Σεπτεμβρίου 23, 2009

Debate et al.

Στις συζητήσεις μετά το χτεσινό debate, εκπλάγηκα όταν άκουσα αρκετούς να λένε πως στα σημεία νίκησε ο Καραμανλής - χωρίς όμως τη διαφορά που χρειαζόταν για ν’ αναστρέψει το κλίμα. Για μένα ο Γιωργάκης νίκησε κατά κράτος. Από τη μια, όμως, αυτοί που έλεγαν πως νίκησε ο Καραμανλής είναι άνθρωποι που ακούω τη γνώμη τους - κι από την άλλη, όποιον κι αν θεωρεί κάποιος για νικητή του debate, συμφωνώ πως ήταν νικητής στα σημεία. Απέδωσα λοιπόν την αρχική εντύπωσή μου στ’ ότι είχα ένα συγκεκριμένο σενάριο στο μυαλό μου, δεν έβλεπα debate αλλά τη βραδιά που θα κρίνει τις εκλογές. Περίμενα έναν Καραμανλή να κάνει άγρια επίθεση (και με χτυπήματα κάτω από τη ζώνη) κι έναν Γιωργάκη που παίζει με την φωτιά και την πιθανότητα να κάνει κάποιο σοβαρό λάθος. Όσο περνούσε η ώρα και τίποτα από τα δύο δεν συνέβαινε, η ήττα του Καραμανλή εδραιωνόταν - και γι αυτό το debate άρχισε να μου φαίνεται σαν απόλυτος θρίαμβος του Γιώργου.

Κατά δεύτερο λόγο, άκουσα ότι κανένας πολιτικός στο χθεσινό debate δεν έδωσε όραμα στον κόσμο. Εδώ διαφωνώ καθέτως. Όραμα δεν αποτελεί μόνο το να μπούμε στην ΟΝΕ, να πιάσουμε το μέσο κοινοτικό όρο ή να κάνουμε πετυχημένους Ολυμπιακούς. Βρισκόμαστε σε τόσο χαμηλό σημείο σαν χώρα και σαν πολίτες απέναντι στο κράτος μας, που η φράση-στόχος του Γιωργάκη ‘να κάνουμε τον πολίτη να εμπιστεύεται το κράτος’, θα έπρεπε να είναι το απόλυτο όραμα για τον τόπο κι όλους μας. Δεν το θεωρούμε πιθανό, τα θεωρούμε απλώς παχιά λόγια - αλλά εδώ δεν φταίει ο πολιτικός που δεν δίνει όραμα. Διότι δίνει. Το πρόβλημα είναι πως εμείς δεν τον πιστεύουμε (στο κάτω-κάτω, τα ίδια είπε και πριν 5,5 χρόνια κι ο Καραμανλής - κι είδαμε τι έκανε). Δεν θέλω να πω ότι κακώς δεν πιστεύουμε τον πολιτικό - αλλά η φράση ‘κανένας δεν πρόσφερε όραμα’ κρύβει την ουσία. Κι αυτή είναι πως είμαστε κυνικοί με τους πολιτικούς μας και τις δυνατότητές μας να σηκωθούμε σαν λαός, εμείς δεν πιστεύουμε σ’ ένα καλύτερο αύριο για τον εαυτό μας και την κοινωνία μας - ενώ ο πολιτικός, τουλάχιστον φραστικά, το εκφέρει. Κι αυτή η στάση (ξε-παραμύθιασμα για μερικούς) που περιέχει όμως και μια γερή δόση κυνικότητας, είναι, όπως και να το κάνουμε πρόβλημα. Ιδίως εάν σκεφτούμε πως έχουμε τους ηγέτες που μας αξίζουν. Δεν πιστεύουμε στη δυνατότητα αλλαγής μας, δεν πιστεύουμε ότι μπορούμε να σηκωθούμε, νιώθουμε εγκλωβισμένοι χωρίς ελπίδα στη σημερινή κατάσταση. Είμαστε φοβερά απαισιόδοξοι για το κράτος μας - ενώ σε ευρωπαϊκές δημοσκοπήσεις δηλώνουμε οι πιο περήφανοι για την ταυτότητά μας (θλιβερή αντιδιαστολή: είμαστε περήφανοι για ό,τι έκαναν άλλοι χθες κι απαισιόδοξοι για ό,τι κάνουμε εμείς σήμερα και πιστεύουμε ότι μπορούμε να κάνουμε αύριο).

