Είχα κι άλλα να πω... και κάλιο αργά παρά ποτέ.
Κάποιοι τον αποκαλούνε ‘Μάνο’ – εγώ δεν μπορώ. Χρειάζομαι τη απόσταση του επιθέτου για να τον προσεγγίσω. Δεν είναι ‘δικός μου άνθρωπος’ κι ας μιλά στην καρδιά μου. Είναι κάποιος που ανέβηκε σε άλλο επίπεδο για να με συμπεριλάβει. Ε, αυτός ο τύπος δεν λέγεται ‘Μάνος’. Λέγεται ‘Χατζιδάκις’. Καλύτερα, ‘κύριος Χατζιδάκις’. Όσο κρατάμε τις αποστάσεις με τους εκφραστές της καρδιάς μας και τις μεγαλοφυίες της τέχνης, τόσο έχουμε γνώση και του δικού μας μέτρου. Και δεν ισοπεδώνουμε οτιδήποτε εύκολα.
Και αρχίζω να μιλώ για το τραγούδι, που με έχει εντυπωσιάσει εδώ και χρόνια, εκφράζοντας την πιο παλιά απορία: Γιατί «Βαλς των Χαμένων Ονείρων;» Ένα καρουζέλ είναι... Εξαιρετικό βέβαια – τρυφερό σε σημείο να πονάει, αφοπλιστικά όμορφο. Μια μουσική φράση ατελείωτη – και όταν λέω ‘ατελείωτη’, εννοώ χωρίς τέλος, χωρίς κατάληξη. Παραμένει ανοιχτή. Και γι αυτό επαναλαμβάνεται, ξανά και ξανά, σαν να θέλει να συμπληρωθεί. Κι έτσι γίνεται ‘ατελείωτη’ με την άλλη σημασία. Της ατέρμονης.
Η ίδια φράση ξανά και ξανά; Μα θα ήταν βαρετή! Κι εδώ έρχεται η δεύτερη (όχι αξιολογικά) τέχνη του μουσουργού: η ενορχήστρωση. Η μελωδία ανεβαίνει, φουντώνει, εκτινάσσεται, μέχρι που πέφτει ξανά στα μαλακά των μοναχικών πλήκτρων του πιάνου. (Είναι εκπληκτικό: αν ακούσετε με προσοχή, ενώ παίζει όλη ο ορχήστρα allegro, θα ακούσετε τις συγχορδίες της κιθάρας που πριν συνόδευαν το πιάνο). Στα παραμύθια (τέτοια είναι τα καρουζέλ) δεν υπάρχει χώρος για ακριβολογία και για λογική. Εφόσον ο ‘μάγος’ θέλει να ακούγεται η ασθενική κιθάρα δίπλα σε μια βαρβάτη ορχήστρα, κανείς δεν θα του το απαγορεύσει – και κανένας δεν θα παραξενευτεί.
Αλλά και το πιάνο (αυτά τα μαγικά δάχτυλα) ακούγονται στην αρχή, όπως και όταν το κομμάτι ξαναπροσγειώνεται στα εξ ων συνετέθη, σαν έγχορδο.
Και τι έγχορδο; Μια λατέρνα!
Ο Χατζιδάκις μάς ξεκινάει μιλώντας για «χαμένα όνειρα» από ένα δικό μας, προσωπικό σύμβολο του 'χαμένου': μια λατέρνα. (Υπάρχει και μια επανεκτέλεση αυτού του κομματιού, αγνώστων λοιπών στοιχείων, με τίτλο ‘Λατέρνα στο Στενό’, όπου το μακρινό όργανο σε πλησιάζει, παίζει δίπλα σου και σταματάει. Σαν να σου ζητάει κέρμα ο πλανόδιος οργανοπαίχτης.) Έχει κάποια πρόσθετα στοιχεία, αλλά κυριαρχεί η ίδια μονότονη και ανοιχτή μελωδία. Μια μελωδία που ποτέ δεν ‘τελειώνει’ - πάντα κάτι χρωστάς. Ή σου χρωστάει.
Και όταν στη λατέρνα προστίθενται όργανα και παίζουν όλα μαζί έντονα, η ατμόσφαιρα θυμίζει οτιδήποτε εκτός από συμφωνική ορχήστρα. Θυμίζει πανηγύρι, μπάντα του δρόμου, παρέλαση. Άλλοι συνειρμοί του ‘χαμένου’: σημαιάκια, κομφετί, φανταχτερές στολές στους δρόμους, αστραφτερά όργανα: ό,τι εντυπωσιάζει ένα παιδί.
Να είναι λοιπόν αυτό; Από τη μια η λατέρνα και η μπάντα του δρόμου και από την άλλη η ανοιχτή κι ‘ατελείωτη’ μελωδία που γεννούν το αίσθημα των ‘Χαμένων Ονείρων’; Από το ανικανοποίητο που σιγοκαίει μέσα μας βασανιστικά, σαν τ’ απαλά πλήκτρα του πιάνου ή της λατέρνας, στον επιβλητικό, σχεδόν επικό σπαραγμό και όλα πάλι από την αρχή;
Το ‘καρουζέλ’ ταιριάζει πολύ μ’ αυτό το είδος - όχι μουσικής αλλά υπόκρουσης. Όλα τα καρουζέλ και οι μηχανικές μπαλαρίνες που γυρνάνε σε ένα τοπίο-μινιατούρα έχουν μια μικρή, επαναλαμβανόμενη μουσική.
Και κυριολεκτικά, το ταξίδι ενός καρουζέλ είναι ένα αδιέξοδο, αποτελείται από κύκλους που δεν σε πάνε πουθενά: είτε κάθεσαι σε ένα αλογάκι, είτε κοιτάς τη μηχανική μπαλαρίνα. Ποτέ δεν ‘φτάνεις’ – απλώς κάποια στιγμή χάνεται η μουσική. (Ναι, δεν ‘τελειώνει’, δεν ‘κλείνει’ – χάνεται.) Και σταματάει η κίνηση.
Ποιο παιδί θα πει ότι ένας κύκλος στο καρουζέλ ήταν τέλειος, είχε κατάληξη, έφτασε εκεί που επιθυμούσε; Ποιο παιδί θα έλεγε ότι δεν θέλει άλλο ένα γύρο; Η κύρια διαφορά μεταξύ της μουσικής του καρουζέλ και του Χατζιδάκι, είναι πως η πρώτη δεν είναι αυξανόμενη – είναι μονότονη. Υπάρχει λόγος γι’ αυτό – και ίσως, ο πιο σημαντικός.
Σαν πράξη, τα καρουζέλ και οι μηχανικές μπαλαρίνες μοιάζουν με τελετές ‘παιδικής μαγείας'. Μας υπνωτίζουν, καθώς γυρνάμε οι ίδιοι ή κοιτάμε το αντικείμενο που περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, ακούγοντας την ίδια επαναλαμβανόμενη μουσική. Αυτό φέρνει κάτι από τις πιο ‘σοβαρές’ κι ‘ενήλικες’ τελετές δημιουργίας έκστασης με τεχνητά μέσα: από τις ταραντέλες που οδηγούν τους πιστούς σε έκσταση, μέχρι τα νταούλια των αναστενάρηδων πριν περπατήσουν στα κάρβουνα. Τα καρουζέλ μας βάζουν σε μια παραμυθένια κατάσταση, υπνωτίζοντάς μας με τα δικά τους, άδολα μέσα. Κλείνουν - όπως και οι μουσικοί των τελετών - τα παράθυρα προς τον έξω κόσμο και μας εμπνέουν να επικοινωνούμε με έναν κόσμο εσωτερικό, που οδηγεί σε μια παραμυθένια πραγματικότητα. Από αυτήν την άποψη, τα καρουζέλ και τα παλιά κουτιά μουσικής, μοιάζουν με ανύποπτες τελετές παιδικής μαγείας, με σύντομους εξορκισμούς της καθημερινής, ‘αληθινής’ πραγματικότητας.
Ο Χατζιδάκις ακολουθεί ακριβώς τη συνταγή των μουσικών που αποβλέπουν στην έκσταση: μελωδία και ρυθμός παραμένουν ίδιοι κι επαναλαμβανόμενοι, ξεκινάνε αργά, αυξάνουν διαρκώς την ένταση, ώσπου ξεσπάνε και προσγειώνονται ξανά στο αρχικό μοτίβο.
Και φτάνουμε στο τελικό περίβλημα, που είναι και ο γενικός τίτλος. Εδώ μπαίνει ένας πιο νέος χορός που κουβαλάει πάνω του την πατίνα του παλιού σαν τη λατέρνα, και που χορευτικά αποδίδεται με κύκλους σαν το καρουζέλ: είναι το βαλς. Είμαστε βλέπετε μεγάλοι, έχουμε γευτεί το μήλο, έχουμε φύγει από τον Παράδεισο... Μπορεί να είμαστε μαγεμένοι από τους επαναλαμβανόμενους ήχους, να νιώθουμε σαν ξαναμμένα παιδιά – αλλά ο δικός μας κυκλικός χορός σχηματίζεται από ενήλικα πέντε όγδοα.
Και έτσι, να 'το πράγματι: Το Βαλς των Χαμένων Ονείρων. Για κάποιους μικρούς-μεγάλους.
Ποιο παιδί θα έλεγε ότι δεν θέλει άλλο ένα γύρο; Ποιός ενήλικος δεν θα ήθελε ακόμα μια στροφή σ’ ένα μαγικό βαλς;
Με τέτοιο πλούτο συνδυασμών σ’ αυτό το μικρό αριστούργημα (το παλιό, το μαγικό, το ‘χαμένο’, η έκσταση, το παραμύθι), δεν είναι παράξενο που στο τέλος δεν ξέρουμε: να κλάψουμε ή να χαρούμε; Δεν ξέρουμε αν είναι - και έχει σημασία - λυρισμός ή τραγωδία; Ενθυμούμενοι χαμένα όνειρα γευόμαστε ξανά τον ξεχασμένο παιδικό παράδεισο, ή την κόλαση των μεγάλων; Κυριαρχεί το όνειρο ή το χάσιμό του; Ο εξαγνισμός ή η ανάγκη γι’ αυτόν; Η απάντηση δεν είναι εύκολη - ίσως και να μην υπάρχει.
Παραφράζοντας τον Ελύτη: «Από το 'τι είναι' στο 'τι μπορεί να είναι', περνάς μια γέφυρα που σε φέρνει από τον Παράδεισο στην Κόλαση και πάλι πίσω. Και το πιο παράξενο: έναν Παράδεισο και μια Κόλαση που είναι φτιαγμένοι με τα ίδια ακριβώς υλικά. Απλώς η αντίληψη για τη διάταξή τους διαφέρει».
(Υπάρχει ένα παρόμοιο έργο του Χατζιδάκι, που παραπέμπει επίσης στην εσωστρέφεια του καρουζέλ: ο "Χορός Με τη Σκιά μου", το τελευταίο έργο από το Χαμόγελο της Τζοκόντα. Εκεί η γιορτή ανεβαίνει με παρόμοιους ρυθμούς, και που αν τους προσέξεις, θυμίζουν αρκετά Μεξικό. Αλλά το κομμάτι της Τζοκόντα είναι πιο έντεχνο, πιο συμφωνικό – χάνει σε αμεσότητα. Το Βαλς των Χαμένων Ονείρων είναι ένα τραγούδι γειτονιάς. Θα το διασκεύαζε – όπως και έκανε – ο μεταπολεμικός τεχνίτης της λατέρνας Αρμάο, για να ακούγεται στα στενά της Πλάκας. Καθώς ο κόσμος τελειώνει μια βραδιά και το φεγγάρι από πάνω τον κάνει να εύχεται κρυφά: ‘μακάρι να είχα κι άλλο’...)
_____________________
Καθώς έγραφα το δεύτερο κείμενο, έβαλα να γυρίζει το δικό μου καρουζέλ – και το φωτογράφισα. Σε κάποιο σημείο, η επαναλαμβανόμενη μουσική του θυμίζει το ‘What did I do, to be so black and blue’. Ένα τραγούδι απελπισμένου μαύρου σε ένα παιδικό παιχνίδι.
Μαζεύτηκαν πολλές αμφισημίες: το Βαλς των Χαμένων Ονείρων, το καρουζέλ σαν τελετή εξαγνισμού, η γέφυρα κόλασης και παράδεισου, το τραγούδι του απελπισμένου μαύρου σε παιδικό παιχνίδι, θα ταίριαζε ακόμα κι ένας Παλιάτσος που Κλαίει. Μια σειρά παράδοξα που παραπέμπουν στην ‘σκοτεινή’ πλευρά της ομορφιάς. Αυτή υπάρχει πάντα. Για να επιβεβαιώνει, και να κάνει δυνατή την άλλη, λαμπερή πλευρά της ομορφιάς. Είναι η ουσία της τραγωδίας. Η οποία, για κάποιο λόγο που αχνοφαίνεται, προέρχεται από τη λυρική ποίηση. Και να γιατί δεν ξέρουμε, να γελάσουμε ή να κλάψουμε: ο Χατζιδάκις είναι γεμάτος λυρισμό – τόσο, που φλερτάρει αναπόφευκτα με τα όρια της τραγωδίας.
______________________
'Κατεβάστε' τα κομμάτια σαν mp3 (δεξί κλικ και αποθήκευση):
Λατέρνα στο στενό
Το Βαλς των Χαμένων Ονείρων
Χορός με τη σκιά μου
...ή ακούστε τα online:
Λατέρνα στο στενό
Το Βαλς των Χαμένων Ονείρων
Χορός με τη σκιά μου
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
10 σχόλια:
Κάθε φορά που ακούω το "Βαλς των Χαμένων Ονείρων" νοιώθω πως είχε δίκιο ο Ελύτης.
Πως τελικά, "από 'να τίποτα γίνεται ο Παράδεισος"...
Πως είναι δυνατόν κάτι το τόσο αφοπλιστικά απλό να είναι τόσο όμορφο;
Ή μάλλον πως θα ήταν δυνατό να μην είναι...
I_döda_vinkeln se on ihan totta.
Kiitos etta tulit!
:)
Εξαιρετικά και τα δύο κείμενα για τον Χατζιδάκι.
CD.... νάσαι καλά - απ' όλες τις απόψεις!!!!
Έμαθα πρόσφατα ότι το συγκεκριμένο κομμάτι του Χατζιδάκι προέρχεται από μια ταινία που για εμπορικούς λόγους, ονομάστηκε 'Χαμένα Όνειρα'. Να λοιπόν μια πολύ πεζή - αλλά πιο αληθοφανής - εξήγηση για τον τίτλο. Τώρα, δεν έχω κανένα πρόβλημα να παραδεχτώ ότι όλα αυτά τα έβγαλα από το μυαλό μου ακούγοντας το κομμάτι. Μπορεί να είναι όλα λάθος - τίποτα απ' όσα είπα να μη στηρίζονται στην πραγματικότητα, ο καλλιτέχνης να μην είχε καμιά τέτοια πρόθεση. (Δείτε και ένα προηγούμενο κείμενο για τον Πικάσο, που από σύμπτωση, μαζί με αυτό για τον Χατζιδάκι, είναι και τα μόνα που έγραψα σε δύο εκδοχές).
Βλέπω, όμως, το κομμάτι (όπως και τον πίνακα) σαν ...Ιθάκη. Το καθένα "μου έδωσε το ωραίο ταξίδι. Χωρίς αυτά δεν θα ξεκινούσα.
δ.σ., σ’ ευχαριστώ – και να ξέρεις, ήμασταν και γειτονάκια: έζησα περίπου δέκα χρόνια στη Φινλανδία!
Yannis H
Κι εγώ στού Ovi σε εχω συναντήσει!
Έχεις δεί το φιλμ; σκηνοθεσία και σενάριο Αλέκος Σακελλάριος,παραγωγή Finos Film. Πρωταγωνιστεί Δημήτρης Παπαμιχαήλ.
Tack och ha det så bra!
Για τον Μάνο Χατζιδάκη μπορείς να διαβάσεις μεταξύ άλλων, εδώ
δ.σ., τελικά το blog του Ovi έγινε τόπος συνάντησης για τους απανταχού... σκανδιναβόπληκτους :)
Την ταινία δεν την έχω δει, δεν την ήξερα καν. Θα τη δω αν τύχει - αν και το θεωρώ λίγο απίθανο... Μαντέυω ότι αν ήταν καλή, έστω μακρινά ισάξια της μουσικής της, μάλλον θα την παίζανε κάποια κανάλια.
Σ' ευχαριστώ για το link! Και... ole hyva!
Την ταινία την έχω δει πολύ παλιά, γιατί είμαι κάποιας ηλικίας. "Χαμένα όνειρα" όπως είπες, του 1961. Μελό αξιώσεων του Σακελάριου με την Αντιγόνη Βαλάκου και τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που δεν την παίζουν τα κανάλια. Όσο για το "Βαλς των Χαμένων Ονείρων", ειλικρινά παρ΄όλο που το ακούω, πάρα πολύ συχνά όπως και το Adagieto από την 5η Συμφωνία του Γκ. Μάλερ, πρώτη φορά, χάρη σε σένα και στις σκέψεις σου, ακούγοντάς το, "άλλαξε εντός μου ο ρυθμός του κόσμου", όπως λέει ο Εμπειρίκος. Σε ευχαριστώ.
elpinor... εγώ σ' ευχαριστώ. Πολύ.
Δημοσίευση σχολίου