αγοράσω τσιγάρα αλλά δεν μπορούσα να συνεννοηθώ με τον μαγαζάτορα - φαίνεται εξυπηρετεί μόνο συμπατριώτες του.

Η αλήθεια με σκούντηξε με τον πιο φυσικό τρόπο: οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν λεφτά για παραλίες. Η Χαλκιδική, τους πέφτει πιο μακριά απ’ ότι σε μας. Και η γειτονιά τους είναι μια γειτονιά από άλλα μέρη – ενώ για την ίδια τη Θεσσαλονίκη, από άλλον καιρό.

Στον κήπο του μνημείου συζητούσαν δύο γριές, μια με χρωματιστή ρώσικη μαντίλα και μια ελληνίδα στα μαύρα από άλλη εποχή. Τους έδενε η γειτονιά και η κοινή οικονομική θέση; Έτσι θα έλεγαν κάποιοι αριστεροί της παράδοσης. Υπάρχει όμως μια πιο βαθιά παράδοση. Η τρίτη ηλικία, όπως τα μωρά, εκπέμπει κάτι πανανθρώπινο. Αν η μοίρα μοιάζει με κοινή πατρίδα, μετά από κάποια χρόνια γινόμαστε συμπατριώτες. Είναι φυσικό η ηλικία και το βάρος της να στρογγυλεύουν τις διαφορές (ιδίως σε λαούς βασανισμένους). Αλλά και παντού, μετράς πόσα πέρασες και πόσα σου μένουν με δέκα δάχτυλα. Είναι τα πιο πανανθρώπινα μαθηματικά. Τα οποία είναι καλό – και μπράβο σε όποιον – τα μετρά με παρέα.


Ένα αίσθημα παρέας που δεν συναντάμε πλέον συχνά, θα έβλεπα κι αργότερα. Ήμουν στην πόλη μου με τους παραδοσιακούς συμπολίτες μου απόντες – και κοιτούσα τα μέρη της κατειλημμένα από άλλους.

Για καλή μου τύχη, βρήκα την πόρτα μιας πολυκατοικίας και την ταράτσα ανοιχτές και μπόρεσα να δω τον Αλατζά Ιμαρέτ από ψηλά. Η ένοικος του ρετιρέ με αντιλήφθηκε κι ανέβηκε αρκετές φορές – την τελευταία με απείλησε ότι θα φωνάξει την αστυνομία. Η καημένη, είχε κλειδώσει την πόρτα της ταράτσας χωρίς να την κλείσει πρώτα (η ‘γλώσσα’ της κλειδαριάς έχασκε έξω) και ήταν πεπεισμένη ότι την είχα παραβιάσει. «Τι κοιτάς τώρα, εκεί δεν υπάρχει τίποτα!» και «Μπήκαν στο διαμέρισμά μου και δεν μπορώ!». Ούτε ο πληθυντικός μου, ούτε το χαμόγελό μου, ούτε η λογική μου μπόρεσαν να την καθησυχάσουν κι έφυγα. Η Θεσσαλονίκη, όμως, μου φαινόταν συμβολική και σε στρώσεις από εκεί ψηλά. Μπροστά μου η Αίγλη (το οθωμανικό Γενί Χαμάμ), πίσω η βυζαντινή Βασιλική του Αγίου Δημητρίου, μια στρώση από τη σύγχρονη πόλη και στο βάθος – το μόνο απαράλλαχτο σε όλες τις περιόδους - η θάλασσα.


‘Παρά ιστορίας αλός’ για 2.300 χρόνια η Θεσσαλονίκη. Στο παρόν η ένοικος ηρέμησε κι εγώ πήρα το δρόμο της επιστροφής προς το κέντρο. Η αρχαία αγορά αποδείχτηκε δυο βήματα – έκανα μια στάση, ο μόνος επισκέπτης και... ζήλεψα όσους έχουν ειδική άδεια. Η αγορά της εποχής του Γαλερίου ήταν σκεπαστή αλλά δεν επιτρέπεται η περιήγηση από κάτω της, για λόγους ασφαλείας. Η επόμενη φωτογραφία είναι των αδελφών Ζαρζώνη (Γιάννη και Γιώργου) από τη Θεσσαλονίκη με ειδικότητα και trademark τις πανοραμικές φωτογραφίες.


Αμέσως μετά η Πλατεία Ελευθέριου Βενιζέλου και η δεύτερη έννοια της παρέας. Πάντα ένιωθα μια κρυφή περηφάνια για τα πολιτικά ‘πηγαδάκια’ της Ομόνοιας – όσο κι αν ήταν φτιαχτά και οι ‘ειδήμονες’ βαλτοί των κομμάτων. Ακόμα και μέσα στην παρακμή τους, μου έφερναν κάτι από την Εκκλησία του Δήμου, τότε που οι Αθηναίοι συζητούσαν τα ‘κοινά’ στο κέντρο της πόλης. Είχαμε και στο κέντρο της Θεσσαλονίκης ‘πηγαδάκια, αλλά ήταν πιο φτιαχτά από των Αθηνών και δεν αποτελούσαν ‘βαρόμετρο’ σε οποιοδήποτε περίοδο.

Στην Πλατεία Βενιζέλου παιζόταν ένα παράξενο σκάκι χωρίς πόλεμο. Τα μαύρα τετράγωνα φτιάχνονταν από τις σκιές των δένδρων και τα άσπρα από το μεσημεριάτικο ήλιο. Μέσα στα μαύρα ‘τετράγωνα’ (γιατί ήταν ακανόνιστα πολύεδρα) μαζεύονταν είτε παρέες, είτε περιστέρια. Ποτέ και οι δυο μαζί. Το ενδιαφέρον ήταν να βλέπεις τους δυο αδιάφορους στρατούς αντικριστά – και μετά, την εφευρετικότητα και άνεση των πρώτων. Κάτω από ένα δένδρο είχε στηθεί σωστό πανηγύρι με μια νταμιτζάνα ρετσίνα, κοψίδια και καρέκλες καφενείου. Κάτω από ένα άλλο, κάθονταν σε τενεκέδες και καρέκλες γραφείου με ρόδες (πού τις βρήκαν;). Παραπέρα μια μικρή παρέα σε πεζούλια.



Δεν ξέρω αν αυτό ήταν πολιτική Εκκλησία του Δήμου – αλλά ήταν σίγουρα καλοκαιρινή. Η οικειοποίηση της πόλης (ενός από τα πιο κεντρικά της σημεία για την ακρίβεια) από όσους ξέμειναν πίσω. Τους συνταξιούχους και τους πιο μόνιμους θαμώνες, τα περιστέρια.

Λιγότερο από εκατό μέτρα παρακάτω η πόλη επανέρχεται στους καλοκαιρινούς ρυθμούς. Το Μοδιάνο και το Καπάνι, τα δύο εβραϊκά τοπωνύμια του (καθαρά ανατολίτικου) παζαριού είναι σιωπηλά κι έρημα. Από το λαϊκό θέατρο που στήνουν οι πωλητές, κι όπου κανονικά δεν μπορείς να περπατήσεις ή ν' ακούσεις τον διπλανό σου, απομένει το σκηνικό: έρημοι διάδρομοι, κενά τσιγκέλια, τέλεια τακτοποιημένοι πάγκοι. Σαν να ρίχνεις ματιές στα παρασκήνια του πιο αναγκαίου θεάτρου, αυτού της επιβίωσης πωλητών κι αγοραστών. Βέβαια, οι φασαρίες , οι φωνές και τα καμώματα δεν στήνονται μόνο για χάρη του ανταγωνισμού. Δηλώνουν πως η επιβίωση δεν είναι αρκετή, πρέπει να την κάνεις και θέμα.



Μέσα από έρημους πλέον δρόμους βαδίζω προς την οδό Φράγκων, όπου μέχρι τις αρχές του περασμένου αιώνα ζούσαν οι δυτικοί διπλωμάτες και υπήκοοι. Σήμερα, ανάμεσα στις πολυκατοικίες και τα εμπορικά είναι χωμένη η Καθολική εκκλησία της Θεσσαλονίκης, ο Άγιος Μηνάς. Εδώ με έφερε ο Mazower και ψάχνω κάτι από το 1859.

Ο Τζον «Τζάκι» ‘Άμποτ ήταν Έλληνας στο θρήσκευμα, Βρετανός στην υπηκοότητα. Την περιουσία του αρχικά την έφτιαξε πουλώντας βδέλλες, που ήταν απαραίτητες στους ντόπιους θεραπευτές. Μα οι βδέλλες είχαν κι άλλη σημασία, γιατί ο Άμποτ είχε χρησιμοποιήσει τα λεφτά του για να γίνει ένας από τους μεγαλύτερους τοκογλύφους της περιοχής.

Στη διάρκεια της επίσκεψης του σουλτάνου Αμπντούλ Μετζίτ, ο Άμποτ πήρε το δικαίωμα και τον κάλεσε στο αρχοντικό που είχε φτιάξει στο Ουρεντζίκ (σημερινό Ρεντζίκι). Δεν μπορεί να πει κανείς ότι τσιγκουνεύτηκε τα έξοδα για την περίσταση. Έβαλε να φαρδύνουν το δρόμο και να χτίσουν νέες γέφυρες. Αγόρασε χαλιά από τους ντόπιους εμπόρους για να σκεπάσει όλη τη διαδρομή των εννιά ως έντεκα χιλιομέτρων που θα έπρεπε να διασχίσει η αυτοκρατορική άμαξα.

Τελικά η άμαξα του Αμπτούλ Μετζίτ έφτασε στην ιδιοκτησία του Άμποτ. Ο σουλτάνος ήταν έτοιμος ν’ ακουμπήσει το πόδι του στο στρωμένο με χαλί έδαφος, όταν ο ουρανός συννέφιασε κι ακούστηκε ένα αστραποβόλι: προληπτικός καθώς ήταν, αρνήθηκε αμέσως να κατέβει.

Η ιστορία, όπως την αφηγούνταν τουλάχιστον, σηματοδοτούσε την απαρέσκεια των επουράνιων δυνάμεων για τις αμαρτίες και την ξιπασιά του Άμποτ, ο οποίος τρεφόταν από το φτώχεμα της πόλης και συνέβαλε σ’ αυτό. Η οικογένεια Άμποτ παρέμεινε ισχυρή στη Θεσσαλονίκη για άλλη μια γενιά. Ήταν όμως άνθρωποι σπάταλοι κι εριστικοί και τα λεφτά τους σύντομα σώθηκαν. Σήμερα, σε μια γωνιά της οδού Φράγκων, ο φιλοπερίεργος διαβάτης μπορεί να διακρίνει μεσ’ από τις ακλάδευτες φτέρες και τις ακακίες ένα εγκαταλειμμένο νεοκλασικό μνημειακό άγαλμα μιας καθιστής γυναίκας: είναι το τελευταίο απομεινάρι της ιδιοκτησίας των Άμποτ.

Η περιήγηση σε μια άγνωστη – αλλά δημόσια - Θεσσαλονίκη είχε τελειώσει. Στον Αλατζά Ιμαρέτ, απ’ όπου ξεκίνησα, γινόταν μια έκθεση της Μπιενάλε (τίποτα το συνταρακτικό, άψογη εξυπηρέτηση ενώ σε μια αίθουσα προβαλλόταν μια ταινία). Σε λίγο θα ξεκινούσα τη βόλτα μου: από τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ, τους φυλακισμένους του καλοκαιριού και κατακτητές της άδειας πόλης, τα παρασκήνια του λαϊκού θεάτρου, μέχρι απομεινάρια από κάποιον καταραμένο – και άγνωστο πλέον – τοκογλύφο. Σε κάνει ν’ αναρωτιέσαι.


Το κείμενο για τον Άμποτ είναι απόδοση από το ‘Θεσσαλονίκη –Πόλη των Φαντασμάτων’ του Mark Mazower (σελ. 199-201)

Ιουλίου 14, 2007

Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης: καθόλου παράξενο

Μια από τις πιο σίγουρες εκφάνσεις του παραλόγου, ξεκινά όταν δείχνεις σε μια παρέα γυναικών μια κοινή φωτογραφία τους. Κάθε μια λέει για κάθε άλλη «πω πω τι ωραία που είσαι!» ενώ παράλληλα λέει για τον εαυτό της: «αμάν, πως φαίνεται η μύτη μου», και «Παναγία μου τι τεράστιο κώλο έχω», και «αχ πως γέρασα!» και «σβήσε την, κοίτα πως βγήκα». Η εφευρετικότητα στο τι δεν τους αρέσει πάνω τους και οι γωνίες που ανακαλύπτουν, δεν παύει να με εκπλήσσει. Κάθε γυναίκα έχει την ικανότητα χιλίων Σέρλοκ Χολμς και Ηρακλή Πουαρό μαζί, όταν πρόκειται για την εμφάνισή της.

Πρόσφατα, σε κάποιο ξενοδοχείο έκανα το πείραμα να ξυριστώ σ’ ένα μεγεθυντικό καθρέφτη που είχε στο μπάνιο, για το μακιγιάζ. Στα μισά άλλαξα στον κανονικό καθρέφτη: κάθε ίχνος από το ξυρισμένο γένι φαινόταν σαν τελεία όσο κι αν περνούσα το ξυράφι από πάνω του, κάθε φλεβίτσα σαν χαρακιά. Πήγε να με πιάσει κατάθλιψη. «Μα πως αντέχουν να βλέπουν τον εαυτό τους έτσι;» αναρωτήθηκα. Και δεν φτάνει που το κάνουν σπίτι, κουβαλούν κι ένα μαζί τους μήπως χαλάσει καμιά λεπτομέρεια! Στο μεγάλο καθρέφτη φαίνομαι μια χαρά – όπως με ξέρω. Ή καλύτερα, όπως έχω συνηθίσει να με βλέπω. Αναφέρθηκα στην παρατηρητικότητα χιλίων Σέρλοκ Χολμς και Πουαρό όσον αφορά τη γυναικεία αυτο-επισκόπιση - και τελικά, ο μεγεθυντικός καθρέφτης είναι σημαδιακός. Όχι γιατί είναι εξάρτημα των ντεντέκτιβ, αλλά γιατί η οπτική που προσφέρει γίνεται κυριολεκτική και ‘φυσική’: έτσι, σε μεγέθυνση βλέπουν και οι γυναίκες τα χαρακτηριστικά ή τις όποιες ατέλειές τους. (Και φυσικά, να μην ξεχνάμε ότι ένας μεγεθυντικός καθρέφτης είναι στην ουσία παραμορφωτικός.)

Εδώ εξηγείται και το ότι οι γυναίκες στην πραγματικότητα ντύνονται και μακιγιάρονται κυρίως για τις άλλες γυναίκες. Ο άντρας δεν είναι αδιάφορος, προσέχει την ομορφιά, αλλά σε διαφορετικό, πιο απλό και πρωταρχικό επίπεδο. Δεν έχει εκπαιδευτεί να προσέχει τέτοιες και τόσες λεπτομέρειες. Είναι αστείο, από τη μια αυτός έθεσε τη γυναίκα σε βάθρο ομορφιάς κι από την άλλη, οι τεχνικές που η γυναίκα ανακάλυψε για να ανταποκριθεί και να τον ικανοποιήσει, τον ξεπερνάνε. Αναγκαστικά, ο πραγματικός συναγωνισμός λαμβάνει χώρα ανάμεσα στις ειδήμονες.

Πάντα είχα περισσότερες γυναίκες φίλους παρά άντρες. Δεν μου έκανε εντύπωση μέχρι που πριν χρόνια, σε μια παρέα δέκα γυναικών όπου ήμουν ο μόνος άντρας, η συζήτηση πήγε στα μαλλιά. Ένιωσα σαν να φοράω προβιά και να κρατάω ρόπαλο. Δεν καταλάβαινα καν τις λέξεις. Πήγα να πω κάτι για την αντρική οπτική, στο κάτω-κάτω, έλεγα τότε για μας το κάνουνε, μου έριξαν μια εντελώς απαξιωτική ματιά (μαζί τους και το κορίτσι μου) και συνέχισαν την κουβέντα. Βυθίστηκα στις σκέψεις μου για τις επόμενες διακοπές, τι θα φάμε αύριο, κάποιο μάθημα που χρωστούσα – τελείωσαν μετά από ώρες. Ένα από τα πιο βαρετά βράδια της ζωής μου κι από τότε πρόσεχα να υπάρχει τουλάχιστον άλλος ένας άντρας στην παρέα.

Τότε περίπου μου γεννήθηκε η απορία για το πως μαθαίνουν οι γυναίκες όλες αυτές τις τεχνικές και τα σύνεργα. Μου απάντησαν, από φίλες τους και περιοδικά. Αν το σκεφτείτε, η ορολογία, οι τεχνικές, τα εργαλεία, η εξειδίκευση - είναι απίστευτος ο όγκος γνώσης. Πρώτο σχόλιο: και μετά τους φαίνεται παράξενο που εμείς διαβάζουμε τα ΜΑΣΤΟΡΕΜΑΤΑ ή το RAM. Δεύτερο σχόλιο: κι εμείς νιώθουμε περήφανοι που χρησιμοποιούμε ένα κατσαβίδι ή βαράμε μ’ ένα σφυρί! Οι γνώσεις ηλεκτρολόγου, υδραυλικού ή μαραγκού από τη μεριά των ανδρών είναι σε επίπεδο 18ου αιώνα – οι γυναικείες γνώσεις σε θέματα ομορφιάς ανήκουν στη διαστημική εποχή.

Η οπτική του μεγεθυντικού καθρέφτη όμως, μου έφερε στο μυαλό ένα τραγούδι. Είναι άραγε η όμορφη γυναίκα έργο τέχνης; Και δεν το εννοώ ποιητικά.

Τους προβολείς στήσε
άπλετο φως στη ράμπα να πέφτει

η δράση να κυλάει να κατακλύζεται στη δίνη

η τέχνη δεν πρέπει ν’ αντανακλά σαν τον καθρέφτη

μα σαν φακός να μεγεθύνει


Όσον αφορά την εμφάνισή της, μια γυναίκα βρίσκεται όντως κάτω από προβολείς και σε μια κοινωνική ράμπα ομορφιάς – κάτι που δεν ισχύει για τον άντρα. Αλλά με βάση το ποίημα του Μπρεχτ, η ενασχόληση με την ομορφιά της ακολουθεί κάποιους νόμους της τέχνης. Στις πιο πολλές περιπτώσεις (όπου δεν χρησιμοποιείται μακιγιέρ), καλλιτέχνης και τελικό έργο τέχνης είναι προφανώς, η ίδια η γυναίκα.

Ενώ λοιπόν ο άντρας ‘αντανακλά’ την εμφάνισή του προς τους άλλους και στον εαυτό του (μέσω του καθρέφτη ξυρίσματος) η γυναίκας μεγεθύνει την δική της εμφάνιση (στον εαυτό της σαν καλλιτέχνης και στους γύρω σαν τελικό έργο). Βλέπει, διορθώνει και μετά εκπέμπει λεπτομέρειες που δεν φαίνονται με μια πρώτη ματιά ή από κάποιον απαίδευτο, αποτελεί ‘επικοινωνιακό σκεύος’ του οποίου κάθε γωνία και σημείο φωνάζει (ή επιζητά να φωνάξει): τελειότητα!

Αυτό δεν έχει ένδιαφέρον επειδή ποιητικά, θα λέγαμε ότι ένα έργο τέχνης το θαυμάζουμε, το λατρεύουμε, είμαστε περήφανοι γι’ αυτό. Το πρόβλημα είναι ότι ένα έργο τέχνης το κρεμάμε στον τοίχο (η γυναίκα σαν ντεκόρ ή αγαθό), το κρύβουμε σε προσωπική θυρίδα (η γυναίκα κάτω από το τσαντόρ), πληρώνουμε εισιτήριο για να το δούμε (η γυναίκα σαν πόρνη). Ένα έργο τέχνης βγαίνει σε δημοπρασία και ανήκει στον πλειοδότη αγοραστή. Και φυσικά, συντηρείται – διαφορετικά χάνει αρκετή από την αρχική αξία του.


Είναι τα πράγματα τόσο άσχημα; Όχι, δεν το πιστεύω – πρόκειται για προεκτάσεις των σκέψεών μας, όχι για τις ίδιες τις σκέψεις. Είναι ενδεικτικές αλλά όχι κυριολεκτικές. Θα κατέληγα σε δύο συμπεράσματα: πρώτον, ότι είναι καλό οι γυναίκες να χαλαρώσουν λίγο – για τον ίδιο τους τον εαυτό. Η εμπειρία με το μεγεθυντικό καθρέφτη με τρόμαξε και κάτι που θεωρούσα μέχρι τότε χαριτωμένο ή παράξενο (η αντίδρασή τους όταν βλέπουν φωτογραφίες τους, το θέατρο του παράλογου που στήνουν από κοινού) απέκτησε άλλη διάσταση. Παραείναι σκληρό να βλέπεις τον εαυτό σου σε τέτοια λεπτομέρεια, να έχεις τόσο εξονυχιστική οπτική. Δεύτερον, είναι καλό να έχουμε γνώση κάποιων προεκτάσεων των στάσεων μας, αφενός γιατί υπάρχει ο κίνδυνος της μονομέρειας (το παράδειγμα της χαζής ξανθιάς) κι αφετέρου γιατί υπάρχουν τα επικίνδυνα άκρα. ‘Παραμορφωτικός’ και ‘σε μεγέθυνση’ - λέξεις-κλειδιά για τις διατροφικές διαταραχές, που σχεδόν αποκλειστικά χτυπούν γυναίκες. Έχει αποδειχτεί ότι οι ασθενείς έχουν μια εντελώς ‘παραμορφωμένη’ εικόνα για τον εαυτό τους, ‘μεγεθύνουν’ κυριολεκτικά το σώμα τους. Μπορεί να είναι ένα μάτσο κόκαλα κι αυτές ν’ ανακαλύπτουν ακόμα.. ‘παχάκια’. Σαν να έχουν οικειοποιηθεί πλήρως και αποκλειστικά την οπτική ενός καθρέφτη-μακιγιάζ.

Εν τέλει... μάλλον θα έρθουν πιο κοντά τα δύο φύλα, επειδή οι άντρες ασχολούνται όλο περισσότερο με τον εαυτό τους. Ελπίζω ποτέ να μη γίνουμε όπως οι σημερινές γυναίκες – η ζωή είναι πολύ πιο απλή κι ευχάριστη έτσι. Από την άλλη, το παραδέχομαι - έχω συνηθίσει τη γυναίκα να φροντίζει περισσότερο τον εαυτό της (π.χ., μια γυναίκα με τρίχες στα πόδια δεν είναι ελκυστική, ενώ σ’ έναν άντρα δεν το προσέχεις. Επίσης, κατά τη γνώμη μου ένας άντρας με χαλάουα είναι μάλλον αστείος). Μπορεί να μη μου αρέσει να φοράει η γυναίκα μακιγιάζ παρά πολύ σπάνια, να μην δίνει υπερβολική προσοχή (και ιδίως χρόνο) στο ντύσιμό της - το γούστο, η θηλυκότητα και η κλάση είναι μόνιμα χαρακτηριστικά. Πάντως κοινωνικά, παραδέχομαι ότι έχω συνηθίσει στο πρότυπο μιας γυναίκας που προσέχει τον εαυτό της περισσότερο απ' ότι ο τυπικός άντρας.

Και τέλος, υπάρχουν οι χαριτωμένες διαφορές ρόλων ανάμεσα στα φύλα (σαν αυτές με το κατσαβίδι από τη μια και τα κουπ-ντεμακιγιάζ-ριλάιν από την άλλη). Αυτά που μας κάνουν διαφορετικούς, ακατανόητους αλλά και γοητευτικούς μεταξύ μας. Όταν δεν φτάνουν στα άκρα, είναι στο στιλ μου – και όταν φτάνουν, υπάρχει άλλο στιλ ανδρός. Θα κατέληγα: και είμαστε όλοι ευχαριστημένοι.

Αλλά στο κείμενο αυτό λέω ακριβώς το αντίθετο.


Σκέφτηκα να μη βάλω εικόνες, γιατί έπεσα σε μια φωτογραφία ασθενούς με ανορεξία και σχεδόν έκανα εμετό – η εικόνα της θα καπέλωνε οποιαδήποτε τελική εντύπωση ήθελα να αφήσω. Τελικά, όμως, καθημερινές και γνωστές μας εικόνες λειτουργούν συμπληρωματικά: δεν μιλάμε για κάτι παράξενο ή ξένο προς εμάς...

Ιουλίου 10, 2007

Δύο Γερμανικά νούμερα

Nούμερο ένα
Τελικά υπάρχουν πόλεις χωρίς φωτογένεια; Μέρες που το μάτι δεν ‘τραβάει’; Συνθήκες που χωρίς να είναι κλασικά απαγορευτικές (π.χ. σκληρό φως, συννεφιά), σαμποτάρουν τη φωτογράφηση; Και, τέλος, κάμερα που δεν εμπνέει; Εάν υπάρχει κάποια αλήθεια σε καθένα από αυτά, μου έτυχαν όλα μαζί.

Χάρηκα όταν έτυχε να πάω, σε διάστημα ενός μήνα, δεύτερη φορά στη Γερμανία. Αυτή τη φορά με τεράστια παρέα και σχεδόν καθαρά ψυχαγωγικά. Είχα μόλις αγοράσει και καινούρια φωτογραφική μηχανή κι ανυπομονούσα να τη δοκιμάσω σε ‘πραγματικές συνθήκες’.

Σ’ ένα μουσείο ανακάλυψα ότι η νέα μηχανή φορτίζει το σώμα με ηλεκτρισμό: όποτε ακουμπούσα σε μεταλλική επιφάνεια δεχόμουν εκκένωση. «Μπρος στα κάλλη τι είναι ο πόνος» σκέφτηκα. Ήμουν ενθουσιασμένος με το μοντέλο απ’ ότι είχα διαβάσει. Και πρόσεχα που ακουμπούσα.

Όταν όμως είδα τις φωτογραφίες σοκαρίστηκα. Στο laptop η οθόνη τις κολάκευε. Απέραντο γκρι – μα ο ουρανός ήταν καταγάλανος! Θολές εστιάσεις - μα ήταν τελευταίο μοντέλο και τα θέματα κοντά μου και τεράστια! Θαμπά χρώματα – μα υπήρχε φως! Στραβά κάδρα – μα δεν έβλεπα;

Τελικά υπήρξε μόνο πόνος – κυριολεκτικός και συναισθηματικός. Από κάλλη μηδέν. Με το ζόρι βρήκα τέσσερις-πέντε υποφερτές. Παραδέχομαι, η πόλη δεν με ενέπνευσε. Τα θέματα που με εξίταραν ήταν κάποια αγάλματα που έβγαιναν κάθετα από ένα κτίριο θυμίζοντας καταραμένες εικόνες της Αποκάλυψης. Σαν να ξέφευγαν από την Κόλαση ουρλιάζοντας πριν τις τραβήξει ο διάβολος πίσω. Σ’ εκείνο το μέρος κάθισα με την ησυχία μου. Το άλλο ήταν μπυραρία του 18ου αιώνα, που είχε μια αυτοκρατορική θέση στο εσωτερικό της αίθριο για τον ακορντεονίστα. Εκεί το προσωπικό με κοιτούσε παράξενα. Τα υπόλοιπα θέματα φαίνονται στην οθόνη ένα μάτσο χάλια – για να το πω ευγενικά.


Ο φωτογράφος από τον οποίο αγόρασα τη μηχανή, μου είπε ότι φταίει το τεράστιο ζουμ (18Χ) για τα προβλήματα εστίασης και τα θαμπά χρώματα. Μετά προσφέρθηκε να την αγοράσει στο μισό της αξίας της (δύο εβδομάδων μηχανή!). Ρώτησα πόσο θα κόστιζε μεταχειρισμένο το μοντέλο της παλιάς μου μηχανής: 20 ευρώ λιγότερα απ’ ότι έκανε πριν πέντε χρόνια καινούριο! Δεν με ξανάκουσε και δεν θα με ξανακούσει.

Έγραψα mail στην αντιπροσωπεία, λέγοντας ότι το νέο μοντέλο δεν έπρεπε να κυκλοφορήσει. Ούτε ο φωτογράφος μπορεί να εστιάζει συνεχώς χειροκίνητα, ούτε τα χρώματα να βγαίνουν τόσο θαμπά. Τεχνικούς έχουν, ας έβρισκαν λύση. Δεν προέβαλα αξιώσεις (πάρτε την πίσω, δώστε μου τα λεφτά). Προς τιμήν τους, μου τηλεφώνησαν αμέσως και ζήτησαν να τους στείλω τη μηχανή. Εγώ είχα βάλει ήδη αγγελία να την πουλήσω. Θα τους τη στείλω αύριο.

Νούμερο δύο
Άσχετα από το αν μια πόλη έχει φωτογένεια, μπορεί να σε κατακτήσει αισθητικά (εδώ σκέφτομαι ότι η ζωή, η καθημερινότητα, η ποιότητα ζωής εκπέμπουν σε άλλες συχνότητες από τις φωτογραφικές – που στο κάτω-κάτω, μπορούν να κάνουν το άσχημο όμορφο). Η ποιότητα ζωής λοιπόν δύσκολα αποτυπώνεται. Ένα απέραντο πράσινο – και λοιπόν; Ζήσε όμως μέσα του... Μείνε σε μια τεράστια πόλη με τρία πάρκα μόνο στο κέντρο της. Καθένα από αυτά, να εκτείνεται σε απόσταση χιλιομέτρων προς κάθε κατεύθυνση. Κοίτα περιπατητές, γονείς με καροτσάκια, ζευγαράκια, ηλικιωμένους με πατερίτσες να απολαμβάνουν τη βόλτα τους. Παρεμπιπτόντως, πουθενά αλλού δεν είδα τόσα ηλικιωμένα ζευγάρια να αγκαλιάζονται και να φιλιούνται στο δρόμο. Ένα τέταρτο πάρκο, που ένας μόνο κήπος του έχει μήκος ενάμισι χιλιόμετρο (και τριγύρω δάσος) βρίσκεται σε απόσταση δέκα λεπτών από το κέντρο. Εκεί και ενάντια στα στερεότυπα, οι Γερμανοί με κοιτούσαν παράξενα που με ένοιαζε τι ώρα είναι (δεν φοράω ποτέ ρολόι και δεν ήθελα ν’ αργήσω σ’ ένα ραντεβού). Τελικά άρχισα να ρωτάω αυτούς που έκαναν τζόγκιγκ (ο μετρητής παλμών και αποστάσεων έχει και ρολόι).


Γύρισα στην Ελλάδα για να μάθω ότι κάηκε η Πάρνηθα. Την επόμενη, στις ειδήσεις, είδα την κομματική κόντρα για την πυρκαγιά. Προχθές η ΝΔ υπονόμευε τη διαδήλωση για την αναδάσωση και ΠΑΣΟΚ και ΣΥΝ την καπηλεύονταν (ο Γιωργάκης το ίδιο πρωί έκανε επίσκεψη στις καμένες περιοχές). Κανένας δεν μπορούσε, ούτε να υπονομεύσει ανοιχτά τη διαδήλωση ούτε να την καπηλευτεί – θα τους έπαιρναν με τα γιαούρτια. Αλλά δείχνει τις προτεραιότητες των κομμάτων. Γι’ αυτούς δεν υπάρχει καμιά Πάρνηθα – πρώτα έρχεται το θεαθήναι.

Τέλος... νούμερο δύο και μισό: κουζίνα έθνικ. Στη Γερμανία τρως ‘πρόχειρα’ (τα wurst, λουκάνικα και σαλάμια, είναι για μας πρόχειρο φαγητό). Σχεδόν έχω την αίσθηση ότι εκεί οι μαμάδες μαλώνουν τα παιδιά τους εάν τρώνε μαγειρευτά και όχι σάντουιτς. Βέβαια, αυτό δεν ισχύει. Φάγαμε τυπική κουζίνα, εντελώς έξω από τα δικά μας κριτήρια – αλλά πολύ ενδιαφέρουσα και εξίσου βαριά. Πέρα από wurst, στη Γερμανία ποτέ δεν χάνω την ευκαιρία και για ένα τούρκικο κεμπάπ (που ποτέ δεν είναι τόσο καλό όσο της Φινλανδίας) ή ένα τσίλι κον κάρνε σε πλαστικό πιατάκι σε γειτονιά μεταναστών.

Το μαύρο σπυρωτό ψωμί που έφερα τελείωσε, τα wurst λιγοστεύουν (με κάποια προσπάθεια είναι αλήθεια, δύσκολα τρως κρέας με τόση ζέστη). Και το post τελείωσε – ενώ πίνω μπύρα μαγιάς, για την περίσταση.