Και τελειώνω μ’ ακόμα μια αντιδιαστολή. Οι μικροί γόνοι των δύο μεγάλων ηγετών, ο Κώστας κι ο Γιώργος, μετά από μια περίοδο σχετικής χάριτος (για διαφορετικούς λόγους ο καθένας) βρέθηκαν να παλεύουν για το πολιτικό τομάρι τους. Ο Γιώργος Παπανδρέου μετά τη δεύτερη ήττα του, ο Κώστας Καραμανλής σήμερα. Και οι δυο λοιδορήθηκαν, αμφισβητήθηκαν και βρέθηκαν πιο χαμηλά απ’ ότι θα μπορούσαν ποτέ να φανταστούν. Ο Παπανδρέου όμως το έζησε αυτό σαν αντιπολίτευση, έχοντας απέναντί του την αντιπαθητική προκλητικότητα κι αδηφαγία του Ευ. Βενιζέλου. Και μπόρεσε να λάβει τη (δεύτερη) ευκαιρία να κόψει πολλές αλυσίδες κι εξαρτήσεις, να σταματήσει πολλούς εσωκομματικούς συμβιβασμούς, να γίνει πιο πολύ ο εαυτός του. Ο Καραμανλής αποφάσισε μια παρόμοια μεταμόρφωση με το τωρινό εκλογικό του σάλτο-μορτάλε, αλλά είναι στην κυβέρνηση (άρα έχασε σε κύρος αλλά συνεπήρε κι άλλους μαζί του μακριά από την εξουσία) ενώ φυσικά, η δική του περίοδος χάριτος κράτησε υπερβολικά πολύ κι αποφάσισε να δράσει πολύ, μα πάρα πολύ αργά. Όση τόλμη δεν έδειξε σε 5,5 χρόνια τη συμπύκνωσε στην (αυτοκαταστροφική) προκήρυξη των εκλογών. Για μένα αυτό το ‘βάπτισμα’ δια πυρός και σιδήρου των δύο γόνων, που τους κατέβασε από το βάθρο του ονόματός τους και δεν τους άφησε άλλη επιλογή από το να γίνουν περισσότερο οι ‘εαυτοί τους’, είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα παράμετρος. Τους βλέπω σχεδόν σαν να ζουν παράλληλους βίους, σαν επίγονους που έπρεπε να πληρώσουν την ευκολία της εξουσίας, που έπρεπε να περάσουν μια κοινή κατάρα - αλλά με διαφορετική εξέλιξη.

Κι από αυτήν την άποψη, δεν θα μάθουμε ποτέ πως θα ήταν ένας αληθινός Κώστας Καραμανλής - θα μείνει σαν ο πιο ανίκανος κι απών ηγέτης που πέρασε μετά τη μεταπολίτευση. Αντιθέτως, τα έφερε έτσι η μοίρα και μάλλον θα δούμε πως είναι ο αληθινός Γιώργος Παπανδρέου.

__________________

Η φωτογραφία από το in.gr

Σεπτεμβρίου 20, 2009

Να *δανείσουμε* την έδρα

Αυτό είπε ο Τσιτουρίδης χθες σε συνάντηση στην εκλογική του έδρα στο Κιλκίς.

Προσεκτική η επιλογή της λέξης και ειπωμένη δις με έμφαση. Κατ’ αρχήν, για να δανείσεις κάτι πρέπει να σου ανήκει – άρα πρώτος συνειρμός: ο Τσιτουρίδης νιώθει ότι κατέχει, με τον πιο κατηγορηματικό κι απόλυτο τρόπο την έδρα. Όχι μόνο πρέπει να εκλέγεται αυτονόητα αλλά μπορεί και να τη δανείζει!

Διαβάζω για τη λέξη στο λεξικό (Τεγόπουλος-Φυτράκης): «παρέχω οποιοδήποτε αγαθό με τη συμφωνία της επιστροφής» / μέση φωνή – εδώ για το βουλευτή που θα καταλάβει την έδρα: «παίρνω κάτι ξένο και το παρουσιάζω ως δικό μου» (π.χ. ‘εκλέχτηκε με δανεική έδρα’). Τέλος, «αγαθό που δόθηκε για χρήση με επιστροφή».

Τέτοιος λοιπόν είναι ο πολιτικός πολιτισμός και η αίσθηση δικαίου που έχουν οι πολιτικοί μας για τον εαυτό και τη θέση τους. Κάποτε οι βασιλείς κυβερνούσαν ελέω θεού – τώρα οι πολιτευτές στην - ποια ‘προεδρευόμενη; - λεγόμενη δημοκρατία, κυβερνάνε ελέω ιδιοκτησίας.

Δεν μας είπε μόνο το ενοίκιο κι αν θα βάλει και χαρτόσημο στο συμβόλαιο!

Αλήθεια, στην εφορία δήλωσε την έδρα του Κιλκίς στο Ε9; Μιλώ για το γνωστό πόθεν αίσχες – ναι, με ‘αι’.