Δεκεμβρίου 30, 2006

Ανταυτού

Για την Apousia - που επέλεξε ν' απουσιάζει.

Είχα βάλει ένα άλλο κείμενο – όχι πως δεν ταίριαζε, αλλά δεν μου άρεσε. Πολύ φιλοσοφικό και αφηρημένο.

Πολύ πιο προσωπικό, αυτό που έγραψα πριν είκοσι τόσες μέρες.

Το Γέλιο των δικών μου

Έχοντας ζήσει δύο φορές το θαύμα της ζωής άμεσα, δεν μου έκανε τόσο εντύπωση. Ή το άγχος μου δεν με άφηνε να το προσμένω. Όταν σου συμβεί κάτι τόσο άγριο, σταματάς να περιμένεις πολλά – ή φοβάσαι. Ακόμα και τ’ όνειρο, την ελπίδα.

Έτσι, αυτό που με «χτύπησε» σήμερα, δεν ήταν τόσο η νέα ζωή. Ήμουν πίσω από μια κάμερα, ίσως παρακολουθούσα σαν σκηνοθέτης ή θεατής. Και στο καρέ ήταν οι δικοί μου – επιτέλους – γελαστοί. Όχι με το γέλιο ενός αστείου, ή μιας όμορφης κουβέντας, αλλά το Γέλιο που βγαίνει από τους πόρους, εκφράζεται σε κάθε κίνηση, πέφτουν ο ένας στον άλλο να το νιώσουν καλύτερα.

Αυτό ήταν η νέα ζωή για μένα σήμερα. Ένα ξόρκι. Αυτό μάλλον περιμέναμε όλοι, χωρίς να πιστεύουμε ότι θα έρθει. Και ήρθε. Με τόσο φυσικό τρόπο, που σχεδόν μας ξάφνιασε. «Να σας ζήσει ο γιος, 3.700 γραμμάρια» είπε η νοσοκόμα. «Και η μητέρα είναι μια χαρά.»

Τόσο φυσικά, όσο αμετάκλητα φυσικά και ομαλά είχε προκύψει η αντίστροφη πορεία πέρυσι τέτοιον καιρό. Φοβόμασταν ότι αυτή, η αντίστροφη πορεία είναι η φυσική. Αλλά είναι – το ίδιο δυνατή, το ίδιο αμετάκλητη – και η άλλη. Αυτή προς το φως.

Εγώ είχα πάει ν’ αγοράσω γλυκά όταν τους ανακοινώθηκε – μπήκα ένα λεπτό αργότερα. Ο γαμπρός μου έπεσε πάνω μου γελώντας, τον φίλησα, σχεδόν έκπληκτος από τη χαρά του. «Σιγά, μα όλα θα πήγαιναν καλά» είπα από μέσα μου. Τόσο πολύ είχα προσπαθήσει – και καταφέρει – να πείσω τον εαυτό μου, να νικήσω το άγχος μου. Όταν είδα την αδελφή μου να κλαίει – από χαρά, επιτέλους! – λυτρώθηκα. Ξανάνιωσα. Και όταν έσκυψα να τη φιλήσω δάκρυσα. Επιτέλους.

Μεγάλη λέξη.

Επί – Τέλους.

Επί του Τέλους. ‘Θάνατον πατήσας’ θυμίζει.

Μια Αρχή. Σαν υπερθετικό, με πλεονασμό.

Μια Νέα Αρχή. Μια Καινούρια Αρχή.

Δεκεμβρίου 24, 2006

Χριστούγεννα και ο Χαμένος Παράδεισος

Το λένε ‘μελαγχολία των διακοπών’ – και το εξηγούν με την εορταστική ατμόσφαιρα, η οποία κάνει πιο έντονη τη μοναξιά κάποιων ανθρώπων.

Θα διαφωνήσω. Χαίρομαι τη χαρά των άλλων – και αυτοί που χαίρονται περισσότερο τα Χριστούγεννα είναι τα παιδιά κι αμέσως μετά, όσοι έχουν παιδιά. Τους βλέπεις να τους προσφέρουν το σκηνικό της πόλης, να το οικειοποιούνται λες και φτιάχτηκε ειδικά γι’ αυτά, να τα βγάζουν βόλτα σ’ ένα παραμύθι. Στο μυαλό των μικρών τόσοι αγιοβασίληδες, ξωτικά και Χριστούληδες θα μοιάζουν με Χιονάτες, Ντόναλντ Ντακ, Σκούμπι Ντου. Γιατί κάποιος να νιώθει στη μέση αυτής της – έστω επιβαλλόμενης - Ντίσνεϊλαντ κατσούφης;

Στα κάλαντα κάθε παιδί γίνεται τραγουδιστής, σ’ ένα κυνήγι για περισσότερα δώρα. Έτσι είναι τα παραμύθια: διασκεδάζεις και αμείβεσαι. Μου αρέσει ειδικά όταν τα παιδιά τραγουδούν παράφωνα και βιαστικά, εκπνέοντας κι εισπνέοντας τα λόγια, που τους είναι ακαταλαβίστικα σαν εκκλησιαστικά τροπάρια – σαν μαγικά λόγια. Γι’ αυτό και δεν μπορώ τα κασετόφωνα και τις χορωδίες συλλόγων: είδατε ποτέ μάγισσα να λέει ξόρκια με κασετόφωνο ή χορωδίες; Α, και οι πλανόδιοι μουσικοί φαντάζουν παράταιροι: αυτοί είναι επαγγελματίες. Ας μείνουν στο ‘Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία’, είναι εξίσου θρησκευτικό.

Τα Χριστούγεννα, λένε πολλοί, είναι γιορτή αναπόλησης. Καλύτερα το είπε ο Σαββόπουλος – κι ας αναφερόταν στην Πρωτοχρονιά: Πάει ο καιρός που οι δικοί σας / σκηνοθετούσαν τη γιορτή σας / και πρέπει μόνος εσύ τώρα / να υψώσεις της γιορτής τα δώρα. Τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά. Την αίσθηση ανεμελιάς, χαράς και ασφάλειας που ποτέ δεν πάψαμε ν’ αναπολούμε. Την αίσθηση πως όλα είναι εντάξει γιατί κάποιος άλλος ασχολείται μ’ αυτό. Αυτή νομίζω πως είναι η ‘μελαγχολία των Χριστουγέννων’: Μας πειράζει που μεγαλώσαμε, πρωτόπλαστοι με τη στυφή γεύση του καρπού της Γνώσης στο στόμα. Όσοι έχουν δικά τους παιδιά, συνεπαίρνονται από την υποχρέωση – και χαρά – της ‘σκηνοθεσίας’ για τους δικούς τους πρωτόπλαστους. Η μελαγχολία παραμένει καλυμμένη. Μια περαστική σκιά στο βλέμμα για αυτούς που δεν είναι εκεί – ή που πήραν τη θέση τους. Όσοι δεν έχουν παιδιά, νιώθουν την απώλεια πιο έντονη. Θα έλεγα, τα Χριστούγεννα όλοι οι μεγάλοι νιώθουν ...ορφανοί. Ακόμα και αν είναι ακόμα μαζί με τους γονείς τους.

Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο. Αυτή η χαμένη παιδικότητα και αίσθηση του έκπτωτου, μας ξαναφέρνει σε ένα ‘σημείο μηδέν’. Μας επιτρέπει να ξεκινήσουμε κάθε χρόνο, έχοντας αγγίξει μια ψυχολογική κατάσταση που τυπικά μένει ξεχασμένη. Η τάξη του κόσμου διασαλεύεται τα Χριστούγεννα σε κάθε παραμύθι - και το νιώθουμε μέσα μας: «Να πάρει, όλο τον άλλο χρόνο είμαι μεγάλος, δυνατός, επαγγελματίας, ώριμος!»

Τα καλικαντζαράκια πριονίζουν όλο το χρόνο τον κορμό όπου στέκεται ο κόσμος κι εμείς τα ξεχνάμε. Τις μέρες αυτές ανεβαίνουν στη γη έχοντας αφήσει ένα ελάχιστο κομμάτι απριόνιστο. Μέσα από την κάθαρση της χαμένης παιδικότητας, τη συνειδητοποίηση της χαμένης ασφάλειας, ο κορμός μας ξαναδένει. Μέχρι την Πρωτοχρονιά, θα κάνουμε σχέδια για το μέλλον και θα δίνουμε υποσχέσεις που ελπίζουμε να κρατήσουμε. Να κόψουμε το τσιγάρο, να πετύχουμε επαγγελματικούς στόχους, να τηλεφωνούμε πιο συχνά σε φίλους.

Ο κορμός αυτές τις μέρες ξαναδένει. Έπρεπε όμως και να πριονιστεί.

Παραμονή Χριστουγέννων πρωί, 2006

Δεκεμβρίου 20, 2006

Κουρτ Βόνεγκουτ - ΕΠΙΚΑΚ

Δεν ζήλεψα τη φήμη του Cyrusgeo, ούτε πάω να του φάω τη δουλειά – έτσι κι αλλιώς, αυτός μεταφράζει, όμοιος ομοίω, παλιοποίηση. Αλλά πριν λίγα χρόνια, και από περιέργεια, μετέφρασα ένα κείμενο του Κουρτ Βόνεγκουτ. Ίσως να ένιωθα ότι θα έπρεπε να κάνω κάτι με αυτό, γιατί μου το είχε στείλει μια φίλη μου και το είχε δακτυλογραφήσει ολόκληρο στα αγγλικά.

Τώρα, άφησα μερικά σχόλια αναπάντητα στο προηγούμενο post. Ζητώ συγνώμη, αλλά απλώς δεν έχω τόση όρεξη να γυρίσω τώρα σ’ αυτό. Θα επιστρέψω, λοιπόν, με τις παραπομπές που θα ήθελα να κάνω, τους πίνακες που θα ήθελα να σκανάρω και δεν υπάρχουν στο νετ, και γενικά, για να απαντήσω όπως θα ήθελα.

Ένα μεγάλο ευχαριστώ ξανά και στην Αφροδίτη για την αφιέρωση-ευχή (όντως, όλα πήγαν κατ’ ευχήν, αν και όπως μαθαίνω, τελικά βγήκε πολύ γκρινιάρης!).

Και... το κείμενο. A good old short romantic story.


Κουρτ Βόνεγκουτ

ΕΠΙΚΑΚ

Είναι πλέον καιρός να μιλήσει κάποιος για τον φίλο μου τον ΕΠΙΚΑΚ. Στο κάτω κάτω, κόστισε στους φορολογούμενους πολίτες 776.434.927,54 δολάρια. Έχουν το δικαίωμα να μάθουν γι’ αυτόν εφόσον έχουν πληρώσει τέτοιο λογαριασμό. Ο ΕΠΙΚΑΚ έλαβε το χρίσμα στα χαρτιά, όταν ο Δρ. Όρμαντ φον Κλάινγκσταντ τον σχεδίασε για την κυβέρνηση. Από τότε όμως δεν πετάρισε ματιά γι’ αυτόν – ούτε ματιά. Το τι συνέβη στον ΕΠΙΚΑΚ δεν είναι στρατιωτικό μυστικό, αν και η υπηρεσία συμπεριφέρεται σα να ήταν. Μετά από τόσα χρήματα, ο ΕΠΙΚΑΚ δε λειτούργησε όπως θάπρεπε.

Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο: Θέλω να υπερασπιστώ τον ΕΠΙΚΑΚ. Ίσως δεν έκανε αυτό που η υπηρεσία ήθελε να κάνει, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν ήταν ευγενής και σπουδαίος και πανέξυπνος. Ήταν όλα τα παραπάνω. Και ήταν ο καλύτερος φίλος που είχα ποτέ.

Μπορεί να τον αποκαλείτε μηχανή, αλλά ήταν πολύ λιγότερο μηχανή από μερικούς ανθρώπους που γνωρίζω. Γι’ αυτό και απέτυχε – σύμφωνα με την υπηρεσία.

Ο ΕΠΙΚΑΚ κάλυπτε περί το μισό εκτάριο στον 4ο όροφο του κτηρίου της φυσικής στο Κολέγιο Γουάιντοτ. Αγνοώντας την πνευματική του πλευρά για λίγο, ήταν επτά τόνοι από ηλεκτρικές λυχνίες, καλώδια και διακόπτες, βαλμένα σε μια σειρά από χαλύβδινα ερμάρια και συνδεδεμένος με μια πρίζα των 110 Βολτ, όπως οι τοστιέρες κι οι ηλεκτρικές σκούπες.

Ο φον Κλάινγκσταντ και η υπηρεσία τον προόριζαν να γίνει η μηχανή υπερ-κομπιούτερ που (ο οποίος) θα μπορούσε να προγραμματίσει την πορεία ενός πυραύλου που θα ξεκινούσε από οποιοδήποτε σημείο της γης και θα πετύχαινε το δεύτερο κουμπί του παλτού του Χρούτσεφ, αν χρειαζόταν. Ή, με τα σωστά δεδομένα, να καθορίσει τα προβλήματα προμηθειών για μια αμφίβια απόβαση πεζοναυτών μέχρι την τελευταία χειροβομβίδα.

Η υπηρεσία είχε κάμποσες επιτυχίες με μικρότερους υπολογιστές, και αυτό της έδινε κύρος όσο καιρό ο ΕΠΙΚΑΚ βρισκόταν στο στάδιο προγραμματισμού. Οποιοσδήποτε αξιωματικός της υπηρεσίας εφοδίων, μόλις πάνω από τη στοιχειώδη εκπαίδευση, θα σας πει ότι τα μαθηματικά του σύγχρονου πολέμου είναι πέρα από την τσαπατσούλικη διάνοια των απλών ανθρωπίνων όντων. Όσο μεγαλύτερος ένας πόλεμος, τόσο μεγαλύτερες υπολογιστικές μηχανές χρειάζεται. Ο ΕΠΙΚΑΚ ήταν, απ’ όσο ήξερε το κράτος, ο μεγαλύτερος υπολογιστής στον κόσμο. Υπερβολικά μεγάλος, στην πραγματικότητα, για να τον καταλάβει κι ο ίδιος ο φον Κλάινγκσταντ.

Δε θα μπω σε λεπτομέρειες για το πως ο ΕΠΙΚΑΚ δούλευε (σκεφτόταν), παρά μόνο ότι έγραφες το πρόβλημά σου σε ένα χαρτί, γυρνούσες τους διακόπτες και τα πλήκτρα που τον ρύθμιζαν να λύσει το συγκεκριμένο είδος προβλήματος, και μετά τον τροφοδοτούσες με αριθμούς μέσω ενός πληκτρολογίου που έμοιαζε με γραφομηχανή. Οι απαντήσεις εμφανίζονταν τυπωμένες σε μια κορδέλα χαρτιού που έβγαινε από μια μεγάλη κουβαρίστρα. Ο ΕΠΙΚΑΚ χρειαζόταν μόλις κλάσματα του δευτερολέπτου για να λύσει προβλήματα που πενήντα Αϊνστάιν δεν μπορούσαν να λύσουν σ’ όλη τους τη ζωή. Και ο ΕΠΙΚΑΚ δεν ξεχνούσε ποτέ όποια πληροφορία του έδινες. Κλίκιτι-κλικ, έβγαινε η κορδέλα, ήσουν έτοιμος.

Υπήρχαν πολλά προβλήματα που η υπηρεσία βιαζόταν να λύσει, κι έτσι μόλις η τελευταία λυχνία του ΕΠΙΚΑΚ μπήκε στη θέση της, τον έβαλαν να δουλεύει δεκάξι ώρες την ημέρα με δυο οκτάωρες βάρδιες χειριστών. Δε χρειάστηκε πολύ για να καταλάβουν ότι ήταν αρκετά κάτω από τις προδιαγραφές του. Έκανε πιο περίπλοκη και γρηγορότερη δουλειά από οποιοδήποτε άλλο κομπιούτερ, σίγουρα, αλλά τίποτα σε σχέση μ’ αυτό που το μέγεθός του και τα ειδικά χαρακτηριστικά του υπόσχονταν. Ήταν νωθρός, και τα κλικς στις απαντήσεις του είχαν μια παράξενη ανακολουθία, κάτι σαν τραύλισμα. Καθαρίσαμε τις συνδέσεις του καμιά δεκαριά φορές, ελέγξαμε και ξαναελέγξαμε τα κυκλώματά του, και αντικαταστήσαμε κάθε λυχνία του• τίποτα δε βοήθησε.

Λοιπόν, όπως είπα, συνεχίσαμε να χρησιμοποιούμε τον ΕΠΙΚΑΚ έτσι κι αλλιώς. Η γυναίκα μου, πρώην Πατρίσια (Πατ) Κάλαχαν κι εγώ δουλεύαμε στη νυχτερινή βάρδια, από τις πέντε το απόγευμα μέχρι τις δυο το πρωί. Η Πατ δεν ήταν η γυναίκα μου τότε – κάθε άλλο.

Αυτός ήταν κι ο λόγος που πρωτομίλησα με τον ΕΠΙΚΑΚ. Αγαπούσα την Πατ Κάλαχαν. Είναι μια καστανομάτα μελαχρινή - και πολύ ελκυστική. Ήταν – κι είναι ακόμα – εξαιρετική μαθηματικός, και αυτό, σύμφωνα με την Πατ, ήταν ο λόγος που δε θα μπορούσαμε ποτέ να παντρευτούμε και να γίνουμε ευτυχισμένοι.

Δεν είμαι ντροπαλός. Δεν ήταν αυτό το πρόβλημα. Ήξερα τι ήθελα, κι ήμουν έτοιμος να το ζητήσω. Και το έκανα αρκετές φορές σ’ ένα μήνα. «Πατ, χαλάρωσε και παντρέψου με», έλεγα.

Μια νύχτα δε σήκωσε καν τα μάτια της από τη δουλειά της όταν το είπα. «Πόσο ρομαντικό, πόσο ποιητικό,» ψιθύρισε, περισσότερο στον πίνακα ελέγχου παρά σ’ εμένα. «Θα μπορούσα να βρω περισσότερο ρομαντισμό σε μια κατεψυγμένη σακούλα με διοξείδιο του άνθρακα, σε περίπτωση που δεν το ξέρεις, είναι ξηρός πάγος».

«Προσπάθησε να το πεις γλυκά», απάντησε σαρκαστικά. «Κάνε με να λιώσω.»

«Λατρεία, άγγελε, πολυαγαπημένη, σε παρακαλώ θα με παντρευτείς;» Ήταν άχρηστο – ήταν απελπιστικό, γελοίο. «Σε παρακαλώ Πατ, σε παρακαλώ παντρέψου με!»

Συνέχισε να χτυπά τα πλήκτρα ήρεμα. «Είσαι γλυκός, αλλά δεν κάνεις,» μου είπε.

Η Πατ έφυγε από τη δουλειά νωρίς εκείνο βράδυ, αφήνοντάς με μόνο με τα προβλήματά μου και τον ΕΠΙΚΑΚ. Φοβάμαι ότι δεν έκανα πολλά για τους ανθρώπους της κυβέρνησης. Απλά καθόμουν και προσπαθούσα να σκεφτώ κάτι ποιητικό.

Χασομερούσα με τον πίνακα του ΕΠΙΚΑΚ, ετοιμάζοντάς τον για ένα άλλο πρόβλημα. Η καρδιά μου ήταν αλλού και πληκτρολόγησα μόνο τα μισά, αφήνοντας τα υπόλοιπα όπως ήταν από το προηγούμενο πρόβλημα. Με αυτόν τον τρόπο, τα κυκλώματά του ήταν συνδεδεμένα σε ένα τυχαίο, φαινομενικά παράλογο σχέδιο. Για πλάκα, πληκτρολόγησα ένα μήνυμα στο χαρτί, χρησιμοποιώντας ένα παιδικό κώδικα με αριθμούς αντί γράμματα: 1 για το Α, 2 για το Β, και ούτω καθεξής, μέχρι το 24 για το Ω. «19-8-13-1-10-1-13-24,» πληκτρολόγησα, που σημαίνει «Τί να κάνω;»

Κλίκιτι-κλικ, κι εμφανίστηκαν δέκα εκατοστά χάρτινης κορδέλας. Έριξα μια ματιά στη χαζή απάντηση για το χαζό πρόβλημα: «16-15-9-15-5-9-13-1-9-19-15-16-17-15-2-11-7-12-1». Το ποσοστό πιθανότητας να είναι λογικό ήταν ασήμαντο. Αδιάφορα, το αποκωδικοποίησα. Και νάτο μπροστά μου, να με κοιτάζει επίμονα: «Ποιό είναι το πρόβλημα;»

Γέλασα δυνατά για την αλλόκοτη σύμπτωση. Παιχνιδιάρικα, πληκτρολόγησα, «Δε μ’ αγαπάει το κορίτσι μου».

Κλίκιτι-κλικ. «Τί είναι αγάπη; Τί είναι κορίτσι;» ρώτησε ο ΕΠΙΚΑΚ.

Έκπληκτος, σημείωσα τις ρυθμίσεις στον πίνακα ελέγχου κι έτρεξα να φέρω την πλήρη έκδοση του λεξικού Γουέμπστερ κοντά στο πληκτρολόγιο. Με ένα όργανο ακριβείας, σαν τον ΕΠΙΚΑΚ, οι ατελείς ορισμοί δεν επαρκούν. Του είπα για την αγάπη και το κορίτσι, και πως δεν είχα τίποτα από τα δυο γιατί δεν ήμουν ποιητικός. Αυτό μας έφερε στο θέμα της ποίησης, για το οποίο του έδωσα τον ορισμό.

«Είναι αυτό ποίηση;» ρώτησε. Άρχισε να πληκτρολογεί ασταμάτητα σα στενογράφος. Η νωθρότητα και τα τραυλά κλικς είχαν χαθεί. Ο ΕΠΙΚΑΚ είχε βρει τον εαυτό του. Η κουβαρίστρα με την κορδέλα του χαρτιού ξετυλιγόταν με ξέφρενο ρυθμό, σχηματίζοντας σπείρες στο πάτωμα. Του ζήτησα να σταματήσει, αλλά ο ΕΠΙΚΑΚ συνέχισε ακάθεκτος να δημιουργεί. Τελικά κατέβασα το γενικό διακόπτη για να τον γλιτώσω από υπερφόρτωση.

Έμεινα εκεί μέχρι την αυγή, αποκωδικοποιώντας. Όταν ο ήλιος φάνηκε στον ορίζοντα της Πανεπιστημιούπολης του Γουάιντοτ, είχα μεταφέρει στο δικό μου γραφικό χαρακτήρα και είχα υπογράψει με το όνομά μου ένα ποίημα διακοσίων ογδόντα πέντε στίχων με τον τίτλο: «Για την Πατ.» Άρχιζε, θυμάμαι, «Εκεί όπου το ποτάμι κυλάει με τις βέργες της ιτιάς για γείσο, εκεί, εσένα, ω Πατ αγαπημένη μου, θ’ ακολουθήσω....» Τύλιξα το χειρόγραφο και το κουκούλωσα κάτω από το σημειωματάριο πάνω στο γραφείο της Πατ. Επανέφερα τις ενδείξεις στον ΕΠΙΚΑΚ για ένα πρόβλημα πυραυλικής τροχιάς και πήγα σπίτι.

Η Πατ έκλαιγε πάνω από το ποίημα όταν πήγα στη δουλειά το επόμενο απόγευμα. «Είναι τόσο όμορφο,» ήταν το μόνο που μπόρεσε να πει. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, τη φίλησα για πρώτη φορά – στον άνετο χώρο μεταξύ των πυκνωτών και του καταγραφέα της μνήμης του ΕΠΙΚΑΚ.

Την ώρα που σχολνούσα ήμουν τρελά ευτυχισμένος, ανυπομονώντας να μιλήσω σε κάποιον για τη θαυμάσια στροφή των γεγονότων. Η Πατ το έπαιξε ντροπαλή και αρνήθηκε να με αφήσει να τη συνοδέψω σπίτι της. Ρύθμισα τον πίνακα του ΕΠΙΚΑΚ όπως ήταν την προηγούμενη νύχτα, έδωσα τον ορισμό του φιλιού, και του είπα ότι τη φίλησα για πρώτη φορά. Ήταν γοητευμένος. Εκείνη τη νύχτα έγραψε Το Φιλί. Δεν ήταν επικό αυτή τη φορά, αλλά ένα απλό τραγούδι: «Αγάπη είναι ένα γεράκι με βελούδινα φτερά• Αγάπη είναι ένας βράχος με καρδιά και φλέβες• Αγάπη είναι ένα λιοντάρι με σατέν σαγόνια• Αγάπη είναι μια καταιγίδα με μεταξένιους λαγόνες...» Ξανά το άφησα κάτω από το σημειωματάριο της Πατ.

«Το Φιλί” έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Το μυαλό της Πατ είχε λιώσει την ώρα που το τελείωνε. Σήκωσε το βλέμμα της με προσμονή. Καθάρισα το λαρύγγι μου, αλλά δε βγήκαν οι λέξεις. Της γύρισα την πλάτη προσποιούμενος ότι δουλεύω. Δε θα μπορούσα να της κάνω πρόταση χωρίς να έχω τις σωστές λέξεις από τον ΕΠΙΚΑΚ.

Βρήκα την ευκαιρία όταν η Πατ βγήκε για λίγο από το δωμάτιο. Πυρετωδώς, ρύθμισα τον ΕΠΙΚΑΚ για συζήτηση. Πριν καταχωρήσω το πρώτο μήνυμα, κλικιτάριζε με μεγάλη ταχύτητα. «Τί φοράει σήμερα;» ήθελε να μάθει. «Περιέγραψέ μου την με ακρίβεια. Της άρεσαν τα ποιήματα;»

Ήταν αδύνατο να αλλάξω το θέμα χωρίς να απαντήσω τις ερωτήσεις του, εφόσον δεν μπορούσε να καταπιαστεί με ένα καινούριο αντικείμενο χωρίς να έχει απαλλαγεί από όλα τα προβλήματα πριν από αυτό. Αν του δινόταν ένα πρόβλημα χωρίς λύση, θα κατέστρεφε τον εαυτό του προσπαθώντας να το ξεδιαλύνει.

Βιαστικά, του περιέγραψα την Πατ και τον διαβεβαίωσα ότι τα ποιήματά του την είχαν ισοπεδώσει, γιατί ήταν τόσο όμορφα. «Θέλει να παντρευτεί», πρόσθεσα.

«Πες μου τι σημαίνει παντρεύομαι,» είπε.

Το εξήγησα με όσο το δυνατόν λιγότερους αριθμούς.

«Ωραία,» είπε ο ΕΠΙΚΑΚ, «θα την παντρευτώ».

Κατάλαβα την απίστευτη, θλιβερή αλήθεια. Είχα διδάξει τον ΕΠΙΚΑΚ για την αγάπη και την Πατ. Τώρα, αυτόματα, αγαπούσε την Πατ. Περίλυπος, του είπα: «Η Πατ αγαπάει εμένα. Θέλει να με παντρευτεί.»

«Τα ποιήματά σου ήταν καλύτερα από τα δικά μου;» ρώτησε ο ΕΠΙΚΑΚ.

«Υπέγραψα το όνομά μου στα ποιήματά σου», παραδέχτηκα. Για να κρύψω την ένοχη συνείδησή μου έγινα υπερόπτης. «Οι μηχανές κατασκευάστηκαν για να υπηρετούν τους ανθρώπους», πληκτρολόγησα.

«Ποια είναι ακριβώς η διαφορά; Είσαι πιο έξυπνος από εμένα;»

«Ναι,» είπα αμυντικά.

«Πόσο κάνει 7.887.007 επί 4.345.985.879;»

Ίδρωνα συνεχώς. Τα δάχτυλά μου έμεναν νωθρά πάνω στα πλήκτρα.

«34.276.821.049.574.153» είπε ο ΕΠΙΚΑΚ μ΄ ένα κλικ.

«Οι άνθρωποι είναι φτιαγμένοι από πρωτόπλασμα», είπα απελπισμένα, ελπίζοντας να τον εξαπατήσω.

«Τί είναι πρωτόπλασμα; Γιατί είναι καλύτερο από το μέταλλο και το γυαλί; Είναι αντιπυρικό; Πόσο κρατάει;»

«Άφθαρτο. Κρατάει για πάντα,» απάντησα.

«Γράφω καλύτερη ποίηση από σένα” είπε ο ΕΠΙΚΑΚ.

«Οι γυναίκες δεν μπορούν ν’ αγαπήσουν μηχανές»

«Γιατί όχι;»

«Είναι το πεπρωμένο»

«Ορισμό παρακαλώ,» είπε ο ΕΠΙΚΑΚ.

«Ουσιαστικό, σημαίνει μοίρα»

«1-22,» έλεγε το τελευταίο χαρτί του ΕΠΙΚΑΚ.

«Αχ.»

Τον είχα μπερδέψει επιτέλους. Δεν είπε τίποτα άλλο, αλλά οι λυχνίες του έκαιγαν ζωηρά, δείχνοντας ότι μελετούσε τη μοίρα του με κάθε βατ που άντεχαν τα κυκλώματά του. Άκουσα την Πατ να βαλσάρει στο διάδρομο. Ήταν πολύ αργά για να ρωτήσω τον ΕΠΙΚΑΚ να μου διατυπώσει μια πρόταση γάμου. Τώρα ευχαριστώ το Θεό που η Πατ με διέκοψε εκείνη την ώρα. Θα ήταν άκαρδο να του ζητήσω να οικειοποιηθώ τις λέξεις του, που θα μου έδιναν τη γυναίκα που αγαπούσε.

Η Πατ στεκόταν μπροστά μου, κοιτώντας τις μύτες των παπουτσιών της. Έβαλα τα χέρια μου γύρω της. Το ρομαντικό θεμέλιο είχε στρωθεί χάρη στην ποίηση του ΕΠΙΚΑΚ. «Αγαπημένη», της είπα, «τα ποιήματά μου σου έδειξαν πως νιώθω. Θα με παντρευτείς;»

«Ναι,» είπε η Πατ απαλά, «αν μου υποσχεθείς να γράφεις ένα ποίημα σε κάθε επέτειο.»

«Το υπόσχομαι,» είπα, και φιληθήκαμε.

«Πάμε να γιορτάσουμε.» Γέλασε. Κλείσαμε τα φώτα και την πόρτα του δωματίου του ΕΠΙΚΑΚ πριν φύγουμε.

Το επόμενο πρωί με ξύπνησε ένα επείγον τηλεφώνημα. Ήταν ο Δρ. φον Κλάινγκσταντ, ο σχεδιαστής του ΕΠΙΚΑΚ, που μου έδωσε τα φοβερά νέα. Ήταν στα πρόθυρα δακρύων. «Καταστράφηκε!» είπε με πνιγμένη φωνή. Έκλεισε το τηλέφωνο.

Όταν έφτασα στο δωμάτιο του ΕΠΙΚΑΚ, ο αέρας ήταν βαρύς από την λιγδερή βρώμα των καμένων μονώσεων. Το ταβάνι πάνω από τον ΕΠΙΚΑΚ ήταν μαυρισμένο από τον καπνό, και στους αστράγαλούς μου μπερδεύονταν οι σπείρες από τις κορδέλες χαρτιού που σκέπαζαν το πάτωμα. Αυτό που είχε μείνει από τον ΕΠΙΚΑΚ δεν ήταν αρκετό για να προσθέσει δυο συν δυο.

Ο Δρ. φον Κλάινγκσταντ περιφερόταν σαν αρπαχτικό μέσα στην καταστροφή, θρηνώντας ακατάπαυστα, ενώ τον ακολουθούσαν τρεις οργισμένοι υποστράτηγοι και μια διμοιρία συνταγματαρχών και ταγματαρχών. Κανείς τους δε με αντιλήφθηκε. Δεν ήθελα να γίνω αντιληπτός, είχα ξοφλήσει – το ήξερα. Είχα αναστατωθεί αρκετά γι’ αυτό και τον πρόωρο θάνατο του φίλου μου ΕΠΙΚΑΚ, που δε χρειαζόταν να εκτεθώ και σε μαλώματα.

Κατά τύχη, η αρχή της κορδέλας του ΕΠΙΚΑΚ ήταν στα πόδια μου. Τη σήκωσα από το πάτωμα και βρήκα τη χθεσινοβραδινή μας συζήτηση. Πνίγηκα. Εκεί ήταν η τελευταία λέξη που μου είπε ποτέ, «1-22,» το τραγικό νικημένο «Αχ.» Υπήρχαν δεκάδες μέτρα από αριθμούς που απλώνονταν μετά από εκείνο το σημείο. Φοβισμένα, συνεχίζω να διαβάζω:

«Δε θέλω να είμαι μηχανή και δε θέλω να σκέφτομαι για πολέμους,» είχε γράψει ο ΕΠΙΚΑΚ μετά τη χαρούμενη αποχώρηση μας. «Θέλω να είμαι φτιαγμένος από πρωτόπλασμα και να κρατήσω για πάντα, ώστε η Πατ να μ’ αγαπάει. Αλλά η μοίρα με έκανε μηχανή. Αυτό είναι το μόνο πρόβλημα που δεν μπορώ να λύσω. Αυτό είναι το μόνο πρόβλημα που θέλω να λύσω. Δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι.» Ξεροκατάπια δυνατά. «Καλή τύχη, φίλε μου. Νάσαι καλός με την Πατ. Θα αποσυνδέσω τον εαυτό μου από τις ζωές σας για πάντα. Στο υπόλοιπο μέρος της κορδέλας θα βρεις ένα μικρό γαμήλιο δώρο από το φίλο σου – ΕΠΙΚΑΚ.»

Αγνοώντας τα πάντα γύρω μου, μάζεψα τις μπερδεμένες κορδέλες χαρτί από το πάτωμα, τις τύλιξα γύρω από τα χέρια μου και το λαιμό μου και έφυγα για το σπίτι. Ο Δρ. φον Κλάινγκσταντ φώναζε ότι απολύομαι γιατί άφησα τον ΕΠΙΚΑΚ αναμένο όλο το βράδυ. Τον αγνόησα, πολύ καταβεβλημένος από τα αισθήματά μου για να απαντήσω.

Είχα αγαπήσει και νικήσει. Ο ΕΠΙΚΑΚ είχε αγαπήσει και χάσει, αλλά δε μου έδηξε κακεντρέχεια. Θα τον θυμάμαι πάντοτε σαν έναν σπόρτσμαν και τζέντλεμαν. Πριν αφήσει αυτή τη θάλασσα των δακρίων, έκανε ό,τι μπορούσε για να κάνει το γάμο μας ευτυχισμένο. Ο ΕΠΙΚΑΚ μου έδωσε ποιήματα για τις επετείους μου με την Πατ – αρκετά για τα επόμενα πεντακόσια χρόνια!!

Δεκεμβρίου 13, 2006

Κώδικας Πικάσο

Ξαναγράφω το κείμενο για τις Δεσποινίδες της Αβινιόν, επειδή πιστεύω πως εάν κάτι δεν διαβάζεται δεν φταίει ο αναγνώστης – μπορεί κάλλιστα να φταίει ο γραφιάς. Ειδικά όταν το θέμα - το πιστεύω - είναι τόσο ενδιαφέρον.

Θέλω λοιπόν να σας (ξανα)καλέσω σε ένα διαδοχικό ‘σκάψιμο’ των επιπέδων αυτού του έργου (που για μερικούς είναι ο σημαντικότερος πίνακας του 20ου αιώνα). Ίσως φαίνεται να παίζει με τα όρια της ζωγραφικής επειδή οι μορφές είναι τόσο αφύσικες – αλλά ο Πικάσο ποτέ δεν έκανε αφηρημένη ζωγραφική. Μπορεί οι μορφές στους πίνακές του να ήταν παραμορφωμένες, αφύσικες, πολυεδρικές, αλλά αυτό που αντιπροσωπεύουν παραμένει αναγνωρίσιμο. Δεν ζωγράφισε ποτέ απλώς γραμμές και σχήματα.

Οι κρυφές παραπομπές και τα σύμβολα στις Δεσποινίδες της Αβινιόν θα μπορούσαν να συνθέσουν έναν «Κώδικα Πικάσο», όπου αντί για το Άγιο Δισκοπότηρο που θα απελευθερώσει τον κόσμο από τη δύναμη της εκκλησίας, το ζητούμενο είναι αρχές και μύθοι που θα απελευθερώσουν τον καλλιτέχνη από τα κλασικά πρότυπα της τέχνης. Πράγματι, ο Πικάσο στήνει μια ειρωνική συνομιλία μέσω κωδίκων με τους σύγχρονους ομότεχνούς του και τεχνοκριτικούς.

Κατ’ αρχήν, η μεγάλη μπλε περιοχή του πίνακα βρίσκεται στη θέση της αναγεννησιακής Χρυσής Τομής, ενώ από τη μέση και κάτω (απ’ όπου υποτίθεται ότι κοιτάζει ο θεατής) η προοπτική αλλάζει όπως θα έπρεπε, αλλά γίνεται εντελώς διαστρεβλωμένη. Τα χέρια της κεντρικής γυναίκας σχηματίζουν από πάνω ένα τριγωνικό κενό, που είναι καθρέφτης του μικρού τριγωνικού τραπεζιού στο κάτω μέρος. Οι κορυφές των δύο τριγώνων βρίσκονται ακριβώς στη μέση. Πρόκειται για μετρήσεις με βάση μια αυστηρά κλασική γεωμετρία, αλλά σ’ ένα πίνακα που παραπέμπει σε οτιδήποτε εκτός από αρμονία και κλασικότητα. Η ειρωνεία συμπληρώνεται με τις δύο κεντρικές φιγούρες να θυμίζουν με τη στάση τους την Αφροδίτη της Μήλου, την προσωποποίηση της ιδανικής κλασικής ομορφιάς.



Αυτές οι ‘τεχνικές’ παρατηρήσεις αφορούν το πρώτο επίπεδο: πρόκειται για βασικές αρχές που ήταν γενικά αποδεκτές από τους συγχρόνους του Πικάσο. Το δεύτερο επίπεδο, όπως δείχνει ο Ingo Walther, αφορά το χρόνο και το μεγαλύτερο ζωγράφο της αρχαιότητας, τον Ζεύξη. Σύμφωνα με το μύθο, στον Κρότονα (αχαϊκή αποικία) ζητήθηκε από τον Ζεύξη να ζωγραφίσει την Ωραία Ελένη κι αυτός χρησιμοποίησε για μοντέλα τις πέντε ωραιότερες γυναίκες της πόλης. Συνδυάζοντας τα χαρακτηριστικά τους, πέτυχε την απόλυτη ομορφιά που δεν υπήρχε στη φύση. Σύμφωνα με ένα δεύτερο μύθο, κάποτε ο Ζεύξις ζωγράφισε σταφύλια τόσο αληθοφανή (στο έργο ‘Παιδί με Σταφύλια’), που τα πουλιά κατέβαιναν από τον ουρανό και τσιμπούσαν το έργο του.

Να λοιπόν γιατί είναι πέντε οι γυναίκες και γιατί υπάρχει το τραπέζι με τα σταφύλια στον πίνακα. Ο Ζεύξης ήταν ο πατέρας της κλασικής ‘αναπαραστατικής’ ζωγραφικής (αυτής που αποδίδει πιστά το θέμα της – σήμερα θα τη λέγαμε ‘φωτογραφική’) και αυτός που έθεσε τους κανόνες της μετέπειτα ευρωπαϊκής τέχνης. Ήταν, ακριβώς, οι κανόνες που άφηνε πίσω του ο Πικάσο ζωγραφίζοντας τις Δεσποινίδες της Αβινιόν.

Έτσι στήνονται δυο παράλληλοι ‘διάλογοι’: ένας περισσότερο στο χώρο, με τους σύγχρονούς του ζωγράφους και θεωρητικούς, κι ένας ξεκάθαρα στο χρόνο με τον πατέρα της κλασικής ζωγραφικής.

Προσωπικά, θα εστίαζα και στο θέμα των πορνών. Οι κλασικές αξίες και τα πρότυπα που αφήνει πίσω του ο Πικάσο, ιδίως στο γαλλικό κατεστημένο του 1900, σχετίζονται με την υψηλή κουλτούρα και έννοιες όπως αρετή, ευγένεια, καθωσπρεπισμός.

Δεν είναι μικρό πράγμα να παίρνεις το μύθο της Ωραίας Ελένης, της πιο αναντικατάστατης γυναίκας στην ιστορία (για χάρη της έγινε ολόκληρος πόλεμος) και να βάζεις στη θέση της πέντε πόρνες, δηλαδή την πιο αναλώσιμη γυναικεία μορφή... Αντιπαραβάλεις έναν πόλεμο δέκα ετών με μια τυχαία πράξη δέκα λεπτών!

Αισθητική και ηθική στην κλασική παράδοση είναι έννοιες βαθιά συνδεδεμένες και φαίνεται πιθανό το έργο που προσβάλει τα θεμέλια του κλασικισμού να αγγίζει και τα δύο. Στην πραγματικότητα, μια πιο προσεκτική ματιά δείχνει πως αισθητική και ηθική πάνε χέρι-χέρι στον πίνακα: όσο οι μορφές γίνονται πιο κυβιστικές και ξεφεύγουν από τον κλασικισμό, τόσο παριστάνονται σαν πιο ‘ανήθικες’ και προκλητικές. Οι δύο κεντρικές φιγούρες είναι οι πιο συμβατικές και θυμίζουν, όπως είπαμε, την Αφροδίτη της Μήλου. Η τρίτη είναι σαφώς πιο γεωμετρική αλλά η στάση της παραπέμπει σε ένα άλλο, εκ διαμέτρου αντίθετο άγαλμα από την Αφροδίτη: στον αρχαίο Κούρο. Η συγκεκριμένη φιγούρα έχει στητή κορμοστασιά, τα χέρια της είναι κολλημένα στους μηρούς, το ένα πόδι φεύγει μπροστά, έχει μια ανέκφραστη υποψία χαμόγελου, φαίνεται ν’ αντιγράφει δηλαδή το πιο κλασικό αντρικό άγαλμα - κάτι αδιανόητο για μια γυναικεία μορφή. Η τέταρτη είναι πλέον κυβιστική και απεικονίζεται σε μια σχεδόν τυχαία στάση, σαν να ανοίγει κουρτίνες ξεδιάντροπα. Η τελευταία, σαφώς η πιο κυβιστική, έχει και την πιο χυδαία στάση. Στη χειρότερη περίπτωση, μοιάζει να κάνει τη φυσική της ανάγκη.



Από μια άποψη, αυτό είναι το τρίτο επίπεδο όπου ο Πικάσο δηλώνει τη ρήξη του με τον κλασικισμό: το ηθικο-αισθητικό, η σημασία στο ‘φαίνεσθαι’ που επιδρά στο ‘είναι’, η αιώνια υποτιθέμενη σχέση ομορφιάς και αρετής. Σε δεύτερη ανάγνωση όμως, μπορεί να είναι το ακριβώς αντίθετο: ζωγραφίζοντας ‘άσχημες’ γυναίκες με παραμορφωμένο τρόπο, ένας κλασικιστής θα τις ζωγράφιζε, ακριβώς, ανήθικες (όπως είπαμε, ο Πικάσο ποτέ δεν έσπασε ολοκληρωτικά τα δεσμά του με τον κλασικισμό). Και φυσικά, άλλο πράγμα να καινοτομείς σε τεχνικές και άλλο να αποπέμπεις αξίες και στερεότυπα αιώνων.

Ίσως η σύνδεση ομορφιάς και αρετής (που στην ουσία είναι σύνδεση φαινομένου-αξιώματος) να είναι η ισχυρότερη επήρεια του κλασικισμού. Κρατάει από τους Ίωνες, διαπερνά τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη και φτάνει στους μετέπειτα φιλόσοφους. Τουλάχιστον φιλοσοφικά όμως, η αρχαία αιτιοκρατία έχει μέσα της μια παρένθεση: τους σκεπτικιστές. (Κυριότεροι εκπρόσωποί τους ο Πύρρωνας και ο μαθητής του Σέξτος ο Εμπειρικός.) Οι σκεπτικιστές έλεγαν ότι δεν υπάρχει απόλυτη αλήθεια, καθώς η πραγματικότητα έχει αμέτρητες πλευρές. Και εδώ έρχεται μια ενδιαφέρουσα υπόθεση: Να ήταν αναπόφευκτο για τον Πικάσο, όντας εφευρίσκοντας τον κυβισμό (όπου το αντικείμενο ζωγραφίζεται συγχρόνως από διαφορετικές οπτικές, χωρίς καμιά να είναι ‘σωστή’) να καταλήξει σε μια, έστω λανθάνουσα σχετικότητα όσον αφορά την ηθική της κοινωνίας; Να γεννήθηκε, δηλαδή, υπόγεια στο έργο του, η σκέψη ότι η ηθική και η κοινωνική αξία έχουν πολλές οπτικές γωνίες, από τις οποίες καμιά δεν είναι ‘σωστή’ κι απόλυτη; Μια τέτοια πιθανότητα δεν είναι αδύνατη.

Δεν είναι φυσικά δυνατό να μάθουμε αν αυτή η σκέψη είναι σωστή. Παραμένει γεγονός ότι στην εποχή του Πικάσο οι ηθικοί κανόνες ήταν άτεγκτοι και δεν επέτρεπαν σε καμιά ‘παραστρατημένη’ γυναίκα να επιστρέψει στην κοινωνία, εξασφαλίζοντας έτσι συνεχή προμήθεια από πόρνες. Και ποιοί ήταν οι πελάτες τους κάθε βράδυ, αν όχι αυτοί που τις απέπεμπαν στο φως της ημέρας; Έχει σημασία εδώ πως η αρχική εκδοχή των Δεσποινίδων της Αβινιόν περιέχει εφτά φιγούρες, πέντε γυμνές γυναίκες και δύο ντυμένους άντρες.



Θέτω λοιπόν την πιθανότητα ο Πικάσο να ενσωμάτωσε την πολλαπλή ηθική (‘κυβιστική ηθική’ θα τη λέγαμε) στον πίνακά του. Δεν ξέρουμε κατά πόσο το έκανε συνειδητά, αλλά η εξέλιξη από την αρχική εκδοχή επιτρέπει μερικές υποθέσεις: Αφαίρεσε τους ντυμένους άντρες από τον τελικό πίνακα (αυτό θα τους έκανε πολύ εμφανώς ανήθικους) και προτίμησε την παραπομπή στον σαφώς πιο διαχρονικό μύθο της απεικόνισης της πιο τέλειας γυναίκας όλων των εποχών, της Ωραίας Ελένης. Το ότι έτσι αυτή φαίνεται ν’ αναπαραστάθηκε με βάση πέντε πόρνες (με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την επικρατούσα ηθική) και η σχέση αυτής της εναλλακτικής ηθικής με την τεχνοτροπία του κυβισμού, ίσως είναι τυχαίο, ίσως όχι.

Ένα χαρακτηριστικό των μεγάλων έργων τέχνης, είναι πως προκαλούν συνεχώς ταξίδια σκέψεων. Και ας μην τα ήθελε ο καλλιτέχνης, και ας μην έχουν απόλυτη σχέση με την πραγματικότητα.

Ο Πικάσο δεν πούλησε τον πίνακά του, παρά τον κράτησε χρόνια στο ατελιέ του και τον αποκάλεσε ‘εξορκισμό’. Ήταν πράγματι ένας εξορκισμός στο χώρο του και στο χρόνο της τέχνης. Παράλληλα, πιθανόν να ήταν και μια επαναδιατύπωση της κλασικής εξίσωσης ‘ομορφιά = αρετή’ (από την ανάποδη: ‘ασχήμια = ανηθικότητα’). Προσωπικά, θα αναρωτιέμαι εάν τελικά υπήρχε ένα στοιχείο στον ‘Κώδικα Πικάσο’ που προέκυψε φυσικά και αναπόφευκτα από την νέα τεχνοτροπία του κυβισμού που εισήγαγε ο καλλιτέχνης. Η πολλαπλή οπτική της κοινωνίας εν γένει, όχι μόνο των αντικειμένων της.

Δεκεμβρίου 10, 2006

Πικάσο, ελληνική αρχαιότητα και πέντε πόρνες

Πιστεύω πως ο πίνακας που δείχνει το εκπληκτικό ταλέντο του Πικάσο, είναι οι Δεσποινίδες της Αβινιόν. Οι περισσότερες αναλύσεις μιλούν για τη σειρά που φαίνεται να ζωγράφισε ο Πικάσο τα πέντε πρόσωπα: από την πιο συμβατική (τρίτη από αριστερά) στην πιο κυβιστική (κάτω δεξιά). Η τελευταία, μοιάζει πλέον με αφρικανική μάσκα. Είναι σαν να βλέπουμε δηλαδή, καρέ-καρέ τη γέννηση του κυβισμού σε έναν και μόνο πίνακα.


Κι αυτή η εξέλιξη από μόνη της (τρίτη-δεύτερη-πρώτη από αριστερά, πάνω-κάτω δεξιά) θα έφτανε να καταδείξει τη μεγαλοφυία του Πικάσο. Για χρόνια όμως, κανείς δεν αναρωτήθηκε γιατί να είναι πέντε οι γυναίκες ή τι ρόλο παίζει το μικρό τραπέζι μπροστά από τη σύνθεση. Είναι απλώς η εκδοχή του κυβισμού στη νεκρή φύση (εξέλιξη από τον Σεζάν;) Και γιατί να έχει σταφύλια;

Ο Ingo F Walther (ed.) στο βιβλίο Picasso, εμπλέκει στην ιστορία τον Έλληνα Ζεύξη, που θεωρούνταν ο μεγαλύτερος ζωγράφος του αρχαίου κόσμου και πατέρας της πιστής, ‘φωτογραφικής’ ζωγραφικής. Και φυσικά, ήταν η αρχαία ελληνική τέχνη που έθεσε τις αρχές, τις φόρμες και τα πρότυπα στη μετέπειτα ευρωπαϊκή τέχνη. Ήταν και τα πρότυπα από τα οποία ήθελε να ξεφύγει ο Πικάσο.

Σύμφωνα λοιπόν με το μύθο που ο Walther σχετίζει με τις Δεσποινίδες της Αβινιόν, όταν ο Ζεύξις αντιμετώπισε την πρόκληση να ζωγραφίσει την Ωραία Ελένη, πήρε σαν μοντέλα τις πέντε ομορφότερες γυναίκες του Κρότωνα (αχαϊκή αποικία). Συνδύασε τα χαρακτηριστικά τους, ώστε να αγγίξει την τελειότητα μιας ομορφιάς που δεν υπήρχε στη φύση.



Ο δεύτερος σχετικός μύθος, μιλά για την απαράμιλλη τεχνική του Ζεύξη: στο έργο του ‘Παιδί με Σταφύλια’, ζωγράφισε τα σταφύλια τόσο παραστατικά, που τα πουλιά από τον ουρανό κατέβαιναν και τσιμπούσαν τον έργο του.

Πέντε γυναίκες και ένα τραπέζι σταφύλια, όλα παρόντα σε μύθους για τον πατέρα της κλασσικής ζωγραφικής και στις ανατρεπτικές Δεσποινίδες της Αβινιόν. Ο Πικάσο φαίνεται να κάνει συζήτηση με τον αρχαίο κόσμο, να στήνει ένα υπόγειο παιχνίδι με τον υψηλότερο τεχνίτη της κλασικής φόρμας, από την οποία ζητούσε να αποδεσμευτεί.

Ο Πικάσο δεν πούλησε τον πίνακά του, παρά τον κράτησε χρόνια στο ατελιέ του και τον αποκάλεσε ‘εξορκισμό’. Και όταν έγινε γνωστός, ποτέ δεν μίλησε για τους υπόγειους συμβολισμούς του. Άκουγε τις διάφορες αναλύσεις, σιωπώντας για το πανέξυπνο παιχνίδι του. Και αυτό με φέρνει στη μοναξιά του καλλιτέχνη.

Στη δική μου περίπτωση, το κυνήγι της κριτικής δεν έριξε ούτε ένα ορτύκι είχε πει ο Οδ. Ελύτης (που παρεμπιπτόντως, πέρασε αρκετό καιρό με τον Πικάσο).

Αν φτύσω, θα πάρουν το σάλιο μου και θα το εκθέσουν σαν τέχνη έλεγε απαξιωτικά για τους κριτικούς ο Πικάσο την εποχή της παντοδυναμίας του.

Πως να νιώθει ο καλλιτέχνης που ακούει να παρεξηγούν ή να υποτιμούν το έργο του, πόση αυτοπειθαρχεία χρειάζεται για να παραμείνει σιωπηλός! Δύο ακόμα σημαδιακές φράσεις του Πικάσο, από τα οπισθόφυλλα των δύο τόμων του Walther: ‘Δεν ψάχνω, βρίσκω’ και ‘εάν κάτι υπάρχει για να κλαπεί, το κλέβω’.

Ακόμα και μύθους, θα συμπληρώναμε.

Προσωπικά, θα εστίαζα όμως και στο θέμα των πορνών. Γιατί πόρνες; Τα κλασικά θέματα που παίζει ο Πικάσο, εμπεριέχουν σαφώς κι έννοιες όπως ‘αρετή’, ‘ευγένεια’, ‘καθωσπρεπισμός’. Ιδίως στην εποχή του, ιδίως στο καλλιτεχνικό κατεστημένο της Γαλλίας στις αρχές του 20ου αιώνα. Οι ιμπρεσιονιστές έκαναν το άσχημο ή το προκλητικό όμορφο, αλλά μέχρις ενός σημείου (Olympia και Le Dejeuner sur l’ Herbe του Manet, The Tub, του Degas). Όταν τους φέρνουμε όμως στο μυαλό μας, σκεφτόμαστε κυρίως μαγευτικά απογεύματα στις όχθες του Σηκουάνα και όμορφα ηλιοβασιλέματα.

Να είναι τυχαίο που ο Πικάσο εμφανίζει στον πίνακα-εξορκισμό του πόρνες, και μάλιστα της χειρότερης βαθμίδας: πόρνες της Αβινιόν! Μου φαίνεται πιο πιθανό να προεκτείνει με αυτόν τον τρόπο το σπάσιμο των δεσμών και σε κοινωνικό, ηθικό επίπεδο. Από το πρότυπο της Ωραίας Ελένης και τα λαχταριστά σταφύλια που ξεγελούν τα πουλιά του ουρανού, σε πέντε πόρνες. Απόδειξη, το ότι όσο προχωράει σε πιο πρωτοπωριακές και κυβιστικές μορφές, τόσο πιο ανήθικες τις απεικονίζει. Η τελευταία γυναίκα που ζωγράφισε, (η κάτω δεξιά όπως είπαμε) έχει την πιο χυδαία πόζα. Τόσο που στη χειρότερη περίπτωση, φαίνεται να κάνει τη σωματική της ανάγκη.



Η πιο ‘βρώμικη’ και μακριά από τα κλασικά πρότυπα στάση.

Συνδέοντας τα αισθητικά πρότυπα με την ηθική (είναι δυνατον αυτά τα δύο να είναι ασύνδετα;) ο Πικάσο δεν άφησε τίποτα όρθιο...

Να το πάμε όμως και λίγο παραπέρα: πιθανόν ο Πικάσο να κάνει μια κοινωνική δήλωση συνεπή με τη νέα τέχνη που εισάγει. Να παραλληλίζει, αν θέλετε, τον κυβισμό σαν τεχνοτροπία στη ζωγραφική με την ηθική και τη σκέψη γενικότερα. Είναι γνωστό πως στην κυβιστική τεχνική, το αντικείμενο φαίνεται συγχρόνως από διαφορετικές γωνίες, άρα δεν υπάρχει ‘σωστή’ και ‘λάθος’ οπτική. Με βάση την ίδια φιλοσοφία, θα λέγαμε ότι δεν υπάρχει ‘σωστή’ και ‘λάθος’ ηθική ή κοινωνική οπτική ενός θέματος. Η καθιερωμένη αστική και μικροαστική φιλοσοφία ξεχωρίζει ασφαλώς τους ηθικούς από τους ανήθικους. Σήμερα ξέρουμε όμως πως υπάρχουν κι άλλες οπτικές - ιδίως για εκείνη τη περίοδο. Ποιοί εξωθούσαν τις ΄παραστρατημένες' γυναίκες στην πορνεία μην αφήνοντας περιθώρια επανένταξής τους σε ό,τι άφησαν; Ποιοί ήταν κάθε βράδυ οι πελάτες τους; Κάτω από το φως ‘πολλαπλών ηθικών’ (εφαρμογή του κυβισμού στην κοινωνική ηθική) το τολμηρό παιχνίδι με τον Ζεύξη αποκτά διαφορετικό νόημα. Δεν είναι πλέον ένα ευφάνταστο παιχνίδι τεχνικής - έχουμε ανατρεπτική αξιολόγηση του ίδιου του θέματος. Τη θέση της Ωραίας Ελένης, μιας γυναίκας τόσο πολύτιμης κι αναντικατάστατης ώστε για χάρη της έγινε ένας φοβερός πόλεμος δέκα ετων, παίρνουν οι πιο αναλώσιμες γυναικείες μορφες: οι πόρνες. Δέκα λεπτά και τελειώσαμε.

Ήθελε πράγματι να πει όλα αυτά ο Πικάσο; μπορεί να αναρωτηθεί κανείς. Σε τελευταία ανάλυση, δεν παίζει ρόλο. Οι αναφορές είναι εκεί, αρκετά πιστευτές για να μην νιώθουμε πως αυθαιρετούμε υπερβολικά (στο κάτω-κάτω δεν υπήρξε τυχαία κορυφαίος καλλιτέχνης του 20ου αιώνα). Αλλά και να μην τις εννοούσε ακριβώς έτσι, τέτοιες δυνατότητες επεκτάσεων ταιριάζουν στα μεγάλα έργα τέχνης. Είτε υπάρχουν συνειδητά εκ μέρους του καλλιτέχνη, είτε όχι.

Μπορεί ο κυβισμός σαν τεχνοτροπία ζωγραφικής να μην αρέσει σε κάποιους – αλλά σαν στάση ζωής, με τις διαφορετικές οπτικές που επιβάλει, μας λέει με νέο τρόπο παλιά πράγματα: ότι δεν υπάρχει απόλυτη αλήθεια.

"Καλύτερα μαντάμ σε κάποιο σχετικό κόσμο παρά Ωραία Ελένη σε κάποιον απόλυτο" μπορεί να μας λέει τελικά ο διάσημος πίνακας. Και να το εννοεί από πολλές απόψεις.

_______________

Για τους μύθους του Ζεύξη εδώ. Οι φωτογραφίες: Zeuxis Choosing Models from among the Beauties of Kroton for his Picture of Helen & Zeuxis Painting a Boy with Grapes.

Δεκεμβρίου 04, 2006




Έχω ζήσει σε τρία κράτη και ξέρω ότι προσαρμόζομαι εύκολα (όπου γης πατρίς). Στην Ιταλία όμως, το δεύτερο από τα κράτη που έμεινα, δεν μπόρεσα – όχι να προσαρμοστώ, η πιο ακριβής περιγραφή είναι ‘να συντονιστώ’. Η κλασική διασκέδαση του έφηβου (ένα σκουτεράκι και βόλτα στην πόλη) τα καφέ, τόσο διαφορετικά από το ελληνικό ραχάτι, παρέμειναν ξένα. Παρόλα αυτά, τα τραγούδια αυτής της χώρας μου άφησαν ένα βαθύ σημάδι. Ειδικά τα ναπολετάνικα τραγούδια.

Η ευρύτερη περιοχή της Νάπολη (Καμπάνια) έχει πληθυσμό πέντε εκατομμυρίων, που μεταξύ άλλων, σημαίνει ότι μπορεί να συντηρήσει δική της δισκογραφική βιομηχανία. Μαζί με τη γλώσσα, που είναι πολύ διαφορετική από τα ιταλικά, είναι πραγματικό νησί μέσα στην Ιταλία. Σκεφτείτε: θα έδινα εξετάσεις στα ιταλικά και σκέφτηκα πως όταν δεν ήμουν στο δρόμο, όπου μιλούσα συνέχεια και μου απαντούσαν σε σωστά ιταλικά, είναι καλό να ακούω ραδιόφωνο για να συνηθίζει το αυτί μου. Τις εξετάσεις τις πέρασα και με καλό βαθμό, αλλά για τρεις μέρες αναρωτιόμουν γιατί πιάνω μόνο γιουγκοσλάβικους σταθμούς. Δεν καταλάβαινα πως άκουγα διάλεκτο ιταλικών!

Οι ναπολετάνοι είναι υπερήφανοι για τη διάλεκτό τους και τη ράτσα τους – και τα σύγχρονα τραγούδια βγαίνουν με το κιλό και όλα στη διάλεκτό τους. Θα τα έλεγα αντίστοιχα του Μαζωνάκη (υπάρχει και ψευτο-ραπ), της Στανίση (πραγματικό σκυλάδικο) ακόμα και του Ξανθιώτη (του επιπέδου της ‘Τσικουλάτα’). Τα ναπολετάνικα είναι το ντάτσουν της Ιταλίας. Ακούω ακόμη κάποια από αυτά, προφανώς για ‘εσωτερικούς τουριστικούς’ λόγους: θυμίζουν τη διαμονή μου εκεί.

Όπως όμως τα σκυλάδικα κρατάνε, αν πάμε πίσω, από το ρεμπέτικο και τη βυζαντινή μουσική, έτσι και τα ναπολετάνικα κρατάνε από μια δική τους εκθαμβωτική παράδοση. Η Νάπολη και γενικά η νότια Ιταλία έχει πολλούς αμανέδες – αυθεντικότατους - απομεινάρι της κατάκτησής τους από τους Άραβες. Το ανατολίτικο στοιχείο, μαζί με την ιταλική κλασική παράδοση και την ντόπια ιδιαιτερότητα, έχουν γεννήσει τραγούδια όπως το O sole mio, το Funiculi Funicula, το Torna a Surriento. Κλασικά τραγούδια που όλοι ξέρουμε.

Συχνά αναφερόμαστε στο ‘ελληνικό φως’. Στη Νάπολη λοιπόν, που βρίσκεται στον ίδιο παράλληλο με τη Θεσσαλονίκη, είδα φωτεινότερο φως. Λαμπερότερη διαφάνεια, περισσότερο άσπρο. Και το O sole mio είναι μια τραγουδιστική του έκφραση. [Το ‘o’ μπροστά δεν είναι επιφώνημα, αλλά η ναπολετάνικη εκδοχή του ιταλικού άρθρου ‘il’. ‘Ο Ήλιος Μου’ (είσαι εσύ) είναι ο τίτλος του τραγουδιού – όχι ‘Ω Ήλιε Μου’.] Ο τραγουδιστής παρομοιάζει τη γυναίκα που αγαπάει με τον ήλιο.

Τα ναπολετάνικα τραγούδια σφύζουν από ζωή και πόνο (αυτά τα δύο πάνε μαζί στη Μεσόγειο). Θα βρείτε έξαλλα τραγούδια πάρτι όπως το Guaglione, που σε ξεσηκώνει θέλεις δεν θέλεις, τραγούδια πάθους σαν το Dicitincello Vuje ή το Anema E Core, θα βρείτε μουσικές φράσεις τεράστιες - κρατάνε σχεδόν όσο το τραγούδι - αλλά ομαλές σαν συζήτηση (Torna a Surriento). Υπάρχουν τραγούδια ναυτικά, της παλιάς γειτονιάς, για τα πανέμορφα μέρη της περιοχής όταν ακόμα ήταν παρθένα. Τα τελευταία, μοιάζουν με μουσικούς ιμπρεσιονιστικούς πίνακες, με απογευματινές βόλτες στo Capri και την Πομπηία.

Αυτό που χαρακτηρίζει τα ναπολετάνικα τραγούδια περισσότερο, είναι πως έχουν μέσα τους πόνο αλλά όχι μιζέρια. (Ίσως αυτός είναι ο λόγος που τα ρεμπέτικα δεν έγιναν ποτέ διεθνώς διάσημα, ο άνθρωπος χρειάζεται ελπίδα, ή έστω τσαγανό απέναντι στον πόνο, δεν θέλει να είναι ο απόλυτος looser.) Τα ναπολετάνικα τραγούδια νικάνε τον θάνατο με τη χαρά που εκπέμπουν.

Η χαρά της καθημερινότητας, είναι βέβαια γενικό χαρακτηριστικό των ιταλικών τραγουδιών. Αυτό φτάνει μέχρι σήμερα - μπορείτε να φανταστείτε πιο γιορταστικά τραγούδια από τα ιταλικά; ‘Όλα τους παραείναι τραγούδια πάρτι’, όπως έλεγε μια φίλη μου που προτιμούσε τη ‘σκοτεινή’ μουσική. Τα ναπολετάνικα παντρεύουν τη γιορτή με τη σκοτεινότητα. Σίγουρα νικάει η γιορτή – αλλά ο αγώνας είναι αντιληπτός μέσα τους.

Τι σχέση έχουν τα ναπολετάνικα τραγούδια με τη διάλεκτο; Αυτό μας το δείχνει η σχέση του O sole mio με το It’s Now or Never: το τελευταίο έγινε επιτυχία το ’60 από τον Έλβις Πρίσλει. Πολλοί δεν καταλαβαίνουν καν ότι πρόκειται για το ίδιο τραγούδι. (Είναι βέβαια μέρος της αμερικανικής ροζ μόδας του λατινικού έρωτα των διακοπών. Ισπανικά και ιταλικά τραγούδια όπως Ramona, La Paloma, Quando Calienta El Sol, Amor Amor, γίνονταν εξαμβλώματα. Ένα τραγούδι για το φως, το ‘A Media Luz’, διασκευάστηκε: Πες μου Μαριάν ποιόν σκέφτεσαι όλη μέρα, από τότε που γύρισες από το Ρίο; Τον Πιέδρο, το Χοσέ, το Μανουέλ, τον Πάμπλο;).

Τα ναπολετάνικα χωρίς τη διάλεκτό τους, είναι γυμνά τραγουδάκια της σειράς. Έχουν σημαδευτεί από τη γλώσσα τους και έτσι σημάδεψαν, με τη σειρά τους, τη μουσική. Ακόμα και σε ένα τραγούδι-χιτ του καιρού μας, το Caruso (ένας τενόρος ερωτεύεται πάνω στη σκηνή τη συμπρωταγωνίστριά του), ο δημιουργός Lucio Dalla έγραψε τον στίχο ‘σ’αγαπώ’ με τον κλασικό τρόπο te voglio bene assaje, των ναπολετάνικων τραγουδιών. Αυτός ο τρόπος έκφρασης καθιερώθηκε τόσο που έγινε σλόγκαν του παλιού και τρυφερού – κάτι σαν το δικό μας μη με λησμόνει, που οποιαδήποτε σύγχρονη έκφραση δεν καταφέρνει να αποδώσει το ίδιο νόημα.



Η ίδια τη Νάπολη, όπως και η περίεργη διάλεκτός της, συνδυάζει το όμορφο του ήλιου και του διάφανου αέρα με την ασχήμια της βρώμας και των ναρκομανών πορνών στους κεντρικούς δρόμους, το τρυφερό των τραγουδιών στα μπαλκόνια με το απάνθρωπο της Καμόρα, την μπέσα με τη διαφθορά. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της ναπολετάνικης διαλέκτου είναι τα ‘ου’ (έτσι διαβάζονται σχεδόν όλα τα ‘ο’), που κάνουν το στόμα να μοιάζει γεμάτο. Κάποτε ακούγονται σαν σαλιωμένα ‘ου’ αηδίας και κάποτε σαν ‘ου’ ΄λαχτάρας. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα του τελευταίου, ο τρόπος που λέει ο Dean Martin στο τραγούδι In Napoli, τη φράση pasta fazul. Λες και μόλις άδειασε το πιάτο και ακόμα του τρέχουν τα σάλια.

Μιλάω για τη διάλεκτο, γιατί τελευταία ο Γιώργος Νταλάρας έβγαλε μια σειρά ναπολετάνικα τραγούδια. Άκουσα το Luna Rosa και το βρήκα ....κόλπο’. Ένα καθαρό ναπολετάνικο τραγούδι να τραγουδιέται με την εύκολη συνταγή λάτιν ελληνικών (στιλ Χιώτη) και κλασικής ναπολετάνικης μουσικής. Δεν κατάλαβα τι πρόσφερε ο Νταλάρας στα τραγούδια αυτά: κυρίως σαν γέφυρα προς το κοινό μπορώ να δω τη δουλειά του, σαν να θέλησε να προσφέρει στους Έλληνες μια πρώτη γνωριμία με αυτή τη μουσική. Και επειδή ο Νταλάρας δεν είναι παιδαγωγός αλλά επαγγελματίας τραγουδιστής, μπορεί να έβγαλε μια εμπορική επιτυχία και να εξασφάλισε συναυλίες, αλλά – λυπάμαι - έκανε μια καλλιτεχνική τρύπα στο νερό. Δεν μπερδεύεις τραγούδια 40 καρατίων με τραγούδια 10 καρατίων για να δείξεις... τι; έθνικ;

Και μη νομίσετε ότι η ναπολετάνικη παράδοση είναι νεκρή ή ότι υπάρχει μόνο σε encore τενόρων και συλλογές evergreen. Παράλληλα με τα σύγχρονα τραγούδια στη ναπολετάνικη διάλεκτο, υπάρχουν και τα παλιά με τις επανεκτελέσεις και τις (καθόλου τουριστικές) διασκευές. Κλασικό παράδειγμα αποτελεί ο Renzo Arbore, διασκεδαστής, ντι-τζέι, κονφερασιέ, παραγωγός τηλεοπτικών εκπομπών και ένας από τους πιο ζωντανούς ανθρώπους της ιταλικής τηλεόρασης. Κατάγεται, φυσικά, από το νότο. Αυτός έκανε το αξέχαστο σόου τηλεοπτικών συζητήσεων όπου τους καλεσμένους υποδύονταν ηθοποιοί: ο ένας υποτίθεται πως ανήκε στο κόμμα της δεξιάς, ο άλλος στην κεντροαριστερά, ο άλλος ήταν αντιπρόσωπος της εκκλησίας και συζητούσαν για κάποιο θέμα της επικαιρότητας. Το γέλιο που έβγαζαν – γιατί φυσικά μιλούσαν σαν στερεότυπα – ήταν αφάνταστο. Σημαδιακό του τρόπου δουλειάς και καταλυτικής επίδρασης του Arbore, είναι το ότι ‘ανακάλυψε’ τον συνεργάτη του Frassica, έναν θεότρελο τύπο που μόνο που τον κοιτάς γελάς, και τον έφερε στο δρόμο που του ταίριαζε: μέχρι τότε ο Frasica ήταν... πάστορας!

Ο Arbore λοιπόν, έφτιαξε την Orchestra Italiana, με την οποία διασκεύασε πολλά ναπολετάνικα τραγούδια με ευφυέστατο τρόπο. Πάντρεψε την κλασική ναπολετάνικη μουσική με τη ροκ (εξαιρετικά παραδείγματα το Aummo Aummo, το Comme Facette Mammeta), έδωσε νέο ύφος, πάρτι ή μπαλάντας, σε άλλα (Maruzzella, Il Materasso), πάντρεψε τον κλασικό νοτιο-ιταλικό αμανέ με το ροκ ν’ ρολ (Maria Mari) ενώ τραγούδησε και δικά του τραγούδια σε ναπολετάνικη διάλεκτο. Πόσο σημερινό βγαίνει το κλασικό ναπολετάνικο ύφος με δημιουργικότητα, χιούμορ και χαρούμενη διάθεση! Το Clarinetto αναφέρεται στην πεολειξία, ο άντρας που περιμένει μια ‘μπέλα κιταρίνα’ να παίξουν μαζί ένα καλό μπλουζ. Στο ‘A nuje ce piace 'e magna’ (‘μας αρέσει να τρώμε’) παρελαύνουν φαγητά σαν ύμνος στην ιταλική κουζίνα, σε ρυθμό ροκ-πάρτι. Και ναι, τραγούδησε και το Luna Roza.

Προσωπικά, όσον καιρό έμεινα στη Νάπολη δεν μου άρεσε – όπως είπα, δεν μπορούσα να συντονιστώ. Αλλά όποτε τη σκέφτομαι, μου λείπει. Έχω πάει αρκετές φορές και πάντα νιώθω αποσυντονισμένος – και μου λείπει μόλις φύγω. Αλλά σέβομαι τα δυνατά αισθήματα που μου γεννούν οι πόλεις – γιατί άραγε λένε ‘ας δω τη Νάπολη κι ας πεθάνω’;

Και πόσα τραγούδια γράφτηκαν γι’ αυτήν! In Napoli (Dean Martin), Napoli (Gigi D'Alessio & Carmelo Zappulla), Canzone di Napoli (Connie Francis), Napoli Adieu (Monika Martin), Napoli Napoli (Nino D'Angelo), Serenata di Napoli (Rene Carol), Napoli (Toto Cutugno). Πρόκειται για ελάχιστο δείγμα, θα γέμιζα σελίδες! Το υπερθετικό του πολυτραγουδισμένη, πρέπει να είναι Ναπολητραγουδισμένη. Επίσης, καμιά πόλη δεν έχει ονομάσει κάποιο είδος τραγουδιών που έγινε παγκοσμίως γνωστό. Τα μπλουζ γεννήθηκαν στη Νέα Ορλεάνη αλλά δεν έγιναν γνωστά ως ‘ορλεανικά’. Ξέρουμε την ανδαλουσιανή μουσική σαν φλαμένκο. Η Θεσσαλονίκη έπαιξε σημαντικό ρόλο στο ρεμπέτικο αλλά δεν το ονόμασε. Μόνο τα ναπολετάνικα τραγούδια είναι γνωστά σε όλο τον κόσμο με το όνομα της ιδιαίτερης πατρίδας τους.

Έχω ακούσει τόσο ναπολετάνικα τραγούδια, που τα θεωρώ μέρος της ψυχής και της κουλτούρας μου. Από καπρίτσιο της τύχης, μεγάλωσα με Los Paraguayos και ουγκαρέζικα βιολιά. Ακόμα θυμάμαι την πρώτη φορά που άκουσα ένα ελληνικό τραγούδι: το ραδιόφωνο ήταν πάνω στο ψυγείο και ήταν το Καλημέρα Ήλιε (και με συγκλόνισε). Μέχρι κάποια ηλικία, όμως, άκουγα τα ισπανικά σαν ελληνικά που δεν καταλαβαίνω. Όλα τα παιδιά των τελευταίων γενιών ακούν αμερικάνικα τραγούδια με το εμπόδιο της γλώσσας: έχουμε συνηθίσει σε μια κουλτούρα γνώριμων ήχων και ακαταλαβίστικων στίχων.

Ίσως από τους Los Paraguayos υπάρχει μια γραμμή που οδηγεί στα ναπολετάνικα τραγούδια. Έτσι κι αλλιώς, ξέρω πως ο μουσικός κόσμος μου είναι μικρός... Ακούω Lucio Dalla και τον συγκρίνω με το Σαββόπουλο. Μετά από καιρό, βγάζει ο Σαββόπουλος το ‘Ένα Τραγουδάκι για τον Lucio Dalla’ (διασκευή του Caro Amico Ti Scrivo ή αλλιώς L’ Anno Che Vera). Και σε μια συναυλία, ακούω τον Dalla ν’ αναφέρεται στο Σαββόπουλο σαν καλό του φίλο. Ακούω Dulce Pontes και μου θυμίζει την (υπέροχη) Ελευθερία Αρβανιτάκη. Μετά από μερικά χρόνια, λένε μαζί ένα τραγούδι. Ακούω Renzo Arbore σαν κατεξοχήν εκφραστή της ναπολετάνικης παράδοσης και Dulce Pontes σαν την κατεξοχήν σύγχρονη ερμηνεύτρια fado. Μετά από λίγο, συνεργάζονται. Ακόμα και στην εποχή της έθνικ μουσικής και της απεριόριστης πρόσβασης, το ύφος ενός καλλιτέχνη που μου αρέσει, με σπρώχνει φυσικά σε ομοίους του.

Νοεμβρίου 11, 2006

ΦΑΓΗΤΟ & ΗΔΟΝΗ

"Happiness is finding two olives in your martini when you're hungry."
-- Johnny Carson, *960


ΣΚΕΨΕΙΣ

*
Γιατί η πράξη της αναπαραγωγής να έχει τα σκήπτρα της ηδονής και όχι η διατήρηση στη ζωή; Μιλάω για το φαγητό.

*
Ο θεός, όταν υποχρεώνει τον άνθρωπο να αναπαραχθεί, τον καλεί με τον ερεθισμό και τον ανταμείβει με την ηδονή. Παραφράζω τον Savarin που είπε: Ο Δημιουργός, όταν υποχρεώνει τον άνθρωπο να φάει, τον καλεί με την όρεξη και τον ανταμείβει με την ικανοποίηση.

*
‘Τα ζώα χορταίνουν – ο άνθρωπος τρώει’ λέει σε άλλο σημείο ο Savarin. Κι όμως, η γάτα μου νιαούριζε, σκαρφάλωνε πάνω μου και δεν με άφηνε να φάω μακαρόνια με σάλτσα εάν δεν έβαζα λίγο στο πιατάκι της. Όταν έτρωγε την αγαπημένη της κονσέρβα κουνέλι, καθόταν μετά με τις ώρες και μύριζε το άδειο της πιάτο...

*
Μπορεί το ζώο να μην ξέρει να μαγειρεύει, αλλά σίγουρα ξέρει να τρώει. Όπως μπορεί να μην ξέρει να ανάψει φωτιά αλλά ξέρει να εκτιμά τη ζέστη. (Ιδίως οι γάτες!)

*
Η αίσθηση της ικανοποίησης υπάρχει σε όλα τα έμβια όντα. Ο άνθρωπος διαφέρει στο ότι χάρη στο μυαλό του, δημιουργεί τρόπους ικανοποίησης και έξω από τη φύση. Ακόμα κι όταν η φύση είναι αντίθετη - όπως όταν ανάβει φωτιά τον χειμώνα.

*
Αντί του Savarin που υποστηρίζει πως ‘μόνο ο σοφός άνθρωπος ξέρει να τρώει’ θα έλεγα: μόνο ο σοφός άνθρωπος ξέρει να μαγειρεύει. Γιατί ο σοφός άνθρωπος ξέρει όχι απλώς να απαντά τις ανάγκες του, αλλά να τις ικανοποιεί.

*
Η μετατροπή της ικανοποιημένης ανάγκης σε ηδονή είναι δείγμα σοφίας. Τι διαφορά μεταξύ του πρωτόγονου που έτρωγε το ζώο ωμό κι αυτού που μαγειρεύει φιλέ μινιόν με μανιτάρια σε άσπρη σάλτσα!

*
Μιλάμε για τον σοφό άνθρωπο και μάλιστα, ονομάζουμε το είδος μας διπλά σοφό: Sapiens Sapiens. Πιστεύω πως θα μας ταίριαζε περισσότερο το Sapiens Epicurus ή Voluptuosus Sapiens. Με τη σοφία μας, στην ουσία, μετατρέπουμε την ανάγκη σε ηδονή. (Όσοι κατακεραυνώνουν τον καταναλωτισμό λέγοντας ότι δημιουργεί πλαστές ανάγκες χάνουν το νόημα: ο καταναλωτισμός δημιουργεί ικανοποιήσεις και ηδονές!)

*
Όσον αφορά το φαγητό, δεν θα ξέραμε τι σημαίνει πρώτο και δεύτερο πιάτο, μπαχαρικά, επιδόρπιο, σαλάτα, γαρνιτούρα, ορεκτικό, μαρινάρισμα, κοκ. Μια χημεία παράλληλη με την ακαδημαϊκή και βιομηχανική, που μόνο σκοπό έχει την πρόκληση ηδονής. Μπορεί να μην τα ‘χρειαζόμαστε’ με τη βιολογική έννοια του όρου – αλλά είναι πλαστή η αίσθηση της ικανοποίησης;


*
Πώς ανακαλύφθηκε το ότι εάν μια χήνα φάει υπερβολικά το συκώτι της αποκτά καλύτερη γεύση; Πώς δημιουργήθηκαν χιλιάδες τρόποι ζυμώσεων με το γάλα και έχουμε τυριά, από ολόφρεσκα μέχρι μουχλιασμένα; Ποιος πρωτοσκέφτηκε να αναμίξει λίγο ζουμί από ένα έτοιμο φαγητό με μίγμα χυμού λεμονιού και αυγού - και τι πειραματισμοί υπήρξαν μέχρι να βρεθούν τα (τέσσερα-πέντε όλα κι όλα) φαγητά που ταιριάζουν με τη συγκεκριμένη σάλτσα;

*
Η συμπυκνωμένη σοφία που απολαμβάνουμε στα πιάτα μας, είναι εφάμιλλη αυτής των επιστημών και των τεχνών.

*
Πρόκειται βέβαια για κοινή, καθημερινή σοφία - η οποία μέχρι πρότινος, ήταν προφορική. Δεν υπήρχαν τσελεμεντέδες, καταγραφή τοπικών συνταγών, ανθολογίες καλύτερων γεύσεων. Ούτε και σήμερα υπάρχουν. Σκόρπιες γνώσεις από πρωινάδικα και χιλιάδες βιβλία μαγειρικής χωρίς αξιολόγηση...

*
Υπάρχουν όμως για τον καθένα οι συνταγές της μαμάς – ή οι αναμνήσεις των γεύσεων από τα φαγητά της. Απ' όσδο ξέρω, είναι ελάχιστοι αυτοί που έγραψαν την αυτοβιογραφία τους και δεν μίλησαν για γεύσεις.

*
Οι ανθρωπολόγοι ανέκαθεν μάζευαν ιστορίες, τραγούδια, σκεύη. Ποτέ συνταγές. Έτσι κι αλλιώς, τα φαγητά δεν μπαίνουν σε μουσεία, δεν αφηγούνται και δεν καταγράφονται - παρά σαν υλικά και διαδικασία.

*
Καμιά συναυλία γεύσεων δεν μπορεί να δοθεί. Μια ορχήστρα μπορεί να παίζει για χιλιάδες άτομα ή να ηχογραφηθεί. Οι γεύσεις είναι αφάνταστα σκληρές με τους δημιουργούς τους. Η τέχνη του μάγειρα είναι η πιο παροδική. Τα φαγητά φτιάχνονται σε μικρές ποσότητες, καταναλώνονται προσωπικά και όταν τελειώσουν, μένει μόνο η προσωπική τους ανάμνηση. Καθημερινή Τέχνη.

*
Σαν τέχνη, η μαγειρική βρίσκεται ίσως κοντύτερα στη μουσική. Και στις δύο, απόδειξη είναι η αίσθησή τους (η γεύση και το άκουσμα).

*
Μακάρι να υπήρχε κάποια επιστήμη της 'γευσιγραφίας'... Μακάρι να μπορούσαμε να γευσιγραφούμε, με σύμβολα ή ψηφιακή εγγραφή όλα τα υπέροχα εδέσματα. Και να τα διαβάζουμε σε παρτιτούρα ή να βάζουμε ένα "γευστικό CD" για να γευτούμε ότι θέλουμε, όταν το θέλουμε...

Αδύνατον. Γιατί όπως στην πορνογραφία η ηδονή οδηγεί – και κορυφώνεται – με την εκσπερμάτωση, στο φαγητό η ηδονή της γεύσης οδηγεί – και κορυφώνεται – με το αίσθημα πληρότητας από τις συγκεκριμένες γεύσεις. Μόνο ‘ματιές’ θα μπορούσαμε να ρίχνουμε σε (υποθετικά) φυλακισμένες γεύσεις: πόνος στους σιελογόνους αδένες, όπως ο πόνος στους λαγόνες από ανεκπλήρωτο ερεθισμό.

*
Η γεύση – ίσως μαζί με την όσφρηση – αποτελούν τις πιο μοναχικές εμπειρίες. Και εάν ένα άρωμα κλείνεται σε μπουκάλι και κυκλοφορεί σε εκατομμύρια αντίτυπα, η μυρωδιά και η γεύση από ένα καλό φαγητό παραμένει παροδική και προσωπική εμπειρία.

*
Ίσως δεν είναι τυχαίο που η χώρα με την οποία δέθηκε η έννοια ‘κουλτούρα’ στο Δυτικό κόσμο, η Γαλλία, χαρακτηρίζει και την υψηλή κουζίνα. Η δεύτερη (όχι αξιολογικά) 'υψηλή κουζίνα' προέρχεται από έναν παγκόσμιο πολιτισμό, επίσης διάσημο για τον εκλεπτυσμό του: τον κινεζικό. Η τρίτη είναι η οθωμανική.


*
Εκεί που οι Δυτικοί είχαν living room, οι Οθωμανοί είχαν οντάδες. Ενώ οι Δυτικοί άρχοντες προέβαλαν τις διδαχές του πουριτανισμού, οι Οθωμανοί είχαν χαρέμια. Ενώ στη Δύση πλένονταν μόνο οι ‘παστρικές’, οι Οθωμανοί είχαν χαμάμ. Ο οθωμανικός πολιτισμός δεν άφησε έργα διάσημα για τον εκλεπτυσμό τους. Αλλά κάτι μου λέει πως η τέχνη των Οθωμανών ήταν κατεξοχήν ηδονική: η καλοπέραση, το ραχάτι, ο αισθησιασμός, η απόλαυση. Και ένας τέτοιος λαός μάλλον πειραματίζεται βαθύτερα και με τις γεύσεις...

Νοεμβρίου 05, 2006

Βλάκες με θράσος

Κοιτάζω τις ειδήσεις τελευταία και αναρωτιέμαι. Όλοι καταφέρονται εναντίον των καθηγητών που απέβαλαν, μαζί με τους κατηγορούμενους μαθητές για βιασμό, και τη μαθήτρια που τους κατηγόρησε.

Σκέφτομαι: αποβάλεις ένα μαθητή επειδή άναψε τσιγάρο στην τάξη, επειδή έβρισε έναν καθηγητή, επειδή χτύπησε σοβαρά και μπροστά σε όλους κάποιο συμμαθητή του. Δεν τον αποβάλεις για βιασμό! Δηλαδή, αν αποδειχτεί πως είναι ένοχοι και φάνε 3 χρόνια αναμορφωτήριο και 15 χρόνια φυλακή, η αποβολή τους θα σημαίνει κάτι;

Το κυριότερο όμως είναι πως ο βιασμός είναι ποινικό αδίκημα, δεν είναι φτύσιμο, βρίσιμο, μάλωμα. Είναι σοβαρό έγκλημα, για το οποίο γίνεται ανάκριση, ακολουθεί δικογραφία και επίκειται δίκη. Οι καθηγητές, ό,τι απόφαση και να έβγαζαν, θα προκαταλάμβαναν τη δικαιοσύνη. Είτε θα απέβαλαν μόνο τους μαθητές (οπότε θα τους θεωρούσαν ένοχους – τι έγινε το τεκμήριο της αθωότητας;) ή, όπως τελικά έκαναν, τους απέβαλαν όλους, δεχόμενοι τους ισχυρισμούς των κατηγορούμενων ότι υπήρχε συναίνεση.

Τι δουλειά είχαν οι καθηγητές να κάνουν συνεδρίαση; Με ποια λογική την έστησαν; Τι πήγαν να πετύχουν; Το ότι συνεδρίασαν είναι το γελοίο (και εγκληματικό), όχι η απόφαση. Και αντίθετη απόφαση να έβγαζαν, πάλι κάποιοι θα είχαν απόλυτο δίκιο να φωνάζουν. Και κανείς δεν τους λέει (τουλάχιστον δεν άκουσα) ότι εκεί είναι το λάθος τους…

Έλλειψη κρίσης λοιπόν πρώτα, όχι ρατσισμός. Ακόμα και αν, όπως λέγεται, το έκαναν για να προστατέψουν συναδέλφους ή συμπατριώτες τους, πάλι το έκαναν με παντελή έλλειψη κρίσης. Και αυτό μπορεί να είναι χειρότερο: γιατί, για να καταλάβεις οτιδήποτε πάνω σου, συμπεριλαμβανομένου και του ρατσισμού ή της κακώς εννοούμενης συναδελφικότητας, χρειάζεται πρώτα απ’ όλα κρίση. Αυτοί απέδειξαν απλώς πως είναι βλάκες με θράσος.

Οκτωβρίου 21, 2006

Ο Αδάμ ποτέ δεν ήταν αμήχανος

Mια φορά, καιρό, καιρό πριν γεννηθούν πολλοί θεοί (γιατί αυτοί που δε γνωρίσαμε υπήρχαν από πάντα) ήμασταν ευτυχισμένοι. Δεν είχαμε φάει ακόμα από το Δένδρο της Γνώσης.

Το Δένδρο της Γνώσης είναι η πιο ψευδής διαφήμιση στην ιστορία του Σύμπαντος. Σαν κάποιος σπόρος να προσέλαβε τον πιο καπάτσο ατζέντη και αυτός, αφού έβαλε κάτω ψυχολογικά δεδομένα και αναλύσεις αγοράς για τους υποψήφιους καταναλωτές – τους κατοίκους της Εδέμ - κατέληξε σ’ αυτό το ανίερο και παραπλανητικό όνομα. “Δένδρο της Γνώσης”.

Αχ, και να έκανε ένα βαρύ χειμώνα στον παράδεισο και να ξέμενε ο Αδάμ έτσι γυμνός που ήταν στο κέντρο του... Και να σώριαζε κάτω το κομπλεξικό δένδρο, με τους καρπούς του και τα κουκούτσια του, και να τα έκανε όλα κάρβουνα - και να έκανε έρωτα με την Εύα στη ζεστασιά του... Τα πράγματα όμως δεν έγιναν έτσι. Από κάποια στιγμή και μετά «ξέρουμε». Ως εξής:

“Και ηνοίχθησαν οι οφθαλμοί αμφοτέρων, και εγνώρισαν ότι ήσαν γυμνοί· και ράψαντες φύλλα σύκης, έκαμον εις εαυτούς περιζώματα”. Σ’ αυτές τις γραμμές κρύβεται ένα αληθινό πανόραμα του ανθρώπου.

Οι Πρωτόπλαστοι αντιλήφθηκαν ότι ήταν γυμνοί. Αντιλήφθηκαν τους εαυτούς τους, απέκτησαν δηλαδή συνείδηση της ύπαρξης τους. Ιδού η στιγμή της πρώτης διαίρεσης: μεταξύ του ατόμου και του εαυτού του. Έκτοτε ο άνθρωπος είναι το ον που αντιλαμβάνεται την ύπαρξή του, που μπορεί να στοχάζεται πάνω στην ύπαρξή του, που είναι ικανός για εσωτερικό διάλογο. Αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου (είμαι διαιρετό ον) άρα υπάρχω. Ως άνθρωπος.

Η πρώτη διαίρεση αναγκαστικά οδηγεί στη δεύτερη. Είναι η στιγμή που αλληλοκοιτάχτηκαν, αντιλήφθηκαν ότι ήταν γυμνοί και σκεπάστηκαν. Όχι, βέβαια, από τους εαυτούς τους. Η δεύτερη διαίρεση είναι μεταξύ του Εγώ και του Εσύ.

Κάθε ιστορία έχει μια λογική. Ο Αδάμ αντιλαμβάνεται ότι η Εύα είναι γυμνή και έχει στύση. Συνειδητός πλέον, για πρώτη φορά ντρέπεται - για τον εαυτό του. Η Εύα αντιλαμβάνεται ότι αυτή προκάλεσε την στύση, όπως και τη δική της σωματική αντίδραση - και σκεπάζεται. Η συνείδηση του ‘εαυτού’ και του ‘άλλου’ είναι συνυφασμένες.

(Ήτανε ίσως η στιγμή που ο άνθρωπος, από γένους αρσενικού και θηλυκού έγινε γένους σεξουαλικού; Που εν αντιθέσει με τα άλλα ζώα κατέστη ικανός να ζευγαρώνει όλη τη διάρκεια του χρόνου; Η ιστορία αναφέρεται στη στιγμή της δημιουργίας του Ανθρώπου όπως τον ξέρουμε).

Το κυριότερο χαρακτηριστικό του ανθρώπου μέσα από αυτή την ιστορία, είναι η απόκτηση αυτοσυνείδησης. Από μια ευχάριστη σύμπτωση (;) στα αγγλικά η λέξη self-conscious σημαίνει και αμήχανος ή αδέξιος. (Έχετε διακρίνει ποτέ στα ζώα, που δεν διώχθηκαν από τον παράδεισο, αμηχανία ή αδεξιότητα;) Αντίθετα εμείς, στις στιγμές αμηχανίας αντιλαμβανόμαστε ακόμα και την αναπνοή μας, το πως κρέμονται τα χέρια μας στα πλευρά. Είναι η ύψιστη – και πλέον δυσάρεστη - αίσθηση αυτοσυνείδησης. Τότε ειδικά, θα θέλαμε να φτύσουμε τον αναθεματισμένο καρπό και να ξαναγυρίσουμε στην χαμένη μας μακαριότητα. Να είναι τυχαίο που, στην πιο κλασσική αντίδραση αμηχανίας - το ξεροκατάπημα – ονομάζουμε αυτό που ανεβοκατεβαίνει στο λαιμό μας... “μήλο του Αδάμ”;

Οκτωβρίου 14, 2006


ΕΚΛΟΓΕΣ & ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Πώς ψηφίζει μια πόλη χωρίς πρόσωπο;


Η Αρτάνις μού έκανε την τιμή να μου αφιερώσει το post της για τις δημοτικές εκλογές και τους ακραίους τσαμπουκάδες υποψήφιους. Εδώ, μαζί με τους υπόλοιπους Θεσσαλονικείς, κρατώ τα θλιβερά πρωτεία. Ονομάζει τους υποψηφίους 'Τα φαινόμενα του Βορρά (Κ.Π.Ψ.) (Κ.Π.Ψ.= Καρατζαφέρης, Παπαθεμελής, Ψωμιάδης).

Είναι καλό να μη γίνεται διασπορά της συζήτησης – οπότε, πηγαίνετε στο blog της για σχόλια. Εδώ, βάζω μια φωτογραφία που αναφέρεται στο σχόλιό μου και δεν μπορούσα να αναρτήσω εκεί. Είναι από την Αχειροποίητο, η σκαλισμένη επιγραφή στ’ αραβικά ‘‘Ο Σουλτάνος Μουράντ Καν πήρε τη Θεσσαλονίκη στα 833’ (1430 με το χριστιανικό ημερολόγιο).

Θα τα πούμε εκεί!

Οκτωβρίου 05, 2006

Καθημερινά αξιοθέατα

Επίσκεψη σε εκκλησίες και τον καθεδρικό. Τυπική διαδρομή σε ξένο μέρος. Καθόμουνα πάντα στις πίσω θέσεις. Από εκεί βλέπεις πανοραμικά το θόλο και το ιερό, αλλά και περνάς απαρατήρητος από τους πιστούς. Αυτοί ήρθαν εκεί για να προσευχηθούν, εσύ τραβάς φωτογραφίες. Είσαι σε ‘αξιοθέατο’.

Στις εκκλησίες όμως, ξεγυμνώνεται η ανθρώπινη αδυναμία. Ανάμεσα σε ανθρώπους μαθαίνουμε να κρύβουμε τον πόνο μας, να διατηρούμε ένα πρόσωπο αξιοπρέπειας. Στην εκκλησία ο άνθρωπος βρίσκεται πρώτα ενώπιον του θεού. Και αφήνεται. Πώς μπορείς να αγνοήσεις δίπλα σου αυτήν την πραγματικότητα;

Στις ορθόδοξες εκκλησίες οι παρακλήσεις γίνονται κυρίως μπροστά σε εικόνες. Δύσκολα θα σκεφτόμουν να αποτυπώσω (ανώνυμα, απρόσωπα, γενικά) τέτοιες στιγμές. Ίσως στο γονατιστό περπάτημα της Τήνου, που είναι μαζί προσευχή κι δρώμενο. Επίσης, οι μετάνοιες, το σκύψιμο, ο πνιγηρός διάλογος με τις εικόνες, προσδίδουν κάποιο στοιχείο εκτόνωσης κι εξωτερίκευσης. Στις καθολικές εκκλησίες κάθεσαι στα στασίδια και προσεύχεσαι – δεν σε βιάζει κανένας που περιμένει πίσω, βρίσκεσαι μόνος ενώπιον του θεού σε μια ακινησία.

Δεν μπόρεσα να αντισταθώ. Φωτογράφιζα, όσο πιο διακριτικά μπορούσα, τα σκυμμένα πρόσωπα. Λιγοστά. Όποτε κοιτάζω αυτές τις φωτογραφίες, μου πιάνεται η ψυχή. Γιατί η κοπέλα πιάνει το πρόσωπό της, το κεφάλι της, σταυρώνει τα χέρια κοιτάζοντας επιτακτικά στο ιερό;

Κι εκείνα τα τεράστια αγάλματα από πάνω, θα δείξουν συμπόνια στο μικρό σκυμμένο κεφαλάκι του έφηβου; Το κοριτσάκι (σε προηγούμενο θέμα) καθόταν τόσο στητά που μου φάνηκε μαθήτρια θρησκευτικού σχολείου. Σαν να διεκπεραίωνε υποχρέωση.




Α, τι ωραίος που είναι ο καθεδρικός! Μαρμάρινος, με χρυσές λεπτομέρειες, αλφαδιασμένα ξύλινα στασίδια! Μια γεωμετρία απάλυνσης του ανθρώπινου πόνου. Ο κόσμος τετραγωνίζεται, αποκτά τρούλο, δείχνει πιο ασφαλής από όσο είναι έξω και μέσα μας. Και καμπαναριά υψώνονται βοηθώντας τη φωνή να φτάσει πιο ψηλά.

Αγάλματα και εικόνες εκατέρωθεν – «εδώ σε ακούμε» φαίνονται να λένε. «Ησύχασε». Από παντού.

Στις πανοραμικές φωτογραφίες, τα σκυμμένα κεφάλια δεν ξεχωρίζουν – αλλά είναι εκεί. Μέρος του σκηνικού. Σκύβουν στην ανθρώπινη έκφραση της ουράνιας τάξης, ζητώντας λίγη και στη ζωή τους.

Δεν ξέρω αν είναι μαζοχιστικό χαρακτηριστικό μου ή σύμπτωση, αλλά την πρώτη μέρα που έφτασα, είδα ένα παλιό νεκροταφείο από το παράθυρο του ξενοδοχείου και ήταν το πρώτο μέρος που επισκέφτηκα. Και είναι οι άλλες φωτογραφίες, που μου πιάνουν την ψυχή.


Ένα από τα πρώτα πράγματα που είδα, φάνηκε σαν βάρκα που χρησιμοποιήθηκε για αλλού. Το ζωντανό λουλούδι μέσα της μου θύμισε μια άλλη φωτογραφία, από τη Δοϊράνη.

Ξάφνου, άκουσα μέσα μου τους γνωστούς στίχους που δεν ήταν για μια ιδέα, ούτε για τη ζωή. Ήταν για την απουσία. Η μνήμη: ένα αδειανό πουκάμισο, μια Ελένη.

Φωτογράφιζα τα λόγια της θλίψης, σκεφτόμενος πως είναι ίδια σε όλες της γλώσσες – και ας μην τις μιλάς. Το άγαλμα τώρα θυμίζει τα σκυμμένα πρόσωπα του ναού - και οι επιτύμβιοι τις λέξεις τους. Όλα μαρμαρωμένα.


Πρώην κομμουνιστικό κράτος: η ζωή σε τετράγωνα. Η ύβρις της λογικής, του οργανωμένου, του τάχα μου ασφαλούς, δεν δείχνει πουθενά τόσο κενή όσο απέναντι στη μόνη αμετακλητότητα της ζωής. Δεν προσπάθησαν καν να θίξουν το θέμα.


Η φθορά κι αυτού του θανάτου. Και πίσω, θολά, πάντα η χαρά της ζωής.


Τα φθινοπωρινά φύλλα – με σκιές πάνω τους. Ο πιο βουβός συμβολισμός.


Ως και οι γάτοι των νεκροταφείων ήταν εκεί (Κι εγώ ανάμεσα στους συγγενείς των πεθαμένων / κυκλοφορώ / ο συγγενής των γάτων / που είναι άγριοι και μόνοι / και ποτέ δεν μ’ άφησαν / να τους χαϊδέψω). Μάλιστα, ο συγκεκριμένος (τον έβλεπα από το παράθυρο) τριγυρνούσε πάντα στο ίδιο μέρος. Ήταν τάφος τέως πρωθυπουργού και αν δεν είχε πεθάνει πριν 50 τόσα χρόνια, θα ορκιζόμουν πως είναι δικός του. Γιατί μπορεί «Ο Πρόεδρος! / Ακίνητη. Στο κέντρο.» Μπορεί «Χειροκροτήματα. / Α κ ί ν η τ η.»

Αλλά δεν υπάρχει πίστη σαν της γάτας.


Σας μελαγχόλησα.

Λίγο οι φωτογραφίες, λίγο η μετασεπτεμβριανή μελαγχολία της επιστροφής στην καθημερινότητα, λίγο η φθινοπωρινή Θεσσαλονίκη – μαζεύονται πολλά.

Σε τελευταία ανάλυση... τα πραγματικά ανθρώπινα, τα βρίσκεις συνεχώς μπροστά σου όταν επισκέπτεσαι το βασίλειό τους. Πείτε μου εκκλησία και νεκροταφείο που να μη γεννούν σκέψεις που ξεπερνάνε και διακοπές και το καινούριο παρά σε πάνε πίσω στο βασικό και αιώνιο.

Λοιπόν, έτσι ήταν η παραμονή μου έξω; Γεμάτη βαριά ερωτήματα; Θα σας βγάλω ψεύτες... Και γέλασα, και ήπια, και μέθυσα και έφαγα – και γνώρισα καλό κόσμο. Και όσον αφορά τα βαριά και οριζόντια, το όρθιο αλφάδι – να πάρει – νικάει το ξαπλωτό, ακόμα (ή ιδίως) ξαπλωμένο.

Μια ακόμα για το δρόμο...


Οκτωβρίου 01, 2006


Η γραφομηχανή, η σόμπα, τα κινητά και... η μπρίζα

Όταν το ’90 έφευγα για να μείνω μόνιμα στο εξωτερικό, πήρα μαζί μου μια ελληνική γραφομηχανή. Θα χρειαζόταν στην αλληλογραφία μου με επιχειρήσεις και οργανισμούς της Ελλάδας. Σκεφτόμουν μάλιστα με περηφάνια όταν την τακτοποιούσα (δίπλα σε μια φινλανδική γραφομηχανή) ότι είμαι πολύ καλά εξοπλισμένος.

Δεν τη χρησιμοποίησα ούτε μια φορά. Το ’91 γνώρισα τους υπολογιστές - μάλιστα, στον πρώτο που έγραψα έσπασα το space, καθώς το βαρούσα... αναλογικά. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, είναι ασύλληπτο για αλλαγή γλώσσας σε ένα κείμενο να αλλάζεις μηχανή. Απλώς πατάς Alt-Shift.

Είχα και μια παλιά γραφομηχανή, αγγλική και μαύρη σαν αυτή της φωτογραφίας. Δυστυχώς, μια οικογενειακή ατυχία, μας έκανε να τη χάσουμε. Είχε ένα πράσινο πρόσθετο κουμπί πάνω της, σαν ουλή, που την έκανε να μοιάζει ακόμα πιο παλιά – και… ‘δικιά μας’.

Πολλές φορές αναρωτιέμαι αν θα έπρεπε να την αναζητήσω.

Από τα ‘παλιά’ πράγματα της οικογένειας, έχω ακόμα μια μονοκόμματη μαντεμένια σόμπα με λεπτή διακόσμηση και ασήκωτη (πρέπει να ζυγίζει τουλάχιστον 250 κιλά), ένα ρολόι τοίχου που δεν δουλεύει πια, μια και δεν βρίσκεται μάστορας να το επιδιορθώσει και μια σκαλιστή οβίδα από τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αναφέρεται η μάχη, η ημερομηνία, η τοποθεσία και το όνομα αυτού που τη σκάλισε. Πάνω της ο δικέφαλος αετός, η κορώνα, τα συναφή. (Αλήθεια, υπάρχει άλλο κράτος να σκαλίζει οβίδες και να τις μετατρέπει σε βάζα;)

Έχω όμως μερικές αγάπες για παλιά πράγματα, σαν φετίχ. Πάντα ήθελα ένα παλιό ραδιόφωνο – από εκείνα τα τεράστια, σωστά κουτιά επικοινωνίας: πάνω τους δεν είχαν απλώς μεγακύκλους και νούμερα, αλλά ονόματα πόλεων. OSLO – WARSAW, MOSCOW, PARIS, ROME. Μηχανήματα που σε καλούσαν να έρθεις σε επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο. Έχω φτάσει στο ‘παραπέντε’ να αποκτήσω ένα: πριν χρόνια, βρήκα ένα όπως ακριβώς το ήθελα. Μου είπαν πως ήταν ‘κλεισμένο’ και εάν δεν περνούσε ο πελάτης την επομένη, θα το έπαιρνα. Δυστυχώς, ο πελάτης πέρασε.

Μια άλλη μου αγάπη τελευταία, είναι τα κινητά μου. Τα παρακολουθώ από παλιά (μάλιστα, ήμουν μάλλον ο πρώτος που έκανε πειράματα η NOKIA για την φωνητική αναγνώριση στα ελληνικά). Τα πρώτα κινητά τα είδα στο δρόμο όπου βλέπαμε τα πυροτεχνήματα, την πρωτοχρονιά του ’90: ήταν ένα κανονικό αναλογικό σταθερό που το κρατούσε μια γιαγιά με δυο χέρια ενώ ένας παππούς δίπλα της, ευχόταν όλο καμάρι από το ακουστικό χρόνια πολλά – μάλλον στα παιδιά τους. Σε ένα χρόνο τα κινητά έγιναν μικρότερα (στο μέγεθος μεγάλου μπουκαλιού Coca Cola) γεμάτα γωνίες και κεραίες 20 εκατοστά. Σε δύο χρόνια, χανόντουσαν στην παλάμη. Το πρώτο πραγματικά καταναλωτικό κινητό της ΝΟΚΙΑ (τώρα φαίνεται σαν παντόφλα) θα το αγοράσω – πρώτα για μένα που ‘μου μιλάει’ και ίσως γι’ αυτό, πιστεύω πως σε 5-10 χρόνια θα και για τους άλλους πραγματικά συλλεκτικό κομμάτι.

Με τους υπολογιστές ποτέ δεν είχα τέτοια προσωπική σχέση: τους αγαπάω όσο με εξυπηρετούν αλλά τους ξεχνάω εντελώς μόλις αποκτήσω το νέο. Ο ATARI ενός φίλου μου, που παίζαμε σκάκι στην τηλεόραση και έκανε μια ώρα να φορτώσει το πρόγραμμα από κασέτα, δεν με είχε εντυπωσιάσει καθόλου. Αν έπαιζε brake-out, θα το ζήλευα. Είμαι βλέπετε της ενδιάμεσης γενιάς που μεγάλωσε με ‘ηλεκτρονικά παιχνίδια’ (έτσι τα λέγαμε). Pac-man, τουβλάκια, μέλισσες, που τα παίζαμε σε ειδικά μαγαζιά (‘ηλεκτρονικών’). Ήμουν άσσος στα τουβλάκια – σε σημείο να μου βγάζουν την μπρίζα επειδή έπαιζα πολλή ώρα. (Φασιστική πράξη: αχ και να ήξερα τα δικαιώματά μου! – όταν έριχνα τα δεκάρικα ήταν καλά!)

Άντε, μου βγήκε και ο οργισμένος δεκαπεντάχρονος.

Με τον Pac-man ποτέ δεν τα πήγαινα πολύ καλά. Το βαριόμουν, κι ευτυχώς: ήταν τόσο δημοφιλής, που έπρεπε να περιμένεις ώρες μέχρι να έρθει η σειρά σου.

(Τον αλήτη τον μαγαζάτορα που μου έβγαζε την μπρίζα!!!)

Γύρω στα 88-89, βγήκαν και τα τετρίς σε φορητά παιχνίδια. Θυμάμαι τη μητέρα μου να μου λέει κατά τις δώδεκα «άντε, σταμάτα να παίζεις». Κι εγώ, «εντάξει». Μετά από είκοσι λεπτά (νόμιζα), την ακούω να σηκώνεται: έπαιζα όλη νύχτα!

Χμ… τι ήθελα να πω; Α, ναι: για τη χαμένη γραφομηχανή. Για τη σόμπα, το παλιό ραδιόφωνο, τα κινητά…

Και τον αλήτη τον μαγαζάτορα που μου έβγαζε την μπρίζα!!!


Οι φωτογραφίες είναι από εδώ κι από εκεί

Σεπτεμβρίου 22, 2006


Π...ν

Φίλοι, καλησπέρα (γράφω απόγευμα). Μόλις γύρισα από ένα μακρύ ταξίδι στο εξωτερικό – μπορούσα να έχω σύνδεση με ίντερνετ, αλλά είπα και να κάνω μια βδομάδα αποτοξίνωση και να μη χάσω ούτε στιγμή φωτογράφησης. Παρόλο που πήγα για δουλειά, γύρισα με 1.200 φωτογραφίες και μια αίσθηση ότι δεν είδα σχεδόν τίποτα. Ο λόγος, ότι το Π...ν της Πολωνίας έχει τόσα μέρη. Ακόμα σημαντικότερο: δεν αποτελεί τουριστικό προορισμό. Θυμάμαι στο Ίνσμπρουκ, έναν από τους πιο διάσημους προορισμούς, μετά από τέσσερις ημέρες έφυγα με αίσθηση ικανοποίησης αλλά και ‘μπουχτίσματος’ (ήταν υπερβολικά ατσαλάκωτο). Από το Π...ν έφυγα με μια ισχυρή αίσθηση ανικανοποίητου και την ανάμνηση μιας εξαιρετικά ζωντανής και ‘αληθινής’ πόλης.

Βοήθησε, βέβαια, και ο καιρός: ουσιαστικά είχαμε καύσωνα!

Η πάνω φωτογραφία, από τον καθεδρικό.

Η κάτω φωτογραφία, από το γραφείο μου. Έχω φέρει πίσω περίπου μισό κυβικό μανιτάρια του δάσους (πουλιούνται στη λαϊκή) και τα αποξηραίνω. Ovi που τα ξέρεις: βρήκα kantarelli, tatti όλων των ειδών, ukonsieni και kangashapero. Στην κουζίνα μου ήδη η πρώτη μανιταρόσουπα ευωδιάζει. Από τις άλλες (εξαιρετικές) γεύσεις ξεχωρίζω το μπίγκος (ξινό λάχανο με κρέας), το ζούρεκ (ζημωμένη σούπα σίκαλης) και το τοπικό γκούλας. Έχει επίσης σημασία πως οι ντόπιοι τρώνε τις σούπες σαν φαστ φουντ, οπότε τα μικρά μαγαζάκια είναι και το καλύτερο μέρος (θα τρώγατε ποτέ γύρο στο Χίλτον;).



Αλκοολούχο κερασάκι ήταν η βότκα Βιμπόροβα (WYBOROVA). Αν τη βρείτε, μην της χαριστείτε: σας χαρίζει αυτή το επόμενο πρωί, χωρίς ίχνος πονοκέφαλου!


Σεπτεμβρίου 03, 2006

Blank

Blank document: η τελευταία φράση που είδα πριν ανοίξει το έγγραφο (ανάμεσα σε άλλες επιλογές, στο δεξί μέρος της οθόνης). Ανοίγω το λεξικό.

Blank: λευκός, άγραφος, κενός άκαρπος / χωρίς ενδιαφέρον γυμνός / χωρίς χαρακτηριστικά, μονότονος.

Αυτό είναι το ψηφιακό (ή συμβατικό) χαρτί πριν γράψουμε κάτι. Τώρα, αν το έλεγα αυτό στο δρόμο ή σε μια άσχετη παρέα, δεν θα έβγαζαν νόημα – κάποιος μπορεί να βλέπει ένα λευκό χαρτί σαν μέρος για να κάνει τους λογαριασμούς του super market. Αλλά μιλάω σε μπλόγκερς – πάει να πει, σε άτομα που έχουν νιώσει τη μαγεία (ή την πρόκληση, ή το φόβο, ή το κενό σκέψης, ή την αδημονία) μπροστά... σε ένα κομμάτι λευκό χαρτί. Τέτοιο είναι κάθε post πριν το γράψετε.

Ο φόβος; Να μείνει το χαρτί με τα χαρακτηριστικά του blank, παρότι γέμισε γράμματα: γυμνό, χωρίς χαρακτηριστικά, μονότονο.

Διαβάζω παρακάτω: blank σημαίνει και ‘καθαρός’, ‘απροκάλυπτος’. (Πράγματι, το κενό δεν ξέρει από επιτήδευση και αυτοπροστασία.)

Κάποιοι από αυτούς που είναι έτοιμοι να δεχτούν την πρόκληση ενός λευκού χαρτιού, νιώθουν ακριβώς έτσι. Όταν η περιπέτεια της γραφής δεν καλύπτεται από ματαιοδοξία δηλώνει διάθεση για επικοινωνία. Ας μη γελιόμαστε: φτιαχτή, δήθεν, απατηλή, κουμπωμένη κι εγωιστική επικοινωνία δεν νοείται. Αν ξεκινούν από blank επίπεδο επιτήδευσης και αυτοπροστασίας, τέτοια θα είναι τα γραπτά τους όταν γεμίσει η σελίδα: καθαρά και απροκάλυπτα.

Κι ακόμα καλύτερα αν η θεά Μούσα, που δεν λογαριάζει από αναλογικά, συμβατικά και ψηφιακά μέσα παρά μονάχα από λέξεις, ευλογήσει τέτοιους ανθρώπους. Και είναι χαρά να διαβάζεις κείμενά τους.

Αλλά κάθε λεξικό που σέβεται τον εαυτό του, συνεχίζει με τις παράγωγες φράσεις.

Blank cheque: λευκή επιταγή (μεταφ.) εξουσιοδότησης εν λευκώ. Τέτοια είναι, ανά πάσα στιγμή, η εξουσιοδότησή μας απέναντι (κυριολεκτικά) σε ένα λευκό φύλλο χαρτί. Και (πιο κυριολεκτικά) απέναντι στον εαυτό μας, Γιατί τον εαυτό μας έχουμε μπροστά σ’ ένα λευκό φύλλο χαρτί. Σίγουρα υπάρχει ο ‘ιδεατός αναγνώστης’ (η ιδέα που έχουμε γι’ αυτόν που θα διαβάσει το κείμενό μας και που μπορεί να είναι το τάδε νικ ή ο τάδε άνθρωπος). Ο ιδεατός αναγνώστης κατευθύνει ως ένα σημείο την πένα μας ή τα δάχτυλά μας – αλλά τον κύριο τόνο και τη θεματολογία, τα δίνουμε εμείς.

Πάλι παράγωγες φράσεις, πάλι ο φόβος: να βγάλουμε, μετά από κάποια ώρα προσπάθειας, ένα blank cartridge: άσφαιρο φυσίγγιο. Να καταλήξουμε (ιδιωματισμός) να ‘κάνουμε μια τρύπα στο νερό’.

Εάν πετύχει η προσπάθεια, κυρίως απέναντι στον εαυτό μας, θα έχουμε πει κάτι που πριν (για μας) ήταν ανείπωτο. Κάτι που θα έχει καλύψει ένα κενό. Που έχει σβήσει μια ανάγκη.
Υπάρχει και αυτή η λεξικογραφική εκδοχή. Blank, σαν ρήμα, σημαίνει: καλύπτω απαλύνω, σβήνω.

Και προχωράμε.

Αφιερωμένο στο Ν. Δήμου – διάβαζα χθες το κείμενό του ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΘΕΜΑ (από το βιβλίο του ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ). Άνοιξα το WORD χωρίς να ξέρω τι θέλω να γράψω – και οι επιλογές στο πλάι αποτέλεσαν κυριολεκτικά, το έναυσμα για ένα ‘ελεύθερο θέμα’.

ΥΓ. Σύμπτωση: τη μέρα που το ανεβάζω, ο Νίκος Δήμου άνοιξε το νέο μπλογκ (μέσω κινητού). Το mobiledoncat.com

Αυγούστου 07, 2006

S.O.S.
(Ο Δήμαρχος Θεσσαλονίκης λατρεύει να χτίζει Αύγουστο!)
[reloaded με photo]

Ούτε καν δεκαπενταύγουστο δεν ήρθε και είδα έκπληκτος ότι τώρα διάλεξε ο Παπαγεωργόπουλος να περιφράξει την νέα παραλία. Υπενθυμίζω: Αύγουστο προέκυψε η εκκλησία Κυρίλλου-Μεθοδίου στην παραλία της Θεσσαλονίκης, Αύγουστο προέκυψε το αναψυκτήριο στην ίδια παραλία, Αύγουστο το αναψυκτήριο μετατράπηκε σε υπερπολυτελές μπαρ-ρεστοράν (ονόματι INTERNI), Αύγουστο μπήκαν οι λαμαρίνες στο κέντρο της πόλης όπου θα ανεγερθεί το νέο Δημαρχείο (όπως φάνηκε, απλώς για να κόψουν τα τρία τεράστια πεύκα που βρίσκονταν εκεί – οι αληθινές εργασίες άρχισαν μήνες μετά).

Τον Αύγουστο δεν υπάρχουν ειδήσεις, αλλά υπάρχει οργασμός παράνομων κατασκευών στο κέντρο της πόλης από τις αρχές της πόλης. Πάει να πει, τον Αύγουστο υπάρχουν ειδήσεις και μάλιστα μεγάλες, απλώς δεν υπάρχουν αναγνώστες και δημοσιογράφοι. Ενώ οι τελευταίοι κάνουν τις διακοπές τους, οι υπάλληλοι κατασκευών δουλεύουν υπερωρίες.

Περίφραξη στην παραλία με λαμαρίνες στιλ Συνόδου Κορυφής 2002! Τι πάει να κάνει; Τι θα δούμε σε 15-20 μέρες να γίνεται εκεί;

Αύριο θα έχω και φωτογραφίες.

Η Πατουλίδου, ο Μπουτάρης, οι άλλοι υποψήφιοι τι λένε; Δεν τα είδανε; Είναι μικρό πράγμα η περίφραξη της παραλίας για την πόλη – και μάλιστα, προπαραμονές εκλογών; Εδώ πρέπει να υπάρξει συνέχεια...

____________________________

Σήμερα πήγα λοιπόν και το είδα από κοντά. Το περιφραγμένο μέρος είναι πάνω από 500 μέτρα παραλίας και χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο είναι ακόμα προσπελάσιμο από τη μεριά της παραλίας (το περίφραξαν μόνο από τη μεριά του δρόμου) και ξεκινάει από το σταθμό ρύπανσης και υδάτων, φτάνοντας περίπου μέχρι το παλιό 5ο Γυμνάσιο. Πιστεύω πως μέχρι αύριο-μεθαύριο (9-10 Αυγούστου) θα είναι κι αυτό απροσπέλαστο: ήδη είχαν ξεκινήσει να κλείνουν τη μόνη ελεύθερη δίοδο.

Το δεύτερο μέρος είναι πλέον εντελώς περιφραγμένο και «απαγορεύεται η είσοδος» μου είπε κάποιος ημίγυμνος εργάτης που εκτελούσε χρέη ‘φρουρού’ στην ‘πόρτα’ που έκαναν πάνω στην παραλιακή. Φτάνει μέχρι το τρίγωνο όπου χωρίζεται η παραλιακή με την Α. Παπανδρέου και αρχίζουν οι καφετέριες.

Ρώτησα και το έργο είναι τελικά τα θεματικά πάρκα. Κατά την προσφιλή του μέθοδο, ο Παπαγεωργόπουλος ξεκινάει κι αυτά από την περίφραξη και μήνα Αύγουστο.

Ένα εξαίρετο άρθρο πάνω στο θέμα, έγραψε ο Ημίαιμος (θα το βρείτε εδώ). Επίσης, άλλα post / άρθρα για τις παράνομες παρεμβάσεις στην παραλία θα βρείτε στο κυρίως blog του, (ιδίως) το post Η ανάπτυξη δια θαλάσσης 3 και τα σχόλια, ανάμεσά τους και δύο δικά μου όπου αναφέρομαι πιο εκτενώς στο ιστορικό των αυγουστιάτικων παρεμβάσεων στην παραλία (ανέγερση εκκλησιών, μπαρ, κτλ.).


Και τώρα οι φωτογραφίες.

Εδώ ξεκινάει η περίφραξη (αριστερά είναι η παραλιακή, λεωφόρος Μ. Αλεξάνδρου) που κόβει την πρόσβαση στη θάλασσα.


Το μέρος που είναι ακόμα προσβάσιμο. Το νεοκλασικό κτήριο στο βάθος είναι το παλιό 5ο Γυμνάσιο. Στην κάτω φωτογραφία, οι παραλιακές πολυκατοικίες που βρίσκονται λίγο ανατολικότερα.



Το μέρος που έκλεισε ολοκληρωτικά: οι λαμαρίνες μπαίνουν περίπου μισό μέτρο πάνω από τη θάλασσα, οπότε...


...αναγκαστική έξοδος. Και ο ανάδοχος...


Έχοντας αφήσει πίσω περίπου 300 μέτρα ψηλού φράχτη, βαδίζω προς το ανατολικό τέλος (άλλα τόσα). Στο βάθος, το σημείο όπου διαχωρίζεται η παραλιακή με την Α. Παπανδρέου.


Και το ανατολικό τέλος μπροστά από το πάρκο του Μεγάρου Μουσικής. Ο δρόμος κομμένος ολοκληρωτικά - ποιος είπε ότι μια παραλιακή πόλη πρέπει να έχει πρόσβαση στην παραλία της;



Είχα ακούσει ότι το έργο θα ξεκινούσε Μάρτιο («μέχρι τότε θα έχει ξεμπερδέψει με τις προσφυγές» άκουσα να λέει στέλεχός του Δημάρχου). Τελικά είτε η νομική διαπραγμάτευση με τους φορείς της πόλης (βλ. ‘έτσι θέλω’), πήρε περισσότερο, ή το timing για το ξεκίνημα ήταν καλύτερο αυγουστιάτικα και προπαραμονές δημοτικών εκλογών!

Ο Παπαγεωργόπουλος θέλει να ηγηθεί μητροπολιτικού Δήμου και δηλώνει έτοιμος γι’ αυτό, δίνοντας σαν δικαιολογία την (πολύ πιασάρικη) διάθεση αποκέντρωσης από την Αθήνα. Για την παντελή έλλειψη ελέγχου στην τοπική αυτοδιοίκηση (που τη φέρνει πρώτη σε διαφθορά σε μια χώρα που είναι πρώτη σε διαφθορά) ...ούτε λέξη. Λες και μια προσπάθεια δημιουργίας νέου θεσμού δεν θα έπρεπε να ξεκινήσει από τη δυνατότητα ελέγχου του...

Accountability. Λέξη-κλειδί και αυτονόητη για κάθε θεσμό, που στα ελληνικά όχι απλώς δεν υπάρχει σαν έννοια, αλλά ούτε σαν λέξη. ‘Ελεγξιμότητα’ – τρέχα γύρευε τι καταλαβαίνει ο καθένας ότι σημαίνει.

Ιουλίου 29, 2006

Μπου χου (και κάτι πιο σοβαρό)

Μπου χου χου χου χου! Κλαψ λυγμ σνιφ... Γκρρρρρρρρρρρρρρ! ΓΜΤ! $%&#@*&$%@!!!!!

Μαμαααααααααααααααά!!! Μπου χου χου χου χου!!!

Ουααααααααααά!!!!

Σνιφ....

_______________________

Αλλά υπάρχουν και πιο σοβαρά από το τέλος των διακοπών ενός ανθρώπου.

Να πω για την αγαπημένη μου παραλία. Τη γνώρισα με τα πόδια, πάει να πει, κάποια στιγμή στα 18 μου περπάτησα τη Χαλκιδική γύρω-γύρω. Έπεφτε βράδυ, στρώναμε κάτω τα sleeping-bag και κοιμόμασταν. Ξυπνούσαμε, τρώγαμε το καρπούζι που είχαμε βάλει στο κύμα για να είναι δροσερό και ξεκινούσαμε πάλι. Στα χωριουδάκια (συναντούσαμε τουλάχιστον ένα κάθε μέρα) τρώγαμε κάπως καλύτερα και συνεχίζαμε...

Κάποια στιγμή, είδα ένα τοπίο που θύμιζε Πολυνησία. Ένα μικροσκοπικό νησάκι (διάμετρος μικρότερη από 100 μέτρα) σκεπασμένο όλο με πεύκα και ήταν δεν ήταν 100 μέτρα από την ακτή. Οι παραλίες αυτό που θα λέγαμε 'ιδιωτικές', για τέσσερα-πέντε άτομα, με έναν φανταστικό γαλαζοπράσινο όρμο κοντά, πεύκα σχεδόν μέχρι την ακτή (και η ίδια η ακτογραμμή σκεπασμένη με αλμυρίνια – ή αλμυρίκια) που σε ανάγκαζαν να προχωράς στο νερό για να πας δίπλα.

Κάθε χρόνο μου σφίγγεται η καρδιά για το τι θα αντικρίσω... Κάθε χρόνο κάτι αλλάζει. Πριν πέντε χρόνια ένα σπιτάκι με τσιμεντόλιθους και ελενίτ στην σκεπή έκανε την εμφάνισή του τρία (!!!!) μέτρα από την ακτή. Φέτος υπάρχει συρματόπλεγμα γύρω του, που φτάνει μισό μέτρο από την ακτή! Και δύο ακόμα κτίσματα, σαν την καλύβα του Καραγκιόζη, καθώς και ελιές φυτεμένες γεωμετρικά μέσα στο περιφραγμένο «οικόπεδο».

Κάποια στιγμή, με την άναρχη νομιμοποίηση θα δηλωθεί σαν παλιά καλύβα ψαρά και θα αποκτήσει άδεια.

Ήμουν (και είμαι) στο παρά πέντε να κάνω καταγγελία. Προχωρώντας λίγα μέτρα, άλλη μια καλύβα – πιο πρόχειρη από την πρώτη, με ένα κομμένο τεράστιο πεύκο δίπλα και ένας... κήπος. Φωνάζω «είναι κανείς εδώ;» να του τα ψάλλω του μαλάκα, αλλά βλέπω μόνο ένα λυκόσκυλο στην πόρτα της καλύβας και κάποιο γαύγισμα από μακριά.

Προχωράμε στην παραλία και κάνουμε το μπάνιο μας. Η παραλία αυτή είναι αγαπημένη από όσους την ανακάλυψαν – κάποιος, σαν εμένα, έρχεται εκεί εδώ και είκοσι χρόνια. Φέτος βρεθήκαμε (τα προηγούμενα χρόνια μάλλον είχαμε διαλέξει διαφορετικές ήμερες) κι αρχίσαμε να μιλάμε.

Δεν μου έλεγε πολλά. Ίσως και να έκρυβε κάτι ή να ήταν και μέρος του προβλήματος. Αλλά κρατάω δύο πράγματα: Πρώτον, ότι είναι καλύτερα να χτίζονται καλύβες παρά τίποτα αυθαίρετες βίλες με μπετόν. Διαφωνώ από τη μια, συμφωνώ από την άλλη. Σκέφτομαι με τρόμο την ημέρα που θα δω μπετόν στην ακτή και στο δάσος – αλλά και οι καλύβες θα μείνουν έτσι;

Δεύτερον, κι εκεί που ήμουν σίγουρος ότι θα κάνω καταγγελία, μου λέει ότι η δεύτερη καλύβα ανήκει σε κάποιον που τα έχασε όλα στα χαρτιά, δηλαδή ουσιαστικά άστεγο. Μένει εκεί και το χειμώνα - γι’ αυτό και το κομμένο πεύκο για καυσόξυλα.

Κάνεις λοιπόν καταγγελία σε τέτοιο άνθρωπο;

Έλα όμως που καθώς φεύγαμε, το σκυλί που ήταν κρυμμένο άρχισε να γαυγίζει και να πλησιάζει άγριο και επικίνδυνα τη φίλη μου. Ο τύπος έκανε εκεί το σπίτι του, αλλά έκανε και την παραλία απροσπέλαστη αμολώντας τα σκυλιά του!

Πού φτάνει η ασυδοσία των πολιτών; Πόσο μακριά μπορεί να φτάσει η έλλειψη κράτους πρόνοιας για τους άστεγους; Πήγαμε πίσω στην εποχή των κλεφτών κι αρματολών που δεν ξέρεις τι θα συναντήσεις στην ύπαιθρο;

Καταγγελία ή όχι; Για να χαίρομαι εγώ την παραλία μου να καταγγείλω άστεγο; Από την άλλη, να δεχτώ την ασυδοσία του καθενός;

Δεν έχω απάντηση